Γράφει ο Αντώνης Ζήβας
«Ένας παράλογος κόσμος μερμηγκιών αποκαλεί τρελό τον τζίτζικα...»
(Κ. Μπεβεράτος)
Το κείμενο που θα διαβάσετε παρακάτω, το έγραψα την άνοιξη του 2009 και δημοσιεύτηκε τότε στο 3ο φύλλο της εφημερίδας δρόμου Άπατρις. Θυμήθηκα πόσο επίκαιρο παραμένει σήμερα, ειδικότερα μετά το πρόσφατο νομοσχέδιο του Χατζηδάκη για τα εργασιακά που πάει να μας φορέσει η ακροδεξιά κυβέρνηση της Ν.Δ. Επιστρέφοντας μας στον 19ο αιώνα πριν την μεγαλειώδη αναρχική- εργατική εξέγερση του Σικάγου, όπου μέσα από την εκτέλεση των τεσσάρων αναρχικών ως απότοκο της εξέγερσης, οι εργαζόμενοι κατέκτησαν με το δικό τους αίμα τις 8 ώρες εργασίας.
Το μόνο που θέλω να υπενθυμίσω σήμερα είναι το ότι: Πολλοί λαοί σε πολλές χώρες δέχτηκαν, όταν χρειάστηκε, να θυσιάσουν τα παιδιά τους και τα παιδιά των παιδιών τους για υψηλά ιδανικά, αλλά κανένας λαός, σε καμιά χώρα δεν δέχτηκε ποτέ να θυσιάσει τα παιδιά του και τα παιδιά των παιδιών του για να μη χάσουν λεφτά οι επιχειρηματίες, οι βιομήχανοι, οι εφοπλιστές και οι τραπεζίτες.
Επιστρέφοντας ένα απόγευμα από τη δουλειά μου στο δισκοπωλείο Metropolis το βλέμμα μου έπεσε σ’ ένα σύνθημα κάποιας αριστερής οργάνωσης γραμμένο σ’ ένα τοίχο του Ηρακλείου.
Το σύνθημα έλεγε: «Το μέλλον ανήκει στο κόσμο της δουλειάς». Διαβάζοντας το ένιωσα επιπλέον κούραση. «Διάολε» σκέφτηκα, υπάρχει ακόμη κόσμος που δοξάζει τη σκλαβιά. Καταλαβαίνω φυσικά ότι αυτός που το έγραψε ήθελε να εξυμνήσει το προλεταριάτο, αλλά η πρόταση στην ορθή σημασία της μου άφησε μια «ρατσιστική» εντύπωση. Αν το «μέλλον ανήκει στο κόσμο της δουλειάς» τι θα γίνει με αυτούς που δε θέλουν να δουλεύουν; Αυτοί δε θα έχουν μέλλον;
Πέρα από το χιουμοριστικό του πράγματος, αναγνωρίζω το δικαίωμα στη δουλειά για όποιον την επιθυμεί, Θα ήθελα όμως να μιλήσω και για ένα άλλο δικαίωμα, το οποίο αντιμετωπίζεται ως «βαριά ασθένεια»: το δικαίωμα στη τεμπελιά.
Ο Πωλ Λαφάργκ, αυτός ο μποέμ γαμπρός του Μαρξ, έγραφε το 1880 στην μπροσούρα του «Το δικαίωμα στη τεμπελιά»: «Μια αλλόκοτη τρέλα διακατέχει τις εργατικές τάξεις των εθνών στα οποία βασιλεύει ο καπιταλισμός. Η τρέλα αυτή είναι ο έρωτας για τη δουλειά, το θανατηφόρο πάθος για τη δουλειά που φτάνει μέχρι την εξάντληση των ζωτικών δυνάμεων του ατόμου και των απογόνων του».
Αναλογιζόμενοι αυτά τα λόγια συμπεραίνουμε ότι η «ανάγκη» για δουλειά είναι μια πραγματική διανοητική διαστροφή όπου αντί οι άνθρωποι να καταπολεμήσουν έναν από τους μεγαλύτερους καταπιεστικούς κι εξουσιαστικούς μηχανισμούς (αυτού της δουλειάς), τον εξύψωσαν σε πρωταρχική τους ανάγκη και κυρίαρχο ζήτημα της ζωής τους. Από τη περίοδο ακόμη της Γαλλικής Κομμούνας το 1871, όπου το βασικό της σύνθημα ήταν «Επανάσταση για το δικαίωμα στη δουλειά», οι ίδιοι οι άνθρωποι ζητούσαν την αιώνια καταδίκη τους και έτσι όρισαν σαν ποινή να δουλεύουν ατελείωτες ώρες, μέρες και χρόνια, εξαντλώντας τον εαυτό τους διανοητικά, σωματικά και ψυχικά, στερούμενοι τις απολαύσεις μιας ανέμελης και ξεκούραστης ζωής με άφθονο ελεύθερο χρόνο, ώστε αντί να διασκεδάζουν, να γλεντούν και να χαίρονται τις χαρές του έρωτα, της φύσης, του στοχασμού, επέλεξαν να καταπονούν σώμα και σκέψη μέσα σε ανήλιαγα βρώμικα εργοστάσια και εργαστήρια και να αρρωσταίνουν μέσα σε γραφεία με τεχνητό φωτισμό. Οι άνθρωποι επέλεξαν να πεθαίνουν σιγά σιγά, ξοδεύοντας όλη τους την ενέργεια για να κινούνται οι μηχανές του χρήματος, το οποίο πάντα καταλήγει στις τσέπες των λίγων πλούσιων και κάθε λογής αφεντικού. Ο κάθε εργαζόμενος και εργάτης επέλεξε να γίνει το τροφοδοτικό μερικών άχρηστων και ανίκανων για οποιαδήποτε εργασία.
Δεν θέλω όμως να φανώ άδικος. Από τις αρχές του 19ου αιώνα, όταν οι ώρες δουλειάς καταλάμβαναν τις 16 από τις 24 ώρες της καθημερινής ζωής ενός εργάτη, οι άνθρωποι, με αιματηρούς αγώνες και εκατοντάδες νεκρούς εργάτες, κατάλαβαν επιτέλους ότι η «πολύ δουλειά δεν τρώει τον αφέντη αλλά τον εργάτη» και άρχισαν να διεκδικούν περισσότερο ελεύθερο χρόνο καταφέρνοντας τελικά να περιορίσουν τις ώρες δουλειάς σχεδόν στο μισό. Από τις 12 εργάσιμες ώρες καθημερινά που είχαν κατοχυρωθεί νομοθετικά στη Γαλλία το 1848, φτάσαμε σήμερα να μιλάμε για την ανάγκη ακόμη περισσότερου ελεύθερου χρόνου και τη θέσπιση 35 ωρών εργασίας την εβδομάδα με ταυτόχρονη μισθολογική αύξηση. Αναμφίβολα, πρόκειται για μεγάλη πρόοδο επειδή έχουμε κατανοήσει ότι όσο περισσότερο δουλεύουμε, τόσο λιγότερο ζούμε – όμως δεν φτάνει ούτε αυτό.
Στην αρχαιότητα οι Έλληνες φιλόσοφοι είχαν αναδείξει ξεκάθαρα την καταπιεστική φύση της δουλειάς και το πόσο αυτή εμποδίζει την ελευθερία του ανθρώπου. Ο Πλάτωνας στη «Πολιτεία» του αναφέρει: «Η φύση δεν έπλασε κανέναν τσαγκάρη ή σιδερά. Τα χειρωνακτικά επαγγέλματα εξευτελίζουν τους ανθρώπους που τα ασκούν, η κατάσταση τους, τους υποβιβάζει σε σημείο να στερούνται πολιτικών δικαιωμάτων». Στην αρχαία Ελλάδα οι δούλοι και οι σκλάβοι δεν είχαν πολιτικά δικαιώματα. Αν και ο Πλάτωνας μιλούσε για δούλους και μισθοφόρους του αρχαίου κόσμου, το πήγε ακόμη παραπέρα καταγγέλλοντας το νόημα του κατοπινού καπιταλισμού: «Όσο για τους εμπόρους που είναι μαθημένοι στο ψέμα και την απάτη, θα τους ανεχόμαστε στην (ιδανική) πολιτεία μόνο σαν αναγκαίο κακό. Ο πολίτης που θα εξευτελίζεται ασκώντας το επάγγελμα του μαγαζάτορα θα τιμωρείται με φυλάκιση ενός έτους και σε περίπτωση υποτροπής η ποινή θα διπλασιάζεται». (Πλάτων, Πολιτεία, Βιβλίο 5)
Ο Ρωμαίος φιλόσοφος Κικέρων προχωρά ένα ακόμη βήμα παρακάτω για το ίδιο θέμα: «Τι ευγενές μπορεί να προκύψει από ένα μαγαζί; Και τι έντιμο μπορεί να δώσει το εμπόριο; Όλα τα λεγόμενα μαγαζιά είναι ανάξια για έναν τίμιο και ηθικό άνθρωπο. Οι έμποροι δεν μπορούν να κερδίσουν αν δεν πουν ψέματα, και τι αισχρότερο από το ψέμα; Πρέπει επομένως να θεωρούμε αξιοκατάκριτο και ποταπό το επάγγελμα όλων εκείνων που πουλούν το μόχθο των άλλων και τον δικό τους. Γιατί, όποιος δίνει τη δουλειά του με αποκλειστικό αντάλλαγμα το χρήμα, πουλιέται και υποβιβάζει τον εαυτό του στη τάξη των δούλων». (Κικέρων «Περί καθηκόντων», κεφ. 24). Αυτά έλεγαν πριν από δυο και τρεις χιλιάδες χρόνια αυτοί που δικαίως χαρακτηρίστηκαν «σοφοί», άσχετα αν σήμερα τα λόγια τους τα καπηλεύονται και τα διαστρεβλώνουν οι κάθε λογής εθνοπατριώτες.
Για να μην κατηγορούμε όμως αποκλειστικά τον καπιταλισμό, ας θυμηθούμε ακόμη κι εκείνο το κάθαρμα τον Στάλιν, ο οποίος ανέπτυξε την απίθανη «θεωρία» του Σταχανοφισμού, πείθοντας χιλιάδες των Σοβιετικών εργατών και αγροτών ότι όσο η δουλειά εντατικοποιείται και η παραγωγή αυξάνεται, τόσο πιο γρήγορα θα οικοδομηθεί ο σοσιαλισμός μέχρι τη τελική απελευθέρωση του ανθρώπου προς το κομμουνισμό. Και αν όλα αυτά σας φέρνουν τρόμο θυμίζοντας σας την επιγραφή που ήταν αναρτημένη στη κεντρική πύλη του ναζιστικού στρατοπέδου Άουσβιτς διαλαλώντας ότι «Η εργασία απελευθερώνει», δεν έχετε άδικο να τρομάζετε. Στην ουσία, η «ιδεολογία» της δουλειάς είναι κραταιά και στην πράξη δεν διαφέρει σε κανένα απολυταρχικό η «δημοκρατικό» καθεστώς: δουλέψτε, δουλέψτε, δουλέψτε! Δουλέψτε για να έχετε να καταναλώνετε στις ψεύτικες ανάγκες που δημιούργησε για εσάς ο καπιταλισμός, γιατί έκτος από παραγωγούς σας χρειάζεται και ως καταναλωτές αυτών που εσείς παράγετε, όχι δωρεάν φυσικά. Δουλέψτε εργάτες κι εργάτριες για να αυξήσετε τη παραγωγή των αγαθών (και την ατομική σας δυστυχία). Όσο φτωχότεροι είστε, τόσο περισσότερους λόγους έχετε για να δουλεύετε και όσο πιο πολύ δουλέψετε τόσο πιο γρήγορα θα είσαστε ανεξάρτητοι και ελεύθεροι. Πόση υποκρισία μπορεί να κρύβουν οι παραπάνω παραινέσεις που ονομάζουν τη σκλαβιά ελευθερία; Η πραγματικότητα όμως βρίσκεται στο παλιό καπιταλιστικό γνωμικό που έλεγε: «Δούλεψέ μου κακορίζικε για να μη σου μοιάσω».
Τον τελευταίο χρόνο ακούμε συνεχώς ότι ο πλανήτης περνά τη μεγαλύτερη οικονομική κρίση από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ακούμε για μαζικές απολύσεις και στρατιές ανέργων, για εργοστάσια που δεν μπορούν να διαθέσουν τα προϊόντα τους, για βιομηχανίες που οδηγούνται στο κλείσιμο και για ένα καταρρέον χρηματοπιστωτικό σύστημα. Ακούμε τόσα πολλά, αλλά ελάχιστοι από εμάς έχουμε αντιληφθεί τα πραγματικά αίτια αυτής της κρίσης. Όλοι εμείς που παραδοθήκαμε «ψυχή τε και σώματι» στη διαστροφή της δουλειάς, πεπεισμένοι και πλανημένοι από τους καπιταλιστές-κηφήνες ότι όσο περισσότερο δουλέψουμε τόσο καλύτερο θα είναι το μέλλον μας, δεν αντιλαμβανόμαστε ότι η υπερεργασία και η υπερπαραγωγή τη περίοδο της οικονομικής «ευημερίας» αποτελούν τα αίτια της σημερινής οικονομικής κρίσης. Ο καπιταλισμός «ξεχείλωσε» από την άκρατη συσσώρευση χρήματος στα χρηματοκιβώτια των λίγων, οι υπέρογκες αυξήσεις των τιμών μεγάλωσαν ακόμη περισσότερο το χάσμα μεταξύ των πλούσιων και των εργαζομένων και η υπερπαραγωγή αγαθών από τα φτηνά εργατικά χέρια των τριτοκοσμικών χωρών έκανε το ίδιο το σύστημα να λυγίσει κάτω από το ίδιο του το βάρος, με αποτέλεσμα ο κόσμος να γίνεται ακόμη φτωχότερος και να αδυνατεί να καταναλώσει. Αυτό το σαθρό σύστημα βασίζει την ύπαρξη του στη κυκλοφορία του χρήματος και εφόσον το χρήμα μένει στάσιμο, αρχίζει και χάνει την ανταλλακτική του αξία. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι και αυτό μια μορφή «θείας δίκης» εναντίον όλων αυτών που τόσα χρόνια κερδοσκοπούσαν ασύστολα και εκμεταλλεύονταν τους πολλούς αλλά όπως συμβαίνει πάντα το λογαριασμό θα τον πληρώσουν (και τον πληρώνουν) οι πολλοί. Δυστυχώς, μέχρι στιγμή η αντίδραση των εργαζομένων συνεχίζει να βαδίζει στο δρόμο που χάραξαν οι αφέντες τους. Αντί οι άνεργοι και οι απολυμένοι να αρχίσουν να παίρνουν την τύχη τους στα χέρια τους για να πάρουν πίσω όσα οι ίδιοι παρήγαγαν και τους ανήκουν, να απαλλοτριώσουν τους χώρους παραγωγής και να τους διαχειριστούν οι ίδιοι χωρίς αφέντες και διευθυντές στο κεφάλι τους, μοιραζόμενοι ισότιμα το αποτέλεσμα της δουλειάς τους, εκλιπαρούν τα αφεντικά για να παραμείνουν σκλάβοι τους δεχόμενοι ακόμη και τις προτάσεις τους για περισσότερες ώρες δουλείας, μείωση των μισθών τους, λιγότερη (η και καθόλου) ασφάλιση. Οι ίδιοι οι εργαζόμενοι εξακολουθούν να ζητούν τη παράταση της ποινής τους με ακόμη πιο απεχθείς όρους.
Εδώ θα μπορούσε να πει κάποιος: «Ωραία όλα αυτά, αλλά ποιες είναι οι προτάσεις σας για να σταματήσουμε αυτή τη φαυλότητα;» Μπορεί να φανεί παράξενο, αλλά η καλύτερη πρόταση δεν ακούστηκε από κάποιον επαναστάτη η συνδικαλιστή, αλλά από έναν κηφήνα και διαχειριστή του πλούτου ονόματι Μίχαλο. Τι πρότεινε αυτός; Να μειωθεί το εργασιακό ωράριο σε τρεις ώρες ημερησίως!
Αυτό που είχε προτείνει ο Λαφάργκ το 1880, εκφράστηκε από έναν παράγοντα της δεξιάς κυβέρνησης και γιό υπουργού της χούντας! Φυσικά, δεν είπε μόνο να μειωθούν οι ώρες δουλειάς αλλά πρότεινε να γίνει μείωση μισθών και ασφαλιστικών εισφορών. Εμείς κρατάμε και συμφωνούμε μαζί του μόνο ως προς τη μείωση του ωραρίου, χωρίς να δεχόμαστε καμία από τις υπόλοιπες προτάσεις του. Ζούμε στον 21ο αιώνα με τη τεχνολογία να έχει φτάσει σε σχεδόν ασύλληπτα επίπεδα σε σχέση με πριν 50 χρόνια. Οι άνθρωποι δεν χρειάζεται να δουλεύουν πάνω από τρεις ώρες την ημέρα, η παραγωγή βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα και τα αγαθά φτάνουν να ντύσουν και να ταΐσουν 2 πλανήτες σαν τη Γη, άσχετα αν ο καπιταλισμός κρατά σε συνθήκες ανέχειας και πείνας τα 2/3 του πλανήτη για να ελέγχει τις πλουτοπαραγωγικές πηγές και να κερδοσκοπεί ασύστολα. Αυτή πρέπει να είναι και η βασική απαίτηση των εργαζομένων. Λιγότερη δουλειά, περισσότερη ελευθερία για γλέντι, περισσότερος χρόνος για πραγματική ζωή – ας είμαστε τεμπέληδες σε όλα, εκτός από τον έρωτα, το πιοτό και τη τεμπελιά ! Όσο για τα αφεντικά; Ε, αφού τους αρέσει τόσο πολύ η δουλειά και τη θεωρούν σαν το ύψιστο αγαθό, ας δουλεύουν αυτοί και για εμάς!
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΣΧΕΤΙΚΑ:
Ελεύθερος χρόνος: Αυτός ο Αιώνιος Εχθρός του Καπιταλισμού
Τρόποι επιβίωσης στην καπιταλιστική οικονομική κρίση...
Η μικρή-μεγάλη ιστορία των εξεγέρσεων των σκλάβων στον αρχαίο κόσμο...
Προωθώντας την απομόνωση του σύγχρονου ανθρώπου...
Χαράζοντας δρόμους: Η μικρή-μεγάλη ιστορία του ανθρώπινου είδους
Αντώνης Ζήβας
Ο Αντώνης Ζήβας είναι D.J. ραδιοφωνικός παραγωγός και record sellector εδώ και 28 έτη. Παράλληλα έχει υπάρξει μπασίστας σε διάφορες γνωστές-άγνωστες Punk και Alternative μπάντες από τη δεκαετία του '80 ως τις μέρες μας, ενώ ανήκει στο απροστάτευτο υπό εξαφάνιση είδος των δισκοπωλών. Γεννήθηκε στη Πάτρα, αλλά διάλεξε να ζήσει για πάρα πολλά χρόνια στη Κρήτη, όπου και απέκτησε τη Κρητική υπηκοότητα, την οποία διατηρεί ακόμη με πείσμα. Τα τελευταία χρόνια κατοικεί στη κοιλιά του τέρατος που ονόμασαν Αθήνα, περιφέροντας το σάρκιον του σε διάφορα Booth της Αθηναϊκής νύχτας και μία φορά την εβδομάδα τα μεσημέρια των Σαββάτων, ξαποστένει στο μικρόφωνο του metadeftero.gr, μέσα από την εκπομπή Reclaim The Music
Αντώνης Ζήβας
Ο Αντώνης Ζήβας είναι D.J. ραδιοφωνικός παραγωγός και record sellector εδώ και 28 έτη. Παράλληλα έχει υπάρξει μπασίστας σε διάφορες γνωστές-άγνωστες Punk και Alternative μπάντες από τη δεκαετία του '80 ως τις μέρες μας, ενώ ανήκει στο απροστάτευτο υπό εξαφάνιση είδος των δισκοπωλών. Γεννήθηκε στη Πάτρα, αλλά διάλεξε να ζήσει για πάρα πολλά χρόνια στη Κρήτη, όπου και απέκτησε τη Κρητική υπηκοότητα, την οποία διατηρεί ακόμη με πείσμα. Τα τελευταία χρόνια κατοικεί στη κοιλιά του τέρατος που ονόμασαν Αθήνα, περιφέροντας το σάρκιον του σε διάφορα Booth της Αθηναϊκής νύχτας και μία φορά την εβδομάδα τα μεσημέρια των Σαββάτων, ξαποστένει στο μικρόφωνο του metadeftero.gr, μέσα από την εκπομπή Reclaim The Music
Αντώνης Ζήβας
Ο Αντώνης Ζήβας είναι D.J. ραδιοφωνικός παραγωγός και record sellector εδώ και 28 έτη. Παράλληλα έχει υπάρξει μπασίστας σε διάφορες γνωστές-άγνωστες Punk και Alternative μπάντες από τη δεκαετία του '80 ως τις μέρες μας, ενώ ανήκει στο απροστάτευτο υπό εξαφάνιση είδος των δισκοπωλών. Γεννήθηκε στη Πάτρα, αλλά διάλεξε να ζήσει για πάρα πολλά χρόνια στη Κρήτη, όπου και απέκτησε τη Κρητική υπηκοότητα, την οποία διατηρεί ακόμη με πείσμα. Τα τελευταία χρόνια κατοικεί στη κοιλιά του τέρατος που ονόμασαν Αθήνα, περιφέροντας το σάρκιον του σε διάφορα Booth της Αθηναϊκής νύχτας και μία φορά την εβδομάδα τα μεσημέρια των Σαββάτων, ξαποστένει στο μικρόφωνο του metadeftero.gr, μέσα από την εκπομπή Reclaim The Music