Charlie Watts: Καιρός να απονείμουμε στον ντράμερ τα εύσημα που του αξίζουν...

Γράφει ο Γιάννης Καστανάρας

Έχουν γραφτεί ένα σωρό πράγματα για τους Rolling Stones και πολλά από αυτά αφορούν τη μυστηριακή συνεργασία διαρκείας ανάμεσα στον Mick και τον Keith, τα ναρκωτικά, τους εσωτερικές έριδες, τις γυναίκες. Υπάρχουν οργισμένα φεμινιστικά κείμενα και κολακευτικά δημοσιεύματα, υπάρχουν κριτικά δοκίμια και βιβλία από θαυμαστές, σκανδαλοθηρικά ρεπορτάζ που θα μπορούσαν να γίνουν ολόκληρο συμφωνικό έργο, βιογραφίες, γραπτά από παραγωγούς, γκρούπις και κολαούζους, καθώς και ένα βιβλίο γεμάτο με αποφθέγματα από συνεντεύξεις του Keith Richards. Υπάρχουν επίσημες πολυτελή λευκώματα, προφορικές ιστορίες και πλήθος φωτογραφικών άλμπουμ. Κάποιοι, μάλιστα, από τα μέλη έχουν γράψει αυτοβιογραφίες για να αφηγηθούν την ιστορία καθένας από τη δική τους πλευρά, επειδή όπως όλα δείχνουν δεν τους αρκεί ότι είναι ανάμεσα στα διασημότερα πλάσματα από γενέσεως του ανθρώπου.

Το μοναδικό πράγμα στο οποίο όλοι φαίνεται να συμφωνούν είναι ότι η κινητήρια δύναμη πίσω από αυτό το όχημα ήταν ο Charlie Watts. Και ναι μεν ο Keith έχει δηλώσει επανειλημμένα ότι χωρίς τον Charlie δεν υπάρχουν οι Stones, αλλά η βιβλιογραφία που αφορά τον Watts είναι αναιμική, ένα βαρύ έλλειμμα σε όλο το σκηνικό.

 

Ίσως αυτό οφείλεται στην ταπεινοφροσύνη του Charlie. Αν ήταν περισσότερο αυθάδης και λιγότερο τζέντλεμαν, αν έπαιζε περισσότερο σαν ψυχασθενής παρά σαν αληθινός μουσικός, ίσως τα δημοσιεύματα για αυτόν να ήταν πολύ περισσότερα. Αν το χιούμορ του δεν ήταν τόσο στεγνό, αν έπαιρνε ναρκωτικά κι αν έκανε αχαλίνωτο σεξ, αν προκαλούσε χάος, αν έριχνε τα αυτοκίνητά του μέσα σε πισίνες και μετέτρεπε δωμάτια ξενοδοχείων σε αποκαΐδια και αν δεν παρουσιαζόταν σαν ένας αντιστάρ –μικροπαντρεμένος, καλότροπος και με ελάχιστο ενδιαφέρον για την προβολή του– ίσως τότε να υπήρχε ένα βιβλίο ή μια ταινία γι’ αυτόν.

Ωστόσο, ο Charlie ήταν μέσα σ’ όλα: στη δολοφονία στο Άλταμοντ, στις δεκάδες συλλήψεις για ναρκωτικά και τις απώλειες, στη δημιουργία μερικών από τα σπουδαιότερα ντοκουμέντα της εποχής του. Τα κοφτά γεμίσματά του έκαναν έναν καλό δίσκο σπουδαίο και το λιτό του σετ τυμπάνων έγινε η άγκυρα για ένα από τα πιο απειλητικά, βίαια τραγούδια όλων των εποχών. Ήταν ένας άνθρωπος που τον αγαπούσαν για την ευγένειά του και τον σεβόντουσαν όλοι για το στυλ που έπαιζε συμβάλλοντας τα μέγιστα στην επιτυχία ενός συγκροτήματος, από το ταραχώδες ξεκίνημά του μέχρι το επίπεδο των διεθνών σούπερ σταρ.

O Charles Robert Watts γεννήθηκε στις 2 Ιουνίου 1941 και μεγάλωσε στο Ουέμπλεϊ στο βορειοδυτικό Λονδίνο. Ο πατέρας του, επίσης Charles, ήταν φορτηγατζής, η μητέρα του, Lillian, ήταν νοικοκυρά, και εκτός από τον Charles είχαν μια κόρη, την Linda. Οι γονείς του ήταν εκείνοι που αγόρασαν το πρώτο του κιτ όταν ήταν 11 χρονών και τον άφηναν να κοπανάει τα τύμπανα ακούγοντας ταυτόχρονα τους αγαπημένους του jazz δίσκους που περιλάμβαναν ηχογραφήσεις του Duke Ellington και του Charlie Parker. Η jazz τον συνεπήρε κυριολεκτικά στις αρχές της εφηβείας του και ανατρίχιαζε από την κορυφή ως τα νύχια ακούγοντας τον μοναδικό Chico Hamilton να παίζει χειρίζεται τις «σκούπες» στο «Walking Shoes». Χρόνια αργότερα, εκείνοι που θα τον μυούσαν στα blues ήταν ο Keith και ο μακαρίτης Brian Jones (ο Watts ήταν ο μόνος από τους Stones που παρέστη στην κηδεία του τελευταίου) και μ’ αυτά και μ’ αυτά άρχισε να ακούει μανιωδώς blues και rock δίσκους παρόλο που η jazz θα παρέμενε μέχρι τέλους η μεγάλη του αγάπη. (Ανάμεσα στις εμφανίσεις του με τους Rolling Stones, στη δεκαετία του ΄80, ο Watts θα σχημάτιζε μια 32μελή jazz ορχήστρα και την επόμενη θα ηχογραφούσε αρκετά άλμπουμ το δικό του κουιντέτο).

 

Στα 16 του ο Charlie έπαιζε ήδη σε διάφορα λονδρέζικα σχήματα βελτιώνοντας διαρκώς το ταλέντο του, πριν καταλήξει στους Blues Incorporation του Alexis Korner –ο ίδιος ισχυρίζεται ότι δεν είχε ιδέα τι σήμαινε rhythm and blues και νόμιζε ότι με τον όρο εννοούσαν την αργή jazz– και από εκεί στο συγκρότημα που, δεκαετίες αργότερα, η συμμετοχή του σε αυτό θα του χάριζε μια θέση στο Rock and Roll Hall of Fame, ενώ το περιοδικό Rolling Stone θα τον κατέτασσε στη δωδέκατη θέση της λίστας με τους 100 σημαντικότερους ντράμερ όλων των εποχών. Ο Korner ήταν ένας πρωτοπόρος που σφράγισε με την παρουσία του τη νεοσύστατη σκηνή του βρετανικού blues αναδεικνύοντας μέσα από την μπάντα του μερικούς μελλοντικούς αστέρες, όπως οι Dick Heckstall-Smith, Jack Bruce, Graham Bond και, κατόπιν σύστασης του Watts όταν έφυγε για τους Rolling Stones, Ginger Baker. Και κάπου εκεί, ο Charles γνώρισε τον Mick και τον Keith και η ζωή του άλλαξε για πάντα.

Μικρή παρένθεση: Γύρω στο 1960, πριν ακόμα γνωριστεί με τους ανθρώπους που θα τον βοηθούσαν να αποκτήσει δόξα και χρήμα (η αξία του στο καλλιτεχνικό χρηματιστήριο υπολογίζεται σε 80 εκατομμύρια δολάρια), ο Charlie δούλευε σαν γραφίστας παίζοντας «κάθε σαββατοκύριακο με διαφορετικό σχήμα». Εκείνη την εποχή, η αγάπη του για τον θρυλικό Charlie «Bird» Parker τον οδήγησε να γράψει ένα εικονογραφημένο παιδικό βιβλίο που είχε τίτλο Ode to a Highflying Bird. Αρχικά είχε φτιαχτεί εν ήδη ντοσιέ αλλά το 1964, όταν ο Watts άρχιζε να δρέπει τους πρώτους καρπούς της δημοσιότητας, το βιβλίο εκδόθηκε σε έντυπη μορφή. To 1992, o Watts και το κουιντέτο του θα κυκλοφορούσαν το άλμπουμ From One Charlie, ένας φόρος τιμής στο είδωλό του, τον άλλο Charlie, και στους άλλους θεούς του bebop.

Όπως είπαμε, όταν ο Charlie μπήκε στους Stones επειδή κατά τη γνώμη του ήταν φοβεροί αλλά χρειάζονταν έναν καλύτερο ντράμερ από τον Tony Chapman που έπαιζε μέχρι τότε μαζί τους, ήταν ένας αμετανόητος εραστής της jazz με ελάχιστο ενδιαφέρον για το rock and roll και τα ναρκωτικά – αν και τελικά στην πορεία θα τα έβρισκε και τα δυο μπροστά του. Η ικανότητά του να φέρνει στα μέτρα του με την ίδια προθυμία τα βρόμικα blues, τη φτηνιάρικη country και το πρόστυχο hard rock, έγινε το απολύτως αναγκαίο στοιχείο για το συγκρότημα. Και δεν είναι καθόλου λίγοι αυτού που υποστηρίζουν ότι η σπουδαιότερη rock and roll μπάντα στον κόσμο δεν θα υπήρχε δίχως τον σπουδαιότερο rock and roll ντράμερ. Ωστόσο, ο Charlie έλεγε πάντα ότι απλά ήταν άλλος ένας μουσικός ανάμεσα σε τόσους και τόσους.

 

Ο Watts ανέβηκε για πρώτη φορά στη σκηνή με τους Stones -εκείνη την εποχή λεγόντουσαν ακόμα The Rollin’ Stones- στο Flamingo Club του Πικαντίλι στις 4 Ιανουαρίου 1963. Τη νύχτα εκείνη ο Charlie, έχοντας το κεφάλι του λιγάκι γερμένο, γκρούβαρε άψογα με τον μπασίστα Bill Wyman απογειώνοντας την μπάντα στη στρατόσφαιρα. Το επόμενο βράδυ το συγκρότημα έπαιξε στο περίφημο Marquee Club, ανοίγοντας για τους Cyril Davies Allstar. Όσοι εκείνη τη μέρα βρέθηκαν εκεί είδαν τους Stones να πετούν από τη σκηνή το πρώτο όνομα και όνομα και να το στέλνουν στη λήθη, με τον Watts να σέρνει το γαϊτανάκι. Από εκεί και πέρα η ιστορία πήρε το δρόμο της.

Όταν ο Charlie Watts μπήκε στους Stones ήταν ένας αμετανόητος εραστής της jazz που αδιαφορούσε για το rock and roll και για τα ναρκωτικά – αν και τελικά τα βρήκε και τα δυο μπροστά του. Η ικανότητά του να φέρνει στα μέτρα του με την ίδια προθυμία τα βρόμικα blues, τη φτηνιάρικη country και το πρόστυχο hard rock, έγινε το απολύτως αναγκαίο στοιχείο για το συγκρότημα. Και δεν είναι καθόλου λίγοι αυτού που υποστηρίζουν ότι η σπουδαιότερη rock and roll μπάντα στον κόσμο δεν θα υπήρχε δίχως τον σπουδαιότερο rock and roll ντράμερ. Ωστόσο, ο Charlie έλεγε πάντα ότι απλά ήταν άλλος ένας μουσικός ανάμεσα σε τόσους και τόσους.

 

Όπως έλεγε ο ίδιος, ο Keith ήταν εκείνος που του έμαθε το rock and roll μια περίοδο που ο Mick και ο Keith τον φιλοξενούσαν στο διαμέρισμά τους χωρίς να πληρώνει ενοίκιο. Μιας και δεν είχαν κάτι καλύτερο να κάνουν όλη μέρα, άκουγαν ξανά και ξανά όλους εκείνους τους «αμερικάνικους» δίσκους – έτσι ο Charlie έμαθε να αγαπάει τον Muddy Waters, να προσκυνάει τον Jimmy Reed και τελικά πείστηκε ότι ο Elvis ήταν τόσο καλός όσο τους έλεγαν οι φίλοι του.

Ο Charlie ήταν ένας παρείσακτος ανάμεσα σε παρείσακτους, ένας τζέντλεμαν χαμένος σε μια θάλασσα γεμάτη πεινασμένους πειρατές, ένας τζαζίστας στον κόσμο του πιο αχόρταγου rock and roll θιάσου. Ντυνόταν κομψά (σύμφωνα με πληροφορίες στο σπίτι του είχε πάνω από 200 κοστούμια σχεδόν όλα ραμμένα στην περίφημη ραφτογειτονιά Σάβιλ Ρόου, και άπειρα, κάθε λογής ζευγάρια παπούτσια), έπαιζε με την πιο κούλ στάση του κόσμου και χτυπούσε τα τύμπανα με μια αβρότητα που σε έκανε να αισθάνεσαι τη μουσική των Rolling Stones ακατέργαστη σε εκθετικό βαθμό. Χωρίς φιγουρατζίδικες χειρονομίες, χωρίς περιττά χτυπήματα. Χωρίς τον Charlie, οι Stones μπορεί να είχαν χαθεί σε μια συλλογή ξιπασμένων θεατρινισμών, χαζολογώντας μια ζωή παίζοντας κλασικά blues ακόρντα. Όπως έλεγε ο ίδιος, απέκτησε το μοναδικό του στυλ παρακολουθώντας τους άλλους να παίζουν. Παρακολουθούσε, μάθαινε τα τραγούδια και στη συνέχεια τα εκτελούσε άψογα απόλυτα συντονισμένος με την μπάντα, κρατώντας το ρυθμό και ανταποκρινόμενος δυναμικά στο παιχνίδι αλληλεπίδρασης των Richards και Jagger. Κι όπως έλεγε ο Bill Wyman, o ιστορικός μπασίστας των Stones: «O Charlie ήταν η μηχανή. Και δεν πηγαίναμε πουθενά χωρίς τη μηχανή…»

 

Ο Charlie πέρασε σχεδόν εξήντα χρόνια παρακολουθώντας τον Mick Jagger να κουνάει τον κοκαλιάρικο πισινό του στη διάρκεια των όλο και μεγαλύτερων περιοδειών, ενώ όχι μόνον επιβίωσε από μια ολόκληρη ζωή στο δρόμο με τον Keith Richards, αλλά οι δυο τους έγιναν μια καρδιά που έσφυζε από ζωντάνια – η πιο καλογρασαρισμένη και πιο σέξι rhythm section στην ιστορία του αθλήματος. Ο Charlie ήταν πάντα το ακλόνητο θεμέλιο πάνω στο οποίο χτίστηκαν όλες εκείνες οι σπουδαίες ηχητικές περιπέτειες. Οι Rolling Stones ήταν μια μπάντα που δεν ήξερε πώς να σταματήσει. Και μέχρι τώρα δεν είχε χρειαστεί…

Ενδεχομένως ο Keith ήταν ο καλύτερος μουσικός συνεργάτης του Charlie Watts, με τον οποίο δημιούργησε μια συνωμοτική κατάσταση μέσα στους κόλπους μιας ευρύτερης συνωμοσίας. Οι δυο τους έδωσαν στους Stones εκείνον τον μοναδικό τσαμπουκά – παίζοντας κοφτερά ακόρντα στην κιθάρα του με μια υπερφυσική, ο Keith εξωτερίκευε την εσωτερική παρόρμηση του Charlie για να δρα ελεύθερα και να βγαίνει μπροστά πριν αποτραβηχτεί και πάλι, δίνοντας στους Stones εκείνο το μαγευτικό ρυθμό που, μέσα στη φαινομενική του λιτότητα, έγινε σήμα κατατεθέν τους. Αυτός είναι ο υπ’ αριθμόν ένας λόγος που ο Charlie ήταν τόσο σημαντικός – επειδή αντιλαμβανόταν καλύτερα από τον καθένα τη διαφορά ανάμεσα στην προσμονή και την οξυδέρκεια.

Ο Charlie, «το Κλειδί», όπως τον αποκαλούσε συχνά ο Richards, δεν ενδιαφερόταν για εντυπωσιακά, παρατεταμένα σόλο ή για οποιοδήποτε είδους προσοχή, αλλά μαζί με τον Keith και τον Wyman σφυρηλάτησαν μερικές στιγμές που όταν τις ακούσεις για πρώτη φορά είναι αδύνατον να τις ξεχάσεις: «Honky Tonk Women», «Brown Sugar», «Start Me Up», «Cant’ You Hear Me Knocking», «Street Fighting Man», «Tumbling Dice», «Gimme Shelter», «Miss You»… Από πού να αρχίσεις και που να τελειώσεις.

 

Στη δεκαετία του '80, ο Charlie έπεσε στη λούμπα των ναρκωτικών και του αλκοόλ και έπεσε με τα μούτρα, θαρρείς και προσπαθούσε να προλάβει [αν είναι δυνατόν!) τον Keith και τον Ronnie. Κρίση της μέσης ηλικίας; Ίσως. Από το 1983 μέχρι το 1986, όταν αποφάσισε να σταματήσει, ήταν άλλος άνθρωπος. Η συμπεριφορά του κόντεψε να διώξει τη γυναίκα του από κοντά του. Έπειτα από δυο χρόνια με speed και ηρωίνη, χώρια τα ξίδια, ο Charlie ήταν κυριολεκτικά χάλια. Όπως έλεγε η κόρη του, έμοιαζε σαν τον Δράκουλα. Μια φορά στο στούντιο έχασε τις αισθήσεις του, κάτι που για τον Charlie ήταν εντελώς αντιεπαγγελματικό. Ο Keith τον συνέφερε, λέγοντάς του: «Αυτά είναι πράγματα που κάνεις στα εξήντα». Τότε ο Watts ήταν γύρω στα σαράντα πέντε. Και κάποιο βράδυ που έπαιζε σχεδόν λιώμα στο περίφημο κλαμπ Ronnie Scott's, έσπασε τον αστράγαλό του και τότε συνειδητοποίησε πως είχε φτάσει ο κόμπος στο χτένι. Και οι κακές συνήθειες σύντομα πήγαν στον αγύριστο.

Ο Charlie ήταν ένας μύστης που κατείχε μια μυστική γνώση. Από ένας ντράμερ που απλώς κρατούσε το ρυθμό τελικά εξελίχθηκε σε σαμάνο. Ήταν η πηγή της υπερδύναμης των Stones και, όπως και να το κάνουμε, κανείς δεν χορεύει μόνο με στίχους. Ούτε με τα σόλο μιας κιθάρας. Για τον κόσμο ο Charlie μπορεί να ήταν ένας ροκ σταρ αλλά, όπως έλεγε συχνά, η όλη εμπειρία ήταν εξαντλητική, δυσάρεστη και ενίοτε τρομαχτική. Ισχυριζόταν ότι η ζωή ενός ντράμερ ήταν μια διασταύρωση ανάμεσα σε έναν αθλητή και σε ένα ψυχικό ράκος. Ο Charlie δεν οδηγούσε αλλά του άρεσε να αγοράζει αυτοκίνητα και να αφήνει να κάθονται στο γκαράζ του. Έλεγε επίσης ότι δεν άντεχε όλα εκείνα τα κορίτσια που τον πολιορκούσαν μονίμως στο δρόμο ουρλιάζοντας υστερικά το όνομά του – κι αυτά ήταν λόγια ενός ροκ αντιστάρ που αντί να ξεσαλώνει όπως τα υπόλοιπα μέλη της μπάντας του, εκείνος έμενε στο δωμάτιο του ξενοδοχείου σχεδιάζοντας, από το 1967 και μετά, σε χαρτί κάθε κρεβάτι (!) πάνω στο οποίο κοιμόταν. Ο Charlie θα παντρευόταν μυστικά το 1964 και θα παρέμενε με την κατά τρία χρόνια μεγαλύτερη σύζυγό του, Shirley Ann Shepherd, για σχεδόν 60 χρόνια (ένα απίστευτο και, ενδεχομένως, εσαεί ακατάρριπτο ρεκόρ για έναν ροκ σταρ), μέχρι τον θάνατό του στις 24 Αυγούστου 2021. Το 2004 είχε διαγνωστεί με καρκίνο του φάρυγγα αλλά ανέκαμψε έπειτα από θεραπεία και συνέχισε με τους Stones για άλλα δεκαπέντε χρόνια, μέχρι την τελευταία συναυλία τους πριν την πανδημία του covid-19, στις 30 Αυγούστου 2019 στο Μαϊάμι.

Και κάτι σημαντικό: Ο Charlie Watts δεν είχε κινητό τηλέφωνο... 

 

Και για το φινάλε υπάρχει κι εκείνη η χιλιοειπωμένη κωμική και γνωστή ιστορία για τη μέρα που ο Charlie κόντεψε να στείλει τον Mick στον αγύριστο πετώντας τον κάτω από ένα παράθυρο:

Το 1984 οι Stones δεν τα πήγαιναν καθόλου καλά μεταξύ τους, αλλά παρ’ όλα αυτά προσπαθούσαν κάπως να μπαλώσουν τη φάση. Έτσι λοιπόν συναντήθηκαν σε ένα ξενοδοχείο του Άμστερνταμ για να συσκεφθούν και να πάρουν αποφάσεις για το μέλλον της μπάντας. Ο Mick και ο Keith τότε βρίσκονταν στα μαχαίρια, αλλά τελικά αποφάσισαν να βγουν έξω για μερικά ποτά – το «μερικά» αφορούσε ασφαλώς αποκλειστικά τον Mick. Πριν φύγουν από το ξενοδοχείο, ο Keith δάνεισε στον Mick το σακάκι που φορούσε στον γάμο του και αφού ένας θεός ξέρει τι έκαναν στη διάρκεια της βραδιάς, γύρω στις πέντε το πρωί επέστρεψαν στο ξενοδοχείο, μαστουρωμένοι ως το μεδούλι. Και τότε ο Mick είχε τη φαεινή ιδέα, παρά την αντίθετη συμβουλή του Keith, να τηλεφωνήσει στο δωμάτιο του Charlie και να ρωτήσει απαιτητικά: «Πού είναι ο ντράμερ μου;» Ή, κάτι τέτοιο.

Οι δυο άνδρες που έχουν συνθέσει μερικά από τα γνωστότερα και καλύτερα τραγούδια στον κόσμο, πήγαν στο δωμάτιο του ενός για να συνεχίσουν εκεί τη βραδιά τους Είκοσι λεπτά αργότερα ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα. Ο Keith την άνοιξε και ιδού ο Charlie Watts φορώντας ένα κοστούμι κομμένο και ραμμένο όπως πάντα στη Σάβιλ Ρόου, φρεσκοξυρισμένος, γραβατωμένος και ντυμένος στην τρίχα, μυρίζοντας κολόνια και αλκοόλ. Προσπέρασε αμίλητος τον Keith και άρπαξε τον Mick από τα πέτα του σακακιού, το οποίο, όπως προαναφέραμε, ανήκε στον Keith. «Μην τολμήσεις να με αποκαλέσεις ξανά ντράμερ σου!», είπε ο Charlie μέσα από τα δόντια του. «Εσύ είσαι ο τραγουδιστής μου!» Έπειτα έσυρε τον Mick από τα πέτα (το ‘παμε, το ξανάπαμε, του σακακιού που ανήκε στον Keith) και του έριξε μια ξεγυρισμένη γροθιά με το δεξί του χέρι –το χέρι εκείνο που για είκοσι και πλέον χρόνια (μην ξεχνάτε ότι μιλάμε ακόμα για το 1984), σήκωνε το βάρος της σπουδαιότερης μπάντας στον κόσμο.

 

Ως εδώ η φάση μπορεί να φαίνεται λιγάκι αστεία. Απ’ ό,τι φάνηκε όμως, η δεξιά γροθιά του Charlie δεν αστειευόταν καθόλου και έτσι ο Mick απογειώθηκε για να προσγειωθεί πάνω σε μια πιατέλα με καπνιστό σολομό, πριν τελικά αρχίσει να γλιστράει έξω από το ανοιχτό παράθυρο προς το κανάλι που περνούσε δίπλα από το ξενοδοχείο. Και πάλι, μπορεί το στιγμιότυπο να φαίνεται αστείο – πόσο πιο γελοίο άλλωστε θα μπορούσε να είναι το τέλος του τραγουδιστή της σπουδαιότερης μπάντας στον κόσμο; σίγουρα η σκηνή θα πρέπει να συναγωνιζόταν πλάνα από εκείνες τις ξεκαρδιστικές, σουρεάλ ταινίες των Αδελφών Μαρξ, μόνο που στη συγκεκριμένη περίπτωση υπήρχε αληθινό θύμα και αληθινός θύτης, και όλα έδειχναν ότι το θύμα θα κατρακυλούσε στην… άβυσσο. Τη μοιραία στιγμή όμως, ο Keith φάνηκε να συνειδητοποιεί ότι ο Mick φορούσε ακόμα το αγαπημένο σακάκι του κι έτσι με μια κίνηση που θα τη ζήλευε ακόμα και ένας ακροβάτης σε τσίρκο, έκανε μια ποδοσφαιρική εκτίναξη και, αρπάζοντας τον Mick από τα πόδια, τον τράβηξε πίσω στο δωμάτιο. Ο Charlie ήταν ακόμη έξω φρενών, αλλά καθώς ετοιμάστηκε για τον δεύτερο γύρο και ενδεχομένως για το τελικό νοκ άουτ, παρενέβη ο Keith που ήταν πλέον απολύτως βέβαιος ότι σε μια τέτοια περίπτωση μαζί με τον Mick θα την πλήρωνε και το σακάκι του…

 ΑΚΟΥΣΤΕ ΣΧΕΤΙΚΑ:

Ηχητικό από τη συναυλία των Rolling Stones στο ΟΑΚΑ τον Σεπτέμβριο του 1998 (audio)

ΔΕΙΤΕ ΣΧΕΤΙΚΑ:

Παρακολουθείστε το ντοκιμαντέρ "The Rolling Stones - Gimme Shelter", των Albert και David Maysles και της Charlotte Zwerin για το φεστιβάλ του Άλταμοντ...

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΣΧΕΤΙΚΑ:

The Rolling Stones: Ιστορίες εξορίας στη Νότια Γαλλία και το Exile On Main Street...

Ένα εξώφυλλο, χίλιες λέξεις: "Street Fighting Man" (The Rolling Stones)

Οι Rolling Stones στα sixties: Δισκογραφικός οδηγός για αρχάριους - αν υπάρχουν ακόμα τέτοιοι! (Μέρος Πρώτο)

Οι Rolling Stones στα sixties: Δισκογραφικός οδηγός για αρχάριους - αν υπάρχουν ακόμα τέτοιοι! (Μέρος Δεύτερο)

Το “Sympathy for the Devil” των Rolling Stones: Ωδή στον Σατανά ή Καταγγελία;

"Scarlet": Είναι Οκτώβριος του 1974 και οι Οι Rolling Stones ηχογραφούν με τον Jimmy Page ένα "χαμένο" κομμάτι...

Στιγμιότυπο: Ο Mick και o Mick στο πάρκο...

Όταν οι Rolling Stones έπαθαν ηλεκτροπληξία επάνω στη σκηνή...

Όταν οι Rolling Stones αποκήρυξαν δημόσια ένα δικό τους άλμπουμ…

John Bonham: Ο τυμπανιστής που ενέπνευσε, εμπνέει και θα εμπνέει γενιές από ντράμερ...

 


image

Γιάννης Καστάναρας

Ο Γιάννης Καστάναρας είναι καθ' έξιν και κατ΄ επάγγελμα slacker, συνεκδότης και executive producer (ο,τι κι αν σημαίνει αυτό το πράγμα) του φανζίν Merlin's Music Box.
 
 
 
image

Γιάννης Καστάναρας

Ο Γιάννης Καστάναρας είναι καθ' έξην και καθ΄ επάγγελμα slacker, συνεκδότης και executive producer (ο,τι κι αν σημαίνει αυτό το πράγμα) του φανζίν Merlin's Music Box.
 
 
 
image

Γιάννης Καστάναρας

Ο Γιάννης Καστάναρας είναι καθ' έξην και καθ΄ επάγγελμα slacker, συνεκδότης και executive producer (ο,τι κι αν σημαίνει αυτό το πράγμα) του φανζίν Merlin's Music Box.
 
 
 

Γραφτείτε στο Νewsletter του Merlin

FEATURED VIDEOS

  • 1