Το μικρό θεατράκι στην Κύθνο...

Γράφει ο Γιώργος Τσέκας

Έκανα όνειρα μικρός πως θα γίνω καλλιτέχνης, άνθρωπος σπουδαίος, των γραμμάτων, θεατρικός ηθοποιός και θα ανεβαίνω στην σκηνή και θα κάνω τον κόσμο να γελάει σαν τον Σαρλό. Λάτρευα να ακούω τους άλλους να γελάνε πόσο μάλλον όταν εγώ τους το προκαλούσα με τις γκριμάτσες και τις κινήσεις μου.
Είδα πως τα πήγαινα καλά και με τα λόγια, τα αστεία και τα σχόλια μου, είχαν απήχηση και έκαναν τον κόσμο να με συμπαθεί ακόμα και να με αγαπάει.

Παράλληλα, ξεκίνησα δειλά να τα σημειώνω και να γράφω ατάκες, ανέκδοτα, να οργανώνω φάρσες, να σκαρώνω ιστοριούλες και να ψάχνω ευήκοα ώτα για όλα αυτά.
Η μητέρα μου, ο πατέρας μου, οι συμμαθητές, θείες, θείοι, φίλοι, η γειτονιά και το κορίτσι που αγαπούσα και λέγανε πως τα είχαμε, αποδείχθηκαν το ίδιο αδηφάγοι με τους γονείς των σχολικών γιορτών, όταν προσπάθησα να απαγγείλω ποιήματα και γέλαγαν με την αδυναμία μου να αντεπεξέλθω στο ρόλο μου.
Μεγάλωσα, σπούδασα και γράφτηκα «μετά το χαρτί» και σε σχολή θεάτρου αλλά και εκεί τα ίδια:
«Λένε πως όταν είσαι πάνω στην σκηνή και δεν θες να σε πιάσει αυτός ο φόβος που οι αγγλόφωνοι ονομάζουν stage fright, αυτόν τον καργιόλη που σε αφήνει με απλανές βλέμμα, που πνίγει την φωνή σου, σε κάνει να ξεχνάς τα λόγια σου και να ιδρώνεις ακατάπαυστα λες και έχεις κολλημένη την μούρη σου στο τζαμάκι μιας ξυλόσομπας ντυμένος με πλεγμένο από την γιαγιά σου πουλόβερ, γούνινα γάντια και μάλλινο σκουφάκι, καλό είναι να μην ανεβαίνεις σε κάποια σκηνή αλλά να παλουκώνεσαι στην θέση σου. Αν βέβαια είσαι τόσο ανήσυχο πνεύμα και έχεις το μικρόβιο να αντιμετωπίζεις τους φόβους σου σαν σλόγκαν από εταιρία ρούχων για εφήβους, τότε σου έχω μια άλλη συμβουλή. Είτε κοίτα στο βάθος πίσω από τον τελευταίο απελπισμένο που πλήρωσε να σε ακούσει ή δεν είχε κάτι καλύτερο από αυτό να κάνει ο δύσμοιρος, και θα είναι σαν να απευθύνεσαι σε ολόκληρο το κοινό. Αλλιώς επέλεξε έναν ή μια από το τσούρμο και μίλα αποκλειστικά κοιτώντας τον/την αν γίνεται στα μάτια. Και πάλι το κοινό θα έχει την αίσθηση πως μιλάς σε κάθε ένα ξεχωριστά από αυτό. Αλλά, μεταξύ μας, θα επέλεγα να μην μιλήσω ποτέ μπροστά σε κανέναν πόσο μάλλον σε πολυπληθές κοινό, αν ήμουν εσύ».
Αυτά ήταν τα λόγια του καθηγητή μου στην σχολή όταν είδε πως απλά «δεν το είχα» με τις ομιλίες ή τις διαλέξεις και με προέτρεπε να τα παρατήσω, αλλά έλα που με έτρωγε μέσα μου και δεν σταμάτησα ποτέ -τουλάχιστον- να γράφω. Μπορεί να μην βρήκα το θάρρος να τα λέω εγώ στον κόσμο αλλά έστω και έμμεσα αυτά που είχα να πω τα έλεγαν κάποιοι άλλοι για μένα και μάλιστα πολύ καλύτερα.
Μέχρι που γνώρισα εσένα. Και από τότε δεν θέλω να γράφω για κανένα άλλον, ούτε για κοινό, μόνο για σένα. Ήθελα να γράφω για να γελάς, για να προβληματίζεσαι, για να ξεχνιέσαι, για να συγκινηθείς, για να ονειρευτείς, για να περνάς την ώρα σου. Πλέον με ένοιαζε να γράφω αρκεί να τα διάβαζες εσύ.
Και κάπου εκεί πέθανε ο συγγραφέας μέσα μου. Και σταμάτησα να γράφω γιατί όλα μου έμοιαζαν σαν την ίδια ιστορία ειπωμένη με άλλες λέξεις. Το ίδιο φόρεμα κάθε φορά ραμμένο πάνω στην σιλουέτα σου με το μόνο που άλλαζε να είναι το χρώμα του υφάσματος.
Και κάπου εκεί πέθανε και ο έρωτας σου για μένα γιατί εσύ μαγεύτηκες από εκείνον τον ντροπαλό να τα πει, αλλά τόσο θαρραλέο να τα γράψει. Πρωτύτερα έθαψες θαρρώ την αυταπάτη πως ήμουν τάχα ικανός να πράξω όσα σου διάβαζα.
Ένα βήμα πριν τα παρατήσω όλα, θυμήθηκα το δάσκαλο που με είχε βγάλει ανίκανο να σταθώ πάνω στο σανίδι.
Η πραγματικότητα είναι ένα πολύ εύθραυστο πράγμα και πολύ οδυνηρό για τους περισσότερους. Έτσι κρύφτηκα στις λευκές σελίδες ακόμα και τώρα που αδυνατώ να κάνω τους άλλους να γελάσουν, αφήνοντας την φαντασία μου να με παραπλανήσει και να χαθώ στη ζάλη της.
Πήγα στην Κύθνο για να σε βρω. Δεν είχαμε πάει ποτέ εκεί ούτε μαζί ούτε χώρια. Με τον νου μου μας στρίμωξα σε ένα θέατρο και ανεβάσαμε στο νησί ένα δράμα, ένα έργο σοβαρό, όχι κάποια σαχλή κωμωδία, με πρωταγωνιστές εμάς τους δυο.
Από την πρώτη σκηνή σε κάθε βήμα το ξύλο έτριζε, το σανίδι έκανε ένα απαίσιο τσιριχτό ήχο και δεν άκουγες τι σου έλεγα. Μάταια το κοινό περίμενε να πεις τις ατάκες σου. Όχι επειδή δεν άκουγες τι έλεγα. Δεν σου είχα γράψει λέξη. Δεν υπήρχε λόγος, δεν ήθελες να μου πεις κουβέντα ούτε στο έργο ούτε στο όνειρο ούτε στην ζάλη. Σιωπή, απαξίωση και το κοινό ξέσπασε σε γέλια και αθρόα χειροκροτήματα.
Κάποιοι τολμηροί ζητωκραύγαζαν και σηκώθηκαν όρθιοι και επευφημούσαν. Όταν έπεσε η αυλαία με έδιωξες σαν το σκυλί.
Θέλω να επιστρέψω αλλά δεν μπορώ να φύγω. Μα πως να επιστρέψω αφού δεν έφυγα ποτέ...

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΣΧΕΤΙΚΑ:

Κόρτο...

Η νύχτα έρχεται και φεύγει κύριε Μπάροουζ...

Κάτω από την πόλη...

Ένα Άλογο Μπαίνει Στο Μπαρ…

 


image

Γιώργος Τσέκας

Ηeavy metal lover, bad decision taker, satan worshipper, storyteller, collector of mistakes...
 
 
 
image

Γιώργος Τσέκας

Ηeavy metal lover, bad decision taker, satan worshipper, storyteller, collector of mistakes...
 
 
 
image

Γιώργος Τσέκας

Ηeavy metal lover, bad decision taker, satan worshipper, storyteller, collector of mistakes...
 
 
 

Γραφτείτε στο Νewsletter του Merlin

FEATURED VIDEOS

  • 1