Γράφει ο Μιχάλης Πούγουνας
Καλώς ή κακώς, όλοι μας έχουμε κάποια συγκεκριμένα άλμπουμ που ακούγαμε όταν ήμασταν παιδιά και όποτε μας πιάνει καμιά νοσταλγική διάθεση τα βάζουμε για να τα ξανακούσουμε. Για μένα, ένα από αυτά είναι το Technical Ecstasy των Black Sabbath, ο δεύτερος ή τρίτος δίσκος που αγόρασα στην ζωή μου (ο πρώτος ήταν το Genesis Live του 1973, ενώ το Technical Ecstasy το αγόρασα μαζί με το Greatest Hits των Abba – θέλω να πιστεύω ότι ψαχνόμουν ακόμη λόγω ηλικίας). Φαντάζομαι ότι όλα αγοράστηκαν την ίδια χρονιά, άντε να τα είχα αγοράσει με διαφορά ενός έτους. Εκείνη την εποχή είχα ένα Philips πικάπ των γονιών μου, με το ηχείο στο καπάκι που έκλεινε και γινόταν βαλιτσάκι αλλά αυτό που συνήθως κάναμε τα παιδιά της ηλικίας μου εκείνη την εποχή, ήταν να πηγαίνουμε σε κάποιο δισκοπωλείο και να ζητάμε να μας γράφουν σε κασέτες είτε επιλογές τραγουδιών από διάφορα άλμπουμ, είτε ολόκληρους δίσκους. TDK, BASF, Maxell, ήταν κάποιες από τις μάρκες. Εξήντα, ενενήντα, εκατόν είκοσι λεπτών, απλές, χρωμίου ή σιδήρου για καλύτερη πιστότητα…
Μπορώ να αναφέρω από μνήμης τι είχα γράψει σε μερικές από αυτές αλλά μετά από αυτούς τους τρεις δίσκους δεν μπορώ να θυμηθώ ποιος ήταν ο επόμενος που αγόρασα. Άρχισα πάντως να αγοράζω με μεγαλύτερη συχνότητα. Και από σιγκλάκια, το «In A Rut/H- Eyes» των The Ruts ήταν το πρώτο που θυμάμαι να αγοράζω το 1979, όταν πια μπορούσα να κατεβαίνω στα δισκοπωλεία του κέντρου.
Το Technical Ecstasy το πούλησα αργότερα, έπειτα το αγόρασα σε CD, στη συνέχεια το έχασα, μετά το κατέβασα και τώρα το ακούω συχνά στο youtube αν και έχω υποσχεθεί στους Black Sabbath ότι θα το ξαναγοράσω.
Πέρασαν ωστόσο πολλά χρόνια μέχρι να μάθω ότι μια μεγάλη μερίδα φανατικών Sabbath-ικών το θεωρεί ως το χειρότερο άλμπουμ τους επειδή στο Technical Ecstasy το συγκρότημα χρησιμοποίησε περισσότερα πλήκτρα από τους προηγούμενους δίσκους και περιείχε σχετικά πιο γρήγορα τραγούδια.
Ένα χρόνο νωρίτερα, το Sabotage δεν είχε πάει εμπορικά τόσο καλά όσο το One of These Nights των Eagles ή το A Night at the Opera των Queen, και στο Technical Ecstasy ο Iommi, που είχε αναλάβει ο ίδιος την παραγωγή, ίσως να ήθελε να αλλάξει τον ήχο και να τον οδηγήσει κάπου αλλού. Όπως άλλωστε έχει δηλώσει ο ίδιος, «δυστυχώς οι οπαδοί των Sabbath δεν κατάλαβαν το άλμπουμ».
Ακόμα και το φουτουριστικό εξώφυλλο είναι διαφορετικό από όλα τα υπόλοιπα άλμπουμ των Sabbath. Απλώς, καλό είναι να μην αρχίσεις να ακούς τους Black Sabbath με αυτό το άλμπουμ επειδή δεν είναι αντιπροσωπευτικό του ήχου τους. Στη συγκεκριμένη περίπτωση όμως, μιλάμε για την έβδομη κυκλοφορία του συγκροτήματος και πιστεύω ότι είχαν κάθε δικαίωμα να πειραματιστούν και να ψαχτούν προς μια άλλη μουσική κατεύθυνση και ότι σε αυτό θα συμφωνήσετε όλοι.
Θυμάμαι, μάλιστα, μια αστεία συνέντευξή τους που είχα διαβάσει σε κάποιο περιοδικό τότε και στην ερώτηση «Τι μουσικές σπουδές έχετε κάνει;» ο ένας από αυτούς, νομίζω ο Bill Ward, είχε απαντήσει ότι «επισκεύαζε κλάξον αυτοκινήτων» σε κάποιο συνεργείο. Παραμύθι βέβαια, καθώς ο Ward έπαιζε τύμπανα από μικρός και άκουγε ντράμερ όπως ο Gene Krupa και ο Buddy Rich, ωστόσο είναι ένα ωραίο κουτσομπολιό για να το λέμε, ενώ κάνει το συγκρότημα πιο «οικείο» στα μάτια ενός πιτσιρικά, αντί να γυρίσουν και να πουν το «παππουδίστικο», «Γουστάρω jazz μουσικούς». «Τι jazz, ρε μπάρμπα»; θα έλεγε ο πιτσιρικάς που θέλει άλλα πράγματα και δεν δίνει δεκάρα για τον… περφεξιονισμό. Εξάλλου, «η jazz είναι το τελευταίο καταφύγιο των ατάλαντων», όπως λέει ένας φίλος και γελάμε όλοι εμείς που μολονότι ακούμε πενήντα χρόνια μουσική, δεν είμαστε ακόμα σε θέση να εκτιμήσουμε έναν jazz δίσκο. Φανταστείτε τι θα λέγαμε τότε …
Κλάξον αυτοκινήτων λοιπόν. Ας είναι… Δεν πειράζει, πες το κι έτσι.
Οι Black Sabbath δημιουργήθηκαν το 1968 στο Μπέρμινχαμ, στη Μαύρη Χώρα (Black Country) όπως λέγεται η επαρχία West Midlands. Το όνομα χρονολογείται από τη δεκαετία του 1840 και λέγεται ότι οφείλεται στην αιθαλομίχλη που εξέπεμπαν τα φουγάρα των εργοστασίων και κάλυπτε την περιοχή, αν και μια άλλη λογική προέλευση του ονόματος είναι τα 9 μέτρα άνθρακα που βρίσκονταν στο υπέδαφός της.
Σε μια συνέντευξη του Rob Halford των Judas Priest, οι οποίοι είναι «συγχωριανοί» των Sabbath (το 2019 η πόλη αριθμούσε κάτι παραπάνω από ένα εκατομμύριο κατοίκους) και σχηματίστηκαν ένα χρόνο αργότερα, τον είχαν ρωτήσει πως οι Priest είχαν καταλήξει να παίζουν αυτόν τον βαρύ μεταλλικό ήχο. Ο Halford είχε απαντήσει πως από τότε που ήταν παιδιά στο Μπέρμινχαμ, το μόνο που άκουγαν 24 ώρες το 24ωρο ήταν οι βαριοί μεταλλικοί χτύποι από τις πρέσες των εργοστασίων – άρα, πώς αλλιώς θα μπορούσε να ακούγεται το συγκρότημα; (Κάτι ανάλογο είχε πει κάποτε και ο Iggy Pop όταν τον είχαν ρωτήσει για τον ήχο των Stooges, παραπέμποντας στις αυτοκινητοβιομηχανίες του Ντιτρόιτ).
Μάλιστα, σε μια από τις πρέσες κάποιου από αυτά τα εργοστάσια, ο αριστερόχειρας Tony Iommi έχασε τις άκρες των δύο μεσαίων δακτύλων του δεξιού χεριού του όταν ήταν 17 χρονών και αναγκάστηκε να προσθέσει στα δάκτυλά του γυάλινες δαχτυλήθρες για να μπορεί να παίζει. Σε μια συνέντευξή που παραχώρησε το 2016, ο Iommi είχε πει ότι ένα από τα πράγματα που τον είχαν πληγώσει περισσότερο στην ζωή του ήταν ο ακρωτηριασμός των δακτύλων του.
«Μου είχε γίνει βάρος. Κάποιοι πιστεύουν ότι αυτό το ατύχημα υπήρξε η αφορμή για τη δημιουργία του heavy metal. Ότι με βοήθησε να ανακαλύψω ένα νέο μουσικό είδος. Έπαιξα έναν νέο ήχο με ένα διαφορετικό τρόπο παιξίματος και ένα διαφορετικό είδος μουσικής. Πραγματικά, μέσα από το κακό τελικά βγήκε κάτι καλό Αλλά δεν είμαι σίγουρος ότι αυτό ισχύει. Απλώς, έμαθα να ζω με αυτό. Είναι κάτι που επηρεάζει το παίξιμό σου, δεν μπορείς να αισθανθείς τις χορδές και υπάρχουν συγκεκριμένα ακόρντα που δεν μπορείς να πιάσεις. Στην αρχή οι γιατροί μου έλεγαν ότι δεν θα ξαναπαίξω κιθάρα, αλλά εγώ είχα διαφορετική άποψη και τελικά τα κατάφερα».
Οι τέσσερις νεαροί της μπάντας ήταν φανατικοί οπαδοί των ταινιών τρόμου και κάπως έτσι βάφτισαν το συγκρότημα. Στην αρχή υπήρχε μια άλλη μπάντα με την οποία μοιράζονταν το ίδιο όνομα. Λεγόντουσαν και οι δύο Earth κι έτσι το 1968, ενώ έπαιζε σε ένα κλαμπάκι στο Μπέρμιγχαμ, το συγκρότημα παρατήρησε ότι στο ακριβώς απέναντι πεζοδρόμιο υπήρχε ένας κινηματογράφος που πρόβαλε την ταινία Black Sabbath του Mario Bava. Εκείνο το βράδυ περισσότεροι άνθρωποι περίμεναν στην ουρά για να παρακολουθήσουν την ταινία, από εκείνους που είχαν πάει να δουν το συγκρότημα κι έτσι ο Geezer Butler σκέφτηκε ότι «ο τρόμος πουλάει εισιτήρια». Πρότεινε στους υπόλοιπους να αλλάξουν όνομα σε Black Sabbath και εκείνοι συμφώνησαν.
(Εντάξει, καταλαβαίνω ότι κάποιος μπορεί να το βρίσκει αφελές και να χαμογελάει τώρα, να όμως που η αλλαγή πέτυχε).
Και τα τέσσερα μέλη κατάγονταν από φτωχές, βαθιά θρησκευόμενες καθολικές οικογένειες – οι γονείς του Iommi, μάλιστα, ήταν Ιταλοί μετανάστες. Του Geezer Butler και του Ozzy ήταν μάλλον οι φτωχότερες, αλλά ούτε του Ward ήταν σε καλύτερη κατάσταση. Στην εφηβεία του ο Butler επηρεάστηκε έντονα από τα συγγράμματα του Aleister Crowley και σταμάτησε να πηγαίνει στην εκκλησία. Τα δύο μεγαλύτερα αδέρφια του επιστρατεύτηκαν και στάλθηκαν να πολεμήσουν στο Βιετνάμ, αλλά ο Geezer, ο οποίος φοβόταν μην έχει την ίδια τύχη, τελικά γλίτωσε μετά την κατάργηση της υποχρεωτικής θητείας στην Αγγλία, δύο χρόνια πριν έρθει η ώρα του για να παρουσιαστεί.
Φανταστείτε, λοιπόν, πόσο πολύ διέφερε η ζωή τους όταν, τον Μάιο του 1972, έφτασαν να ηχογραφούν το άλμπουμ Vol. 4 για πρώτη φορά σε αμερικανικό στούντιο. Μιλάμε για άτομα που όταν δύο χρόνια νωρίτερα είχαν ολοκληρώσει την ηχογράφηση του πρώτου τους άλμπουμ μέσα σε μόλις ένα 12ωρο, επισκέφθηκαν την Ελβετία για να παίξουν με αμοιβή 20 (είκοσι!) λίρες...
Δύο χρόνια αργότερα όμως, από εκεί που δεν «είχαν μαντίλι για να σκουπίσουν τα δάκρυά τους» που λέει ο λόγος, είχαν αποκτήσει τόσα χρήματα για καταχρήσεις που γέμιζαν κουτιά από ηχεία στερεοφωνικών με κοκαΐνη για να την καταναλώνουν στο στούντιο. Τα ναρκωτικά είχαν πάρει πλέον το τιμόνι.
Ο μάνατζερ των Sabbath, Patrick Meehan, είχε οργανώσει μια παγκόσμια περιοδεία 120 ημερομηνιών για το συγκρότημα, με όλα τα στοιχεία που συνόδευαν τον rock and roll τρόπο ζωής της δεκαετίας του 1970. «Ο Patrick Meehan έδωσε στο συγκρότημα ό,τι ήθελε – σπίτια και αυτοκίνητα, ναρκωτικά και γυναίκες», αναφέρει ο βιογράφος των Black Sabbath, Steven Rosen. «Υπάρχει όμως κι ένας λογαριασμός που πρέπει να εξοφληθεί όταν τελειώνουν όλα αυτά» και κάπου εκεί ξεκίνησαν οι δικαστικές διαμάχες όσο διαρκούσε η ηχογράφηση του Sabotage, του έκτου δίσκου του συγκροτήματος.
Για το έβδομο, λοιπόν, άλμπουμ τους, το Technical Ecstasy, ας αρχίσω από το εξώφυλλο και να πω ότι το 2017 ο Aubrey «Po» Powell της Hipgnosis, της εταιρείας που σχεδίασε το εξώφυλλο του άλμπουμ και για την οποία έχω γράψει σε άλλο κείμενο στο Merlin’s, ανέφερε στο περιοδικό Rolling Stone: «Ενώ ήμασταν στο στούντιο με τον Tony Iommi, ανοίγει η πόρτα και μπαίνει ο Ozzy εντελώς μεθυσμένος, ντυμένος στα μαύρα και φορώντας ένα καπέλο. “Tι συμβαίνει εδώ;” ρωτάει. “Επιλέγουμε το εξώφυλλο του άλμπουμ, Ozzy” του απαντάει ο Iommi και μπορούσες να νιώσεις την ένταση μέσα στο δωμάτιο. Ήταν κάτι πολύ δυσάρεστο. Ο Ozzy ρίχνει μια ματιά και λέει, “Αυτό. Αυτό είναι καλό” και νομίζω ότι ο Iommi απάντησε, “Αυτό είναι καλό γιατί είναι αυτό που έχουμε επιλέξει όλοι” και τότε ο Ozzy φλιπάρει και αρχίζουν να τσακώνονται. Ήμουν δίπλα στον μάνατζερ και δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτό που μου είπε: “Νομίζω ότι πήγαμε αρκετά καλά, έτσι δεν είναι;” “Τι εννοείς;” τον ρωτάω. Γινόταν χάος και της κολάσεως εκεί μέσα. Ήταν σκέτη φρίκη. Και εκείνος απαντάει, “Λοιπόν, αυτό μας έδωσε το εξώφυλλο του άλμπουμ”. Ήταν τόσο rock and roll, κατά κάποιον τρόπο. Ήταν φανταστικό».
Πιστεύω ότι αυτό δείχνει την ατμόσφαιρα που υπήρχε όταν τον Ιούνιο του 1976 οι τέσσερεις Sabbath μπήκαν στο στούντιο Criteria του Μαϊάμι για να ηχογραφήσουν το Technical Ecstasy. Τους συνόδευε ο Άγγλος κημπορντίστας Gerald «Jezz» Woodroffe που συμμετείχε στις περιοδείες του Sabotage και του Technical Ecstasy και αργότερα θα έπαιζε στο ντεμπούτο σόλο άλμπουμ του Robert Plant, Pictures at Eleven, αλλά και με τους Geezer Butler Band, όταν ο Butler αποχώρησε για πρώτη φορά απο τους Black Sabbath το 1984.
O Woodroffe παίζει το boogie πιάνο στο κεφάτο «Rock’n’Roll Doctor». Ήταν εκεί όταν ο Iommi έγραφε υλικό για το άλμπουμ, δίνοντάς του την ευκαιρία να δοκιμάσει κάποιες ιδέες, ενώ ο Woodroffe τον συνόδευε με κάποια ακόρντα.
Στο σημείο αυτό, ας πω κι εγώ την αποψάρα μου σχετικά με τους στίχους του Ozzy: είναι πάντα απλοί, αλλά πιστεύω ότι είναι ειλικρινείς. Δεν κρύβεται, δεν το παίζει απόμακρος και σούπερ σταρ και δεν κρατάει μυστική τη ζωή του. Το ξέρει, το κάνει επίτηδες, και προφανώς βγάζει τα σώψυχά του. Το ίδιο κάνει και ο John Lydon, ας πούμε, που λέει «Είμαι ο John, εμπιστευθείτε με κλπ». Λένε δηλαδή ακριβώς αυτό που έχουν στο μυαλό τους.
Θα δώσω ένα παράδειγμα για τον Ozzy: Στο τραγούδι «Gets Me Through» που ανοίγει το άλμπουμ του Down To Earth (2001), τραγουδάει τους στίχους: «Δεν είμαι το είδος του ανθρώπου που νομίζετε. Δεν είμαι ο αντίχριστος ούτε ο Iron Man (σπόντα για τους Sabbath). Μου φαίνεται πως έχω χάσει τον έλεγχο, Αισθάνομαι ότι έχασα το πνεύμα μου και πούλησα την ψυχή μου. Προσπαθώ να σας διασκεδάζω όσο καλύτερα μπορώ. Μακάρι να είχα αρχίσει να περπατάω πριν αρχίσω να τρέχω, αλλά λατρεύω το συναίσθημα που μου δίνετε κι ελπίζω να μην σταματήσετε ποτέ, γιατί εσείς με κάνετε να επιβιώνω».
Αυτό το «Προσπαθώ να σας διασκεδάζω όσο καλύτερα μπορώ», νομίζω πως δείχνει πως ο άνθρωπος αυτός έχει κατανοήσει πλήρως ότι είναι διασκεδαστής, και το λέει. Δεν το παίζει βασιλιάς ή θεός.
Για να επιστρέψω λοιπόν στο Technical Ecstasy, όταν μπαίνει το δεύτερο τραγούδι του άλμπουμ, το «You Won’t Change Me», με εκείνο το τρομερό γοτθικό σχήμα στην κιθάρα συνοδευόμενο απο τα πλήκτρα, σκέφτηκα, «Ώπα, εδώ σοβαρεύουν τα πράγματα». Και επειδή οι στίχοι συνήθως έχουν μεγάλη βαρύτητα σε ένα τραγούδι, να επισημάνω στο σημείο αυτό ότι στο τραγούδι ο Ozzy λέει σε κάποια γυναίκα πως ό,τι και αν του πει εκείνος θα την ακούσει αλλά δεν πρόκειται να αλλάξει τον τρόπο ζωής του.
Εγώ, βέβαια, το άκουγα τότε σε μια ηλικία που δεν είχα προβλήματα, ήμουν ακόμα παιδί και δεν ήμουν ούτε παντρεμένος με παιδιά ούτε δούλευα ακόμα για να έχω αφεντικά – ήμουν ένα φτωχόπαιδο σε μια γειτονιά με άλλα φτωχόπαιδα και δεν είχα μέτρο σύγκρισης για να ξέρω πώς ήταν οι πλούσιοι. Το μόνο πρόβλημά μου ήταν οι νταήδες στο σχολείο, αλλά με το επόμενο μουσικό είδος που θα καταπιανόμουν δυο τρία χρόνια αργότερα κατάφερα να το ξεπεράσω. Δεν είχα σοβαρά προβλήματα αλλά πήγαινα γυρεύοντας, οπότε το «You Won’t Change Me» ήταν ένα πεισματάρικο τραγούδι που με εξέφραζε αλλά με μια ειδοποιό διαφορά: το τραγούδι μιλούσε για την σχέση ενός άντρα με μια γυναίκα. Αυτοί που το είχαν γράψει ήταν κοντά στην ηλικία των γονιών μου και εγώ δεν ήμουν ακόμα σε ηλικία για γυναίκες...
Μερικές φορές πάντως το ακούω σήμερα και γελάω με την παιδική μου αφέλεια αφού, φυσικά, δεν ήξερα τους στίχους καθώς οι δίσκοι στην Ελλάδα βρίσκονταν ακόμα στην κατάσταση «ορίστε, πάρε έναν δίσκο, πάρε κι ένα χαρτόνι να τον βάλεις μέσα και δώσε μας το παραδάκι». Για μένα έπαιζε ρόλο ο τίτλος: «Δεν θα με αλλάξεις…» Τι δεν θα αλλάξει, βρε αγόρι μου; Αφού καλά-καλά δεν είσαι ακόμα…
Επαναλαμβάνω ότι το Technical Ecstasy είναι ένα άλμπουμ που μου θυμίζει την παιδική μου ηλικία και όλα αυτά δεν τα γράφω για να το εκθειάσω ή να το θάψω, αλλά περισσότερο για να καταγράψω το πώς μου φαινόταν τότε και πώς ήταν το συγκρότημα, μακριά από την δική μου φαντασία και πραγματικότητα, σε άλλη γή, σε άλλα μέρη.
Το «It’s Alright», το τραγουδάει ο Bill Ward και για να πω την αλήθεια τότε μου ακουγόταν σαν ένα τραγούδι που σε χαλαρώνει μετά από έναν καυγά, μια αποτυχία, μια απογοήτευση. Αργότερα το διασκεύασαν οι Guns N' Roses.
Η αρχή του «Gypsy» μου θύμιζε Deep Purple, αλλά σε αυτό το τραγούδι υπάρχει ένα σημείο που για μένα είναι ένα από τα καλύτερα του δίσκου. Καθώς εξελίσσεται σε prog-rock, τα πλήκτρα παίζουν στο βάθος και η μπάντα κάνει kicks όσο τραγουδάει ο Ozzy, για να καταλήξει στο στίχο «So you want to be a gypsy, come on now». Μπορεί να μην ακούγεται τόσο Black Sabbath όσο θα ήθελε κάποιος, αλλά ας μην ξεχνάμε πως αν δεν το έπαιζαν αυτοί, δεν θα το έπαιζε κανένας άλλος επειδή η μουσική σύνθεση είναι απαύγασμα των στιγμών ενός ανθρώπου ή των κοινών στιγμών μια ομάδας ανθρώπων.
Έτσι έκλεινε η πρώτη πλευρά ενός δίσκου στη διάρκεια του οποίου ο Ozzy ετοίμαζε τα μπογαλάκια του για να εγκαταλείψει το συγκρότημα και μάλιστα κυκλοφορούσε με μπλουζάκι που ήδη έγραφε «Blizzard of Ozz».
Το «All Moving Parts (Stand Still)» που ανοίγει την δεύτερη πλευρά, αρχίζει με μια sleazy γκρούβα, με στίχους που μιλούν για κάποιον Αμερικανό πρόεδρο, τη διαφθορά, τον σαδομαζοχισμό, ενώ μουσικά, στο μέσον του τραγουδιού, η ταχύτητα εκτοξεύει τον ακροατή πριν επιστρέψει στην αρχική sleazy φάση.
Το «Rock 'N' Roll Doctor» είναι αυτό ακριβώς που λέει ο τίτλος και ίσως ένα από τα καλύτερα τραγούδια του δίσκου. Rock and roll πολλών οκτανίων, αν και παραλίγο να χρειαστεί πραγματικά γιατρός όταν ένα βράδυ πιάστηκαν στα χέρια ο Geezer Butler με τον Malcolm Young των AC/DC στη διάρκεια της ευρωπαϊκής περιοδείας για το προμοτάρισμα του Technical Ecstasy. Κι αφού, ρε συ, τον βλέπεις τον Εγγλέζο που κρατάει μαχαίρι και είναι και πιωμένος, τι του την μπαίνεις;
Στην αμερικανική περιοδεία οι Sabbath είχαν τον Ted Nugent και τους Journey για να ανοίγουν τις συναυλίες τους.
Η μουσική του «She’s Gone» μου φαινόταν παράξενη τότε που το άκουγα αλλά μπορώ να πω πλέον ότι πρόκειται για ένα πολύ όμορφο μουσικό κομμάτι, με μια πλήρη κλασική ορχήστρα εγχόρδων να χτίζει μια μελαγχολική μελωδία γύρω από τους δαχτυλισμούς της ακουστικής κιθάρας, όσο ο Ozzy τραγουδά σπαραξικάρδιους στίχους για έναν χαμένο έρωτα.
Στην αυτοβιογραφία του Iron Man: My Journey Through Heaven & Hell with Black Sabbath, ο Iommi αποκαλύπτει ότι το επτάλεπτο «Dirty Women» που έκλεινε το αυθεντικό άλμπουμ ήταν γραμμένο για «όλες εκείνες τις πόρνες» που είχε δει ο Butler να κάνουν πιάτσα στην Φλόριντα.
Η αλήθεια είναι ότι σε μια ανταγωνιστική μουσική βιομηχανία, το συγκρότημα είχε να ανταγωνιστεί πολλές μπάντες υψηλού επιπέδου και μπορεί οι καλύτερες μέρες του να είχαν ήδη περάσει. Εγώ όμως δεν ήξερα ακόμα από μουσικές βιομηχανίες και χρήμα και ό,τι άλλο συνεπάγεται. Τώρα όμως που το σκέφτομαι, ίσως ο επόμενος μεγάλος δίσκος που αγόρασα ήταν το Banquet των Γερμανών Lucifer’s Friend, με τον John Lawton στα φωνητικά πριν πάει στους Uriah Heep, και με είχε κάνει να χάσω κυριολεκτικά την μπάλα. Αυτό που με ενδιέφερε ήταν να ακούω μουσική και δεν είχα ιδέα τι συνέβαινε στα παρασκήνια.
Στο μεταξύ, ο Ozzy σηκώθηκε και έφυγε από τους Sabbath και για ένα διάστημα τον αντικατέστησε ο Dave Walker των Savoy Brown και των Fleetwood Mac, με τον οποίο το συγκρότημα έγραψε 4-5 τραγούδια. Σύντομα όμως ο Ozzy επέστρεψε αρνούμενος να τραγουδήσει οποιοδήποτε από τα τραγούδια είχαν γράψει οι υπόλοιποι με τον Walker.
Έτσι προχώρησαν στις ηχογραφήσεις του άλμπουμ Never Say Die, αλλά ήδη ο νέος κίνδυνος για το εμπορικό αντίκρισμα των Sabbath λεγόταν punk rock και οι μουσικοί του ήταν πιο κοντά στην ηλικία μου.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΣΧΕΤΙΚΑ:
Emerson Lake & Palmer: Μια αφίσα και μια τυχαία ανάμνηση...
Hipgnosis: Η εταιρεία που έκανε τα εξώφυλλα δίσκων έργο τέχνης...
Όταν ο Tony Iommi υπήρξε μέλος των Jethro Tull...
Το California Jam του 1974 και μερικά πράγματα που θα έπρεπε να ξέρουμε γι’ αυτό...
Black Sabbath: Για όλα υπάρχει κάποιος λόγος...
Black Sabbath – Τα Γουρούνια του Πολέμου, η Αγία Βαλπουργία και η Μεγάλη Νύχτα των Μαγισσών
Ronnie James Dio: Μερικά πράγματα που ξέρετε ή δεν ξέρετε γι' αυτόν...
ΑΚΟΥΣΤΕ:
Η συναυλία των Black Sabbath στη Λεωφόρο στις 21 Ιουλίου 1987 (full audio)
BLOG και ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΕΣ ΤΟΥ MIΧΑΛΗ ΠΟΥΓΟΥΝΑ:
https://tribe4mian.wordpress.com/
ΑΚΟΥΣΤΕ ΤΙΣ ΕΚΠΟΜΠΕΣ ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΗ ΠΟΥΓΟΥΝΑ στο Blackout Radio Show...
Μιχάλης Πούγουνας
Ο Μιχάλης Πούγουνας γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα. Σπούδασε σκηνοθεσία κιν/φου, έχει κάνει δυο ντοκιμαντερ με τιτλο Όταν η Καλλιθέα Πήγαινε Cinema (υπάρχουν στο YouTube) και βραβεύτηκε για την ταινία μικρού μήκους “Vlad ο Δαιμων” στο Διεθνες Φεστιβαλ Ταινιών της Πάτρας. Ήταν ιδρυτικό μέλος και τραγουδιστής των Flowers of Romance απο το 1981 ως το 1998 και των Nexus απο το 1999 ως το 2005. Το 2000 δημιούργησε την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρία Cyberdelia ενω απο το 2011 μεχρι σήμερα παρουσιάζει την δύωρη ραδιοφωνική εκπομπή The Blackout Radio Show with Mike Pougounas που μεταδίδεται απο ενα Αμερικάνικο ραδιοφωνικό σταθμό στα FM, τρεις Αγγλικούς ιντερνετικούς, έναν Ελληνικό κι έναν Κυπριακό. Έχει κυκλοφορήσει το βιβλίο “Rock’n’Roll rules ok?” με κείμενα σχετικά με την αλληλεπίδραση του ροκ και της κοινωνίας, καθως και τα μυθιστορήματα «To Κλειδί της Εύας» και «Μαύρο Χιόνι». Απο το 2006 είναι ο τραγουδιστής των New Zero God. Έχει κυκλοφορήσει συνολικά 13 στούντιο άλμπουμ.
Μιχάλης Πούγουνας
Ο Μιχάλης Πούγουνας γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα. Σπούδασε σκηνοθεσία κιν/φου, έχει κάνει δυο ντοκιμαντερ με τιτλο Όταν η Καλλιθέα Πήγαινε Cinema (υπάρχουν στο YouTube) και βραβεύτηκε για την ταινία μικρού μήκους “Vlad ο Δαιμων” στο Διεθνες Φεστιβαλ Ταινιών της Πάτρας. Ήταν ιδρυτικό μέλος και τραγουδιστής των Flowers of Romance απο το 1981 ως το 1998 και των Nexus απο το 1999 ως το 2005. Το 2000 δημιούργησε την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρία Cyberdelia ενω απο το 2011 μεχρι σήμερα παρουσιάζει την δύωρη ραδιοφωνική εκπομπή The Blackout Radio Show with Mike Pougounas που μεταδίδεται απο ενα Αμερικάνικο ραδιοφωνικό σταθμό στα FM, τρεις Αγγλικούς ιντερνετικούς, έναν Ελληνικό κι έναν Κυπριακό. Έχει κυκλοφορήσει το βιβλίο “Rock’n’Roll rules ok?” με κείμενα σχετικά με την αλληλεπίδραση του ροκ και της κοινωνίας, καθως και τα μυθιστορήματα «To Κλειδί της Εύας» και «Μαύρο Χιόνι». Απο το 2006 είναι ο τραγουδιστής των New Zero God. Έχει κυκλοφορήσει συνολικά 13 στούντιο άλμπουμ.
Μιχάλης Πούγουνας
Ο Μιχάλης Πούγουνας γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα. Σπούδασε σκηνοθεσία κιν/φου, έχει κάνει δυο ντοκιμαντερ με τιτλο Όταν η Καλλιθέα Πήγαινε Cinema (υπάρχουν στο YouTube) και βραβεύτηκε για την ταινία μικρού μήκους “Vlad ο Δαιμων” στο Διεθνες Φεστιβαλ Ταινιών της Πάτρας. Ήταν ιδρυτικό μέλος και τραγουδιστής των Flowers of Romance απο το 1981 ως το 1998 και των Nexus απο το 1999 ως το 2005. Το 2000 δημιούργησε την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρία Cyberdelia ενω απο το 2011 μεχρι σήμερα παρουσιάζει την δύωρη ραδιοφωνική εκπομπή The Blackout Radio Show with Mike Pougounas που μεταδίδεται απο ενα Αμερικάνικο ραδιοφωνικό σταθμό στα FM, τρεις Αγγλικούς ιντερνετικούς, έναν Ελληνικό κι έναν Κυπριακό. Έχει κυκλοφορήσει το βιβλίο “Rock’n’Roll rules ok?” με κείμενα σχετικά με την αλληλεπίδραση του ροκ και της κοινωνίας, καθως και τα μυθιστορήματα «To Κλειδί της Εύας» και «Μαύρο Χιόνι». Απο το 2006 είναι ο τραγουδιστής των New Zero God. Έχει κυκλοφορήσει συνολικά 13 στούντιο άλμπουμ.