Γράφει ο Μιχάλης Πούγουνας
Έχει ενδιαφέρον να σκεφτεί κάποιος πώς ένα άλμπουμ που δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένα κολάζ από μουσικές του πλανήτη μας και ηχογραφήθηκε πριν καν αρχίσει να χρησιμοποιείται ο όρος World Music, θα γινόταν ο πρόγονος μουσικών στυλ, όπως η Ambient Techno, τo World Beat ή το Trip Hop, που θα εμφανίζονταν δέκα χρόνια αργότερα στο διεθνές στερέωμα. Πολλά από τα πράγματα που ακούμε σήμερα στην μουσική θεωρούνταν τότε ακραία και αρκετά βρήκαν τον δρόμο τους μέσα από τους πειραματισμούς αυτού το άλμπουμ αλλά και άλλων παρόμοιων, αλλά τούτο εδώ είχε εμπορική επιτυχία, άρα...
Αυτή είναι η άποψή μου για το My Life in The Bush Of Ghosts των Brian Eno και David Byrne. Αναρωτήθηκα αν συμμερίζονται αυτή την άποψη και άλλοι μουσικοί και αποφάσισα να τους ρωτήσω για να μου πουν τι σκέφτονται, αν και δεν έχω φίλους από τα μουσικά είδη που προανέφερα..
Αρχικά το συγκεκριμένο άλμπουμ θα ήταν μια συνεργασία του Brian Eno με τον τρομπετίστα Jon Hassell και τον David Byrne των Talking Heads. O Eno είχε κάνει την παραγωγή τόσο στο άλμπουμ Fourth World, Vol. 1: Possible Musics του πρώτου, όσο και στα τρία από τα τέσσερα που είχαν κυκλοφορήσει μέχρι τότε οι Talking Heads.
Όταν τον Ιανουάριο του 1980 οι Talking Heads επέστρεψαν στην Νέα Υόρκη μετά από μια εξαντλητική περιοδεία για την προώθηση του Fear of Music, του τρίτου τους άλμπουμ, ο ντράμερ Chris Frantz με την μπασίστρια Tina Weymouth, που ήταν παντρεμένοι μεταξύ τους, συζητούσαν σοβαρά να εγκαταλείψουν το συγκρότημα επειδή ο τραγουδιστής τους, ο David Byrne, ήθελε να έχει τον απόλυτο έλεγχο της μπάντας.
Ο Frantz πρότεινε τελικά να πάνε οι δυο τους διακοπές στην Καραϊβική για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα προκειμένου να καλμάρουν, όπως και έγινε. Εκεί ασχολήθηκαν με τις τελετές Βουντού της Αϊτής, εξασκήθηκαν στα τοπικά κρουστά και συναναστράφηκαν το rhythm section των Sly and Robbie.
Ενώ λοιπόν τα δυο τέταρτα των μελών πήραν άδεια από τη σημαία (δεν ξέρω τι έκανε ο Jerry Harrison, ο τέταρτος της μπάντας), ο David Byrne μπήκε στο στούντιο και άρχισε να δουλεύει με τον Brian Eno πάνω σε υλικό το οποίο είχε συγκεντρώσει ο τελευταίος. Ο Hassell όμως δεν είχε τα χρήματα να μεταβεί αεροπορικώς στην Καλιφόρνια για τις ηχογραφήσεις κι έτσι το άλμπουμ ηχογραφήθηκε μόνο από τους άλλους δυο, πράγμα που τον έκανε έξω φρενών.
Γενικότερα, όπως θα διαπιστώσετε, αυτό το άλμπουμ τσάντισε πολύ κόσμο…
Όταν οι Talking Heads είχαν ηχογραφήσει το τραγούδι «Ι Zimbra» για το Fear of Music, ο Eno είχε προτείνει να χρησιμοποιήσουν τους στίχους ενός ντανταϊστή ποιητή, του Hugo Ball, οι οποίοι ναι μεν δεν έβγαζαν κανένα νόημα, αλλά είχαν σκοπό, με αυτόν τον τρόπο, να φαίνονται λογικοί σε έναν παράλογο κόσμο. Και αυτό επειδή ο Γερμανός ποιητής και συγγραφέας Hugo Ball, ο ιδρυτής του Ευρωπαϊκού Ντανταϊσμού, ήταν αυτός που το 1920 έθεσε τους καλλιτεχνικούς στόχους του κινήματος (το οποίο δημιουργήθηκε ως αντίδραση στον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο). Ποιοι ήταν αυτοί οι στόχοι; Μια καλλιτεχνική αναρχία που να υπενθυμίζει στον κόσμο ότι υπάρχουν άνθρωποι με ανεξάρτητα μυαλά και που ζουν για διαφορετικά ιδανικά από τον πόλεμο και τον εθνικισμό.
Η ιδέα του Eno άρεσε στον Byrne και μιας και δεν υπήρχε ζήτημα πνευματικών δικαιωμάτων μετά από τόσα χρόνια, χρησιμοποίησαν τους στίχους από το ποίημα «Gadji beri bimba» του Hugo Ball για το «I Zimbra».
Επίσης, ο Ball ήταν και από τους πρωτοπόρους της ηχητικής ποίησης, μιας καλλιτεχνικής έκφρασης που γεφυρώνει τη λογοτεχνία με τη μουσική σύνθεση, προβάλλοντας τις φωνητικές πτυχές του ανθρώπινου λόγου με στίχους που δεν έχουν σημασιολογική ή συντακτική αξία. Δηλαδή, που δεν έχουν νόημα, κάνοντας αυτή την ηχητική ποίηση ιδανική για θεατρικές παραστάσεις.
Στο σημείο αυτό πιστεύω ότι βρήκαν ένα λόγο για το πώς αργότερα χρησιμοποίησαν τις φωνές στο My Life in The Bush Of Ghosts.
Η άλλη ιδέα που είχε ο Eno και ήθελε να την επεξεργαστεί, είχε προκύψει μια μέρα που άκουγε το τραγούδι «Midnight» μέσα από το άλμπουμ War Heroes, μια συλλογή του 1972 με κυρίως ακυκλοφόρητα κομμάτια του Jimi Hendrix, και σε ένα σημείο του τραγουδιού διάρκειας σχεδόν πέντε δευτερολέπτων του άρεσε ο ήχος της κιθάρας. Σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να το σαμπλάρει και να δημιουργήσει από αυτό ένα ολόκληρο καινούργιο τραγούδι, αλλά δεν το έκανε επειδή φοβόταν μήπως τον μηνύσουν και έτσι το τραγούδι δεν θα κυκλοφορούσε ποτέ.
Η λέξη «σαμπλάρω» προέρχεται από το Αγγλικό sampling, που σημαίνει δειγματοληψία. Έπαιρναν δηλαδή δείγματα ήχου, για παράδειγμα, κάποιον που μιλούσε, ένα χτύπημα πάνω σε ξύλο, ένα πουλί, ή ξαναχρησιμοποιούσαν ένα τμήμα, ένα δείγμα μιας άλλης ηχογράφησης, ρυθμό ή μελωδία, σε μια νέα ηχογράφηση. Την έρευνα αυτής της διαδικασίας την εγκαινίασε το 1940, ο Γάλλος συνθέτης Pierre Schaeffer με το musique concrète, μια πειραματική μορφή μουσικής που δημιούργησε ηχογραφώντας ήχους σε μπομπίνες. Με το musique concrète πειραματίστηκαν επίσης ο Γιάννης Ξενάκης, ο John Cage, ο Karlheinz Stockhausen, ο Edgar Varèse και άλλοι.
Στη δεκαετία του 1960, Τζαμαϊκανοί reggae dub παραγωγοί όπως ο King Tubby και ο Lee «Scratch» Perry, άρχισαν να ηχογραφούν ρυθμούς reggae σε μπομπίνες και από πάνω δούλευαν ως deejay. O Perry έγινε περιζήτητος με την τεχνική του στην dub.
Στη δεκαετία του ’70, κάποιοι Τζαμαϊκανοί μετανάστες μετέφεραν το sampling στο αμερικανικό rap και αρκετοί «την έψαχναν» για να διαπιστώσουν τι μπορούσαν να κάνουν με «προηχογραφημένους» ήχους. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν ο Holger Czukay των Can και, φυσικά, ο Brian Eno. Αν τσεκάρετε κάποιους δίσκους από τα τέλη των seventies-αρχές των eighties θα διαβάσετε στους συντελεστές ότι «ο τάδε χειρίστηκε τις ταινίες», δηλαδή τα προηχογραφημένα. Έτσι, χωρίς να τσεκάρω, το θυμάμαι τουλάχιστον στο Oil on Canvas, ένα ζωντανά ηχογραφημένο άλμπουμ των Japan.
Ο Eno πειραματιζόταν από το 1972 με ένα εφέ καθυστέρησης (delay), το οποίο είχε επινοήσει την εποχή που σπούδαζε στο Winchester School of Art και το περιέγραψε σε μια παρτιτούρα με τίτλο «Delay and Decay» που δημοσιεύτηκε στα τέλη του 1966, ενώ το 1973 κυκλοφόρησε το άλμπουμ No Pussyfooting στο οποίο πειραματιζόταν μαζί με τον σπουδαίο κιθαρίστα Robert Fripp.
Στο My Life in The Bush of Ghosts, ο Eno με τον Byrne κάνουν κάτι διαφορετικό...
Θεώρησα ως πιο κατάλληλο τον Steve Whitfield να μου μιλήσει για αυτό και τον ρώτησα τη γνώμη του για το συγκεκριμένο άλμπουμ. Ο Steve ήταν ο ηχολήπτης των Cure και των Mission, συνεργαστήκαμε όταν έκανε την ηχοληψία στο Brilliant Mistakes των Flowers of Romance, και παραμένουμε ακόμα φίλοι. Αργότερα έγινε παραγωγός συγκροτημάτων όπως οι Terrorvision, αλλά συνεργάστηκα ξανά μαζί του στο Ninouki των Nexus, ενώ σήμερα παίζει κιθάρα στους Klammer και πλήκτρα στους Scenious.
«Το My Life in The Bush of Ghosts ξεχώρισε ως κάτι νέο και διαφορετικό», είπε. «Ξεπέρασαν πραγματικά τα όρια του τι θα μπορούσε να γίνει με την τεχνολογία του sampling όταν το έκαναν το 1979/1980. Το sampling ήταν ακόμα στα σπάργανα και αυτή ήταν η πρώτη φορά που άκουσα ένα δείγμα φωνής να χρησιμοποιείται ως πρώτη φωνή».
Πρώτη φωνή λοιπόν! Πήραν ήδη υπάρχουσες φωνές από άλλους δίσκους ή από το ραδιόφωνο και τις έβαλαν στο άλμπουμ.
Με τον Steve διασχίσαμε περπατώντας ένα γεφυράκι που περνάει πάνω από το ρέμα Cock Beck, στις απομακρυσμένες περιοχές του Ανατολικού Leeds, όπου κατοικεί, όταν μου είπε κάτι που δεν είχα σκεφτεί ακόμα: «Πιστεύεις ότι θα υπήρχαν σήμερα ο DJ Shadow ή οι Avalances, αν δεν είχε κάνει την αρχή το My Life in the Bush of Ghosts; Ότι ο Damon Albarn θα ασχολιόταν με την αφρικανική μουσική χωρίς να έχει ακούσει αυτόν τον δίσκο; Δεν θα το μάθουμε ποτέ! Προσωπικά, εξακολουθώ να προτιμώ τα άλμπουμ των Talking Heads αυτής της περιόδου, αλλά εξακολουθώ να ακούω και αυτό και, όταν το κάνω, το απολαμβάνω πραγματικά. Ακόμα ακούω πράγματα που δεν είχα προσέξει πριν. Πρέπει να ήταν πολύ λυτρωτικό το γράψιμο και η ηχογράφηση αυτού του δίσκου. Σχεδιάζοντας κάτι τόσο νέο και χωρίς πίεση ή “κανόνες”, απλά διασκεδάζοντας σε ένα υπερσύγχρονο στούντιο και διαπιστώνοντας το αποτέλεσμα. Σίγουρα έχει επηρεάσει πολύ κόσμο!»
Στο μυαλό μου αναρωτήθηκα για τους Public Enemy, την Kate Bush, τον Moby – τόσους και τόσους…
Και να επισημάνω εδώ ότι στο «America is Waiting» που ανοίγει την πρώτη πλευρά, παίζει μπάσο ένα σημαντικό κεφάλαιο της σύγχρονης μουσικής – ο μέγας Bill Laswell. Είναι το μόνο τραγούδι που παίζει στο άλμπουμ, αλλά είναι άραγε τυχαίο ότι αργότερα συνεργαζόταν με μουσικούς και τραγουδιστές από όλο τον κόσμο, οι οποίοι έφερναν στοιχεία της δικής τους μουσικής παράδοσης; Θέλω να πω, μήπως από εδώ πήρε την ιδέα;
Όπως και να έχει, στο My Life in the Bush of Ghosts ο Eno ήθελε, από ό,τι έχει πει ο ίδιος, να συγκεντρώσει «ψυχεδελικά οράματα της Αφρικής».
Αρχικά, ο τίτλος του άλμπουμ είναι δανεισμένος από το ομώνυμο αλληγορικό και βιογραφικό βιβλίο του Νιγηριανού συγγραφέα Amos Tutuola που εκδόθηκε το 1954. (O Tutuola είναι ένας από τους αγαπημένους συγγραφείς της Patti Smith). Πρόκειται για την ιστορία ενός νεαρού αγοριού από τη Δυτική Αφρική που δραπετεύει από δουλεμπόρους και χάνεται μέσα στην ζούγκλα μαζί με τον μεγαλύτερο αδερφό του. Δεν γνωρίζει βέβαια ότι ανάμεσα στους θάμνους παραμονεύουν πνεύματα και φαντάσματα, τα οποία αποτελούν μεγάλο κίνδυνο για τους θνητούς. Καθώς περιπλανιέται μέσα σε αυτό το παράξενο και μυστηριώδες περιβάλλον, συναντά μια σειρά από παράξενα και συχνά εφιαλτικά όντα και εμπειρίες.
Οι φωνές που χρησιμοποιήθηκαν στον δίσκο των Eno και Byrne είναι Αράβων τραγουδιστών, κάποιων DJ, ενός εξορκιστή και πολιτικών, και το ηθικό πρόβλημα που προέκυψε ήταν πώς θα έβρισκε έναν άγνωστο Αιθίοπα, ας πούμε, του οποίου η φωνή είχε ηχογραφηθεί πριν δεκαπέντε χρόνια, για να τον πληρώσει επειδή την χρησιμοποίησε.
Κοίταξα τις πληροφορίες σχετικά με τις φωνές στα τραγούδια: Η τραγουδίστρια Dunya Younes, από ένα μικρό ορεινό χωριό του Λιβάνου, είναι η μόνη που ακούγεται σε δύο τραγούδια του δίσκου, στο «Regiment» και στο «The Carrier». Η Younes συνεργαζόταν με επιδραστικούς συνθέτες της πατρίδας της, όπως ο Zaki Nassif που μολονότι πέθανε το 2004 τα παραδοσιακά τραγούδια του ακούγονται ακόμα, ή με το πρότυπο και προπάτορα της μουσικής κουλτούρας της χώρας, Wadih el Safi. Μπορείτε ακόμα να ακούσετε στο ραδιόφωνο το τραγούδι της με την υπογραφή Waynak Ya Jar – πίνοντας πρωινό καφέ κάπου στην Βυρητό.
Κάποια μέρα ο Eno αγόρασε ένα άλμπουμ με τίτλο Music in the World of Islam, Volume One: The Human Voice, μια κυκλοφορία της εταιρείας Tangent από το 1976, μέρος μιας σειράς δίσκων των μουσικολόγων Jean Jenkins και Poul Rovsing Olsen, από το οποίο ο Eno ξεχώρισε το τραγούδι «Abu Zeluf» με τη φωνή της Younes. Ο Eno και ο Byrne αγνοούσαν ότι επρόκειτο για μια καταξιωμένη τραγουδίστρια. «Υπέθεσα ότι ήταν κάποια που μια μέρα περιπλανήθηκε τυχαία σε ένα στούντιο ηχογράφησης πριν επιστρέψει πάλι στα βουνά και δεν την ξαναδεί κανείς».
Νόμιζαν ότι η τραγουδίστρια είχε πεθάνει. Πήραν λοιπόν το δείγμα και το χρησιμοποίησαν στα δύο προαναφερθέντα τραγούδια. Για να κουτσομπολέψω λίγο, επειδή ξέρω ότι αυτό αρέσει σε όλους, η Younes ζούσε και βασίλευε. Ερωτεύτηκε έναν αξιωματικό του στρατού, παράτησε την καριέρα της, τον παντρεύτηκε, έκαναν μια κορούλα, την Assaf, η οποία έχει διδακτορικό στο διεθνές δίκαιο, και μια μέρα των ημερών, χτύπησε το τηλέφωνο του Eno…
Καταλαβαίνετε την συνέχεια…
«Είχαμε δώσει στην Tangent και κάποια χρήματα, στην πραγματικότητα 100 λίρες! Όχι πολλά, αλλά έπρεπε να επιμείνουμε σε αυτό [σημ. ότι είχαν πληρώσει τα δικαιώματα]. Στην Tangent είχαν χαρεί που θα αναφέραμε το άλμπουμ τους στο άλμπουμ μας. Υποθέσαμε ότι με κάποιο τρόπο αυτό θα το μετέφεραν στην Dunya – αν, βέβαια, κάποιος ήξερε τα κατατόπια της».
(Μα, 100 λυριά, ρε Brian; Πληρώσατε την εταιρεία και από αυτά θα πληρωνόταν και η κοπέλα; Ξελάσπωσε οικονομικά για μια ζωή η Λιβανέζα. Τι να λέμε…)
Κανείς δεν είχε πει κάτι στην Younes (τι λεφτά και πράσσειν άλογα) μέχρι το 2017, όταν τη βρήκε ο συγγραφέας Bernard Batrouni μέσω οικογενειακών φίλων και εκείνη άκουσε για πρώτη φορά την φωνή της στην δουλειά των Byrne και Eno. Έτσι φτάσαμε στο τηλεφώνημα από την Assaf. Ένα χρόνο αργότερα, οι μουσικοί έγραψαν αμέσως μια απολογητική επιστολή και κατέβασαν τα «Regiment» και «The Carrier» από τις διαδικτυακές πλατφόρμες, ενώ κατέληξαν εξωδικαστικά σε μια αμοιβαία κατανόηση.
Αυτό όμως δεν ήταν το μόνο πρόβλημα που προέκυψε …
Συζητούσα για το άλμπουμ με τον Sam Rosenthal, ιδιοκτήτη της αμερικανικής δισκογραφικής εταιρίας Projekt, λάτρη του συγκεκριμένου άλμπουμ και βασικό εγκέφαλο πίσω από το συγκρότημα Black Tape for a Blue Girl. Το πρώτο πράγμα που έκανε, ήταν να μου βάλει να ακούσω ένα από τα τραγούδια του δίσκου.
«Πρόσφατα ανακάλυψα αυτή την πρώιμη έκδοση του “The Jezebel Spirit”. Μου αρέσει πολύ να ακούω πώς ήταν το κομμάτι σε εκείνο το στάδιο και να παρατηρώ πώς μεγάλωσε η μουσική όταν αντικατέστησαν τον προφορικό λόγο. Άκου, λοιπόν, εδώ: https://soundcloud.com/marco-loco-4/the-jezebel-spirit-original-version-with-voice-of-kathryn-kuhlman»...
Πρόκειται για έναν ηχογραφημένο εξορκισμό από τη ραδιοφωνική Ευαγγελίστρια Kathryn Kuhlman, τον οποίο είχε ακούσει ο Byrne και θέλησε να τον χρησιμοποιήσει στο άλμπουμ. Όμως οι κληρονόμοι της (η Kuhlman πέθανε το 1976) απαγόρευσαν τη χρήση της φωνής της στον δίσκο επειδή θεώρησαν ασέβεια να χρησιμοποιηθεί σε ένα funk, afrobeat άλμπουμ. Ατυχώς όμως, τα εξώφυλλα των δίσκων είχαν ήδη τυπωθεί με την μεταθανάτια συνεισφορά της Kuhlman και έτσι θα έπρεπε να αφαιρέσουν αυτή την φωνή αναβάλλοντας την κυκλοφορία για ένα εξάμηνο, με αποτέλεσμα να προηγηθεί η κυκλοφορία του άλμπουμ Remain in Light των Talking Heads.
Σχετικά με το «Jezebel Spirit», να σας πληροφορήσω ότι η φράση «Πνεύμα της Ιέζαβελ» αναφέρεται σε μια γυναίκα στο Βιβλίο των Βασιλέων της Εβραϊκής Βίβλου. Με βάση τις ιστορίες αυτού του κεφαλαίου, η Ιέζαβελ έχει συνδεθεί με την πορνεία.
«Εκείνη την εποχή, το ρυθμικό funk, το afrobeat και η electronica των Eno και Byrne ήταν πρωτοποριακά», είπα στον Andi McElligott, τον τραγουδιστή των Sex Gang Children, καθώς σταθήκαμε μπροστά στην παμπ Wheatsheaf, στο Rathbone Place, λίγο πιο πάνω από την Oxford Street. Πρόκειται για μια παλιά, ιστορική παμπ όπου ο Dylan Thomas γνώρισε τη σύζυγό του Caitlin, εκεί σύχναζε ο George Orwell και ο συγγραφέας Anthony Burgess, αλλά και μια ντουζίνα φίλων του Aleister Crowley.
«Την κλείνουν για να την κάνουν “πολυτελή διαμερίσματα”… για να περνούν καλά οι πλούσιοι…» μου απάντησε ο Andi, σκύβοντας το κεφάλι στεναχωρημένος.
Συνεχίσαμε την βόλτα μας μέσα στο συννεφιασμένο λονδρέζικο πρωινό με τα χέρια στις τσέπες.
Πολλοί λένε ότι το Gothic Rock πήρε το όνομά του από τους Sex Gang Children. Δύο χρόνια πριν δημιουργηθούν, κυκλοφόρησε το My Life in The Bush of Ghosts. Άλλο πράμα, άλλος ήχος, άλλο στυλ…
«Δεν είχα ποτέ κόπια του συγκεκριμένου άλμπουμ, παρόλο που πάντα θαύμαζα την δουλειά του Eno», λέει ο Andi. Κοντοστέκεται και με κοιτάζει σοβαρός. «Ποτέ δεν άκουγα Talking Heads και David Byrne».
Κλώτσησε ένα πετραδάκι και άρχισε να περπατά πάλι, λέγοντας, «Αρχικά είχα ακούσει ένα τραγούδι από αυτό το άλμπουμ σε έναν ραδιοφωνικό σταθμό, πιστεύω πως ήταν το “Jezebel Spirit”, και μου άρεσε η ιδέα ότι είχαν πάρει δείγματα από τη φωνή ενός ιεροκήρυκα που έδιωχνε δαίμονες στο ραδιόφωνο, σε ζωντανή μετάδοση, από όποιον τηλεφωνούσε πιστεύοντας ότι τον είχε κυριεύσει κάποια κακόβουλη οντότητα».
«Ποτέ δεν μάθαμε και τι απέγινε η γυναίκα που είχε καταληφθεί από τον δαίμονα», είπα γελώντας αλλά εκείνος κοντοστάθηκε πάλι για να χαζέψουμε ένα πολυτελές κάμπριο που το οδηγούσε ένας νεαρός με μοϊκάνικο κούρεμα και ροζ μαλλιά και περνούσε από μπροστά μας.
Ο Andi στράφηκε προς το μέρος μου. «Αυτή η φωνή του ιεροκήρυκα ενέπνευσε τα φωνητικά μου για το τραγούδι “Deiche” των Sex Gang Children. Άκουσα ξανά τον δίσκο πρόσφατα και η άποψή μου παραμένει η ίδια: Προτιμώ τα πιο πρωτότυπα έργα του Eno».
Είναι άραγε το «Jezebel Spirit» ένα ψευδοντοκουμέντο; Και εάν ναι, τι σημασία έχει;
Ευτυχώς ή δυστυχώς, ο Eno με τον Byrne καπέλωσαν τον ήχο του Remain in Light με τα μουσικά στοιχεία του My Life in the Bush of Ghosts και οι Talking Heads χρειάστηκε να προσθέσουν μουσικούς ώστε στην επόμενη περιοδεία τους να μπορούν να αποδίδουν το Remain in Light όπως στον δίσκο. Φυσικά, οι μουσικοί αυτοί δεν ήταν τίποτα τυχαίοι: ο πρώην κιθαρίστας του David Bowie και του Zappa, Adrian Belew, ο πληκτράς των Parliament-Funkadelic, Bernie Worrell, η πρώην τραγουδίστρια των Labelle, Nona Hendryx, o μπασίστας Busta Cherry Jones και ο κρουστός Steven Scales…
Η ήδη εκνευρισμένη Tina Weymouth είχε δηλώσει ότι ο Byrne με τον Eno «κάνουν σαν δύο δεκατετράχρονα αγόρια που το ένα προσπαθεί να εντυπωσιάσει το άλλο».
Και στο My Life in the Bush of Ghosts όμως μπαινοβγαίνουν πολλοί μουσικοί: ο Robert Fripp των King Crimson παίζει τα Frippertronics του στο «Regiment», ο Busta Jones στο μπάσο, ενώ τύμπανα παίζει ο Chris Frantz, αλλά και ο David Van Tieghem, συνεργάτης των Laurie Anderson, Pink Floyd, John Cale, Mike Oldfield, Ryuichi Sakamoto, Bill Laswell, John Zorn και άλλων. Στο «The Jezebel Spirit» και στο «The Carrier» κρουστά παίζει ο Mingo Lewis του Santana και του Al Di Meola και ο ντράμερ Prairie Prince των The Tubes και των Jefferson Starship. Μεγάλη είναι επίσης η συμβολή του Dave Jerden στον ήχο του δίσκου, ο οποίος είχε ξεκινήσει ως ηχολήπτης των Talking Heads, του Frank Zappa και των Rolling Stones, και μερικά χρόνια αργότερα έγινε παραγωγός των Jane's Addiction και των Alice in Chains.
Dunya Younes
«Αν και το My Life In The Bush Of Ghosts ακουγόταν αρκετά περίεργο εκείνη την εποχή, αυτές τις μέρες ακούγεται θαρρείς και ηχογραφήθηκε την τελευταία εβδομάδα», μου είπε ο Tim Jones ανακατεύοντας με ένα κουτάλι, αργά το γάλα στο τσάι του. Ο Tim έπαιζε κιθάρα και τραγουδούσε την εποχή που γραφόταν το άλμπουμ των Eno-Byrne, με το πανκ συγκρότημα των Neon και έχει κυκλοφορήσει άλμπουμ με τους Body Full Of Stars, τους Somebody Famous, τους The Bringers of Change και τους The Rabbit's Hat.
Άφησε το κουτάλι δίπλα στο πορσελάνινο φλιτζάνι και συνέχισε. «Η χρήση των samples και των νέων ήχων των πλήκτρων, σε συνδυασμό με πιο συμβατικά μουσικά όργανα, δημιουργούσαν μια φουτουριστική, καινοτόμο εμπειρία. Το άλμπουμ ήταν πολύ μπροστά από την εποχή του, αυτό είναι σίγουρο. Δεν έμοιαζε με μερικά άλλα που κυκλοφόρησαν εκείνον τον καιρό με ανάλογη προσέγγιση, η οποία αργότερα θα γινόταν ηχητικά πιο συνηθισμένη. Μιλάω για τα άλμπουμ Movies του Holger Czukay από το 1979 και The Lure Of Salvage του Andy Partridge των XTC από το 1980».
«Άλλαξε κάτι για εσένα;» τον ρώτησα.
Ξεφύσησε και είπε: «Όλα αυτά τα άλμπουμ με επηρέασαν πολύ και με επηρεάζουν μέχρι σήμερα. Είναι κάπως σαν απολαυστικές ηχητικές σούπες, αν υπάρχει κάτι τέτοιο. Τόσο ενδιαφέρουσες και ευφάνταστες. Νομίζω ότι το My Life In The Bush Of Ghosts είναι ένα σημαντικό άλμπουμ, καθώς ήταν μια έκφραση δημιουργικότητας που χτίστηκε για να διαρκέσει. Δεν ακολούθησε καμία μόδα και εξακολουθεί να αντέχει στον χρόνο».
«Υπάρχουν πολλές ομοιότητες μεταξύ της μουσικής της Δυτικής Αφρικής, της περιοχής Yoruba και της μαύρης μουσικής των Ηνωμένων Πολιτειών», είχε πει ο Byrne σε μια συνέντευξη. «Για παράδειγμα, είναι εξίσου σημαντικό να γνωρίζουμε πότε να μην παίζουμε, πότε να αφήνουμε κενά για τους άλλους μουσικούς. Στο μεγαλύτερο μέρος της, στην αφρικανική μουσική, το κομμάτι του κάθε ατόμου δεν έχει σχεδόν κανένα νόημα από μόνο του, και σε πολλές περιπτώσεις ένας μουσικός δεν μπορεί να παίξει το μέρος του αν δεν παίζει με άλλους».
«Έχω ακούσει αυτό το άλμπουμ πολλές φορές τα τελευταία 42 χρόνια και εξακολουθώ να το λατρεύω», μου είπε ο Sam Rosenthal. «Έμεινα έκπληκτος όταν έμαθα ότι το “Qu’ran” αφαιρέθηκε στην επανακυκλοφορία του LP, καθώς ήταν πάντα ένα μέρος του άλμπουμ στο μυαλό μου. Δεν υπάρχει ούτε στην ψηφιακή έκδοση Spotify, αν και βρίσκεται στο YouTube στο https://youtu.be/erRuO59rEVc».
Πίσω στο σπίτι, έτρεξα να τσεκάρω την κόπια μου! Ευτυχώς… το είχα.
Το τραγούδι όμως αφαιρέθηκε αργότερα από τον δίσκο, μετά από αίτημα του Ισλαμικού Συμβουλίου της Μεγάλης Βρετανίας, το οποίο θεώρησε ότι επρόκειτο για βλασφημία και έτσι αντικαταστάθηκε με το «Very, Very Hungry».
Ο Byrne δήλωσε ότι σεβάστηκαν τις θρησκευτικές πεποιθήσεις, η αλήθεια όμως είναι ότι όλο το άλμπουμ, τουλάχιστον κατά τη γνώμη μου, είναι κάτι σαν σχόλιο του David Byrne για τους πολιτικούς και τους τηλε-ευαγγελιστές.
Είπα για το «Jezebel Spirit», για το “Qu’ran», όπου Αλγερινοί μουσουλμάνοι απλώς ψάλουν το Κοράνι, ενώ στο «Help Me Somebody» ακούγεται το κήρυγμα του Βαπτιστή πάστορα Paul Morton με την περιορισμένη αλλά ευφάνταστη τεχνική της κιθάρας του Byrne.
Στο «Mea Culpa» (για να τελειώνω με την πρώτη πλευρά του δίσκου), οι φωνές που ακούγονται είναι από μια ραδιοφωνική εκπομπή της Νέας Υόρκης, στην οποία είχε τηλεφωνήσει έξαλλος ένας ακροατής καθώς του απαντά ήρεμα κάποιος πολιτικός.
Το συγκεκριμένο τραγούδι είναι το ένα από τα δύο για τα οποία έκανε βίντεο ο Αμερικανός καλλιτέχνης Bruce Conner (το άλλο είναι το «America is Waiting») και εδώ χρησιμοποίησε πλάνα από εκπαιδευτικές ταινίες. Ο Conner ήταν από τους πρώτους που χρησιμοποίησαν pop μουσική για ταινιάκια και σήμερα οι ταινίες του θεωρούνται πλέον οι πρόδρομοι των μουσικών βίντεο. Η δουλειά του ενέπνευσε άλλους σκηνοθέτες, όπως τον φίλο του, τον Dennis Hopper, ο οποίος είχε δηλώσει ότι, «Οι ταινίες του Bruce άλλαξαν ολόκληρη την ιδέα μου για το μοντάζ. Στην πραγματικότητα, μεγάλο μέρος του μοντάζ του Easy Rider προήλθε απευθείας παρακολουθώντας ταινίες του Bruce».
Όπως είπα, ο κόσμος τότε ψαχνόταν ηχητικά και εύχομαι να μην σταμάτησε.
Σηκώθηκα και έβαλα το τραγούδι «NY3» από το άλμπουμ Exposure του Robert Fripp από το 1979. Μέσα σε έναν ηχητικό καταιγισμό, έχει περάσει τον καβγά μιας κοπέλας με τον πατέρα της, γειτόνων του Fripp σε διπλανό διαμέρισμα όταν ο μουσικός έμενε στο Hell’s Kitchen του Manhattan. Τους είχε ηχογραφήσει από το διαμέρισμά του. «Το σπίτι μου», «Δεν είναι το σπίτι σου, «Έξω από δω», «Είσαι κοκάκιας», «Μη με λες τσούλα» και… Καταλαβαίνετε την κατάσταση…
Στο «Moonlight in Glory» στην δεύτερη πλευρά του My Life in The Bush Of Ghosts, χαρτόκουτα αναποδογυρίζουν, γυάλινα ποτήρια και καθημερινά σκεύη παίζουν ρόλο κρουστών, όπως συμβαίνει πολλές φορές έτσι κι αλλιώς σε αυτό το άλμπουμ.
«Σκοτείνιαζε και η βροχή σε κουράζει πολύ / Και μετά πήγε και χτύπησε σε μιας ηλικιωμένης κυρίας το σπίτι / και η γριά έτρεξε στην πόρτα ρωτώντας «Ποιος είναι;»/ Ο Τζακ είπε: «Εγώ, μανούλα, θα μπορούσαμε να περάσουμε εδώ τη νύχτα; / Γιατί είμαστε μακριά από το σπίτι, πολύ κουρασμένοι» /Και η ηλικιωμένη κυρία είπε, «Ω ναι, περάστε μέσα» Είπε «Περάστε μέσα» / Και συνειδητοποίησα πως έχω μπλέξει / Σκοτείνιαζε και η βροχή σε κουράζει πολύ»
Αυτά είναι ένα μέρος από τα λόγια που ακούγονται στο «Moonlight in Glory», συνδυάζοντας τον κίνδυνο της σύγχρονης πόλης με την παραδοσιακή αγαθότητα. Τραγουδούν οι The Moving Star Hall Singers, μια οικογενειακή ομάδα πολλών γενεών, αναγνωρισμένη σε εθνικό επίπεδο για τη σημαντική συνεισφορά τους στην αφροαμερικανική μουσική κληρονομιά. Στα κρουστά είναι ο José Rossy που είχε περάσει από τους Weather Report.
«Παραδόξως, ήμουν περίπου 18 ή 19 ετών όταν αγόρασα αυτό το άλμπουμ και εκείνη την εποχή δεν το καταλάβαινα, αλλά πολλά χρόνια αργότερα τελικά μου άρεσε. Νομίζω ότι περίμενα περισσότερο ένα ambient και κυκλοθυμικό άλμπουμ». Αυτά μου είπε ο Athan Maroulis, τραγουδιστής των Νεοϋορκέζων NØIR και συνεργάτης της Cleopatra και της Metropolis Records. Στην δεκαετία του ΄80 ήταν μέλος των Fahrenheit 451 και κατόπιν των Spahn Ranch και των Black Tape for a Blue Girl.
«Νομίζω ότι με έμαθε μερικά πράγματα για την πειραματική μουσική στο σύνολό της και για το τι θα μπορούσε να επιτευχθεί», συμπλήρωσε.
«Πως σου ακούγεται τώρα, έπειτα από τόσα χρόνια;» τον ρώτησα.
«Θεωρώ ότι ήταν πολύ τολμηροί για να κυκλοφορήσουν ένα τόσο περίεργο άλμπουμ. Μου φαίνεται ότι διασκέδαζαν πραγματικά με drum machines και samples».
Στο άλμπουμ συμμετέχει άλλη μια Λιβανέζα τραγουδίστρια. Είναι η Samira Tawfiq στο τραγούδι «A Secret Life», η οποία έγινε διάσημη τραγουδώντας στο στυλ των βεδουίνων. Το δείγμα της φωνής είναι από την γαλλική συλλογή Les Plus Grands Artistes du Monde Arabe (Οι μεγαλύτεροι καλλιτέχνες του αραβικού κόσμου) που κυκλοφόρησε το 1976. Η Samira Tawfiq άρχισε να τραγουδάει το 1948, σε ηλικία 13 ετών, και συνέχισε ως το 1995.
«Τι σκέφτηκες όταν άκουσες για πρώτη φορά αυτό το άλμπουμ;» ρώτησα τον Sam Rosenthal.
«Το βρήκα υπέροχο! Από όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, το άκουσα όταν κυκλοφόρησε το '81. Μέχρι τότε, άκουγα προηγούμενα άλμπουμ του Eno, αλλά τους Talking Heads τους είχα ακούσει, μόνο στο ραδιόφωνο. Και μου άρεσε αυτό που έκαναν ο Eno με τον Byrne εδώ… Ήταν πραγματικά ενδιαφέρον με τη χρήση των ήχων που είχαν βρει, των φωνητικών δειγμάτων και των μικρών κομματιών μουσικής που επαναλαμβάνονταν για να δημιουργούν ρυθμούς και, χτίζοντας πάνω τους, να δημιουργηθούν τραγούδια. Ήταν πραγματικά πολύ συναρπαστικό».
Στο «Come With Us» ακούγεται ένας ανώνυμος ραδιο-ευαγγελιστής από το San Francisco να λέει τέσσερεις στίχους:
«Come with us.
Learn the truth.
We will appear to you
From time to time».
Η μουσική είναι μια ψυχεδελική μπουρμπουλήθρα.
O ουρανός του Oregon μάζευε σύννεφα βροχής έξω από το παράθυρο του Sam οπότε σκέφτηκα να προλάβω να φύγω πριν αρχίσει η βροχή. «Σε επηρέασε καθόλου αυτό το άλμπουμ;» τον ρώτησα.
«Δεν νομίζω. Στο The Rope, το ντεμπούτο άλμπουμ των Black Tape For A Blue Girl του 1986, χρησιμοποιούσα ένα delay πεταλάκι της Boss για sampler. Για παράδειγμα: τα τύμπανα στο “Within these walls” είναι ένα μικρό κομμάτι ενός τραγουδιού των Attrition. Ο Martin [Bowes των Βρετανών Attrition] το ξέρει αυτό», συμπληρώνει ξεσπώντας σε γέλια. «Μήπως αυτό ήταν άραγε κάποια επιρροή από το Ghosts; Αλλά είχα ακούσει το Zoolook του Jean-Michel Jarre και άλλα άλμπουμ που είχαν δημιουργηθεί με sampling… Οπότε, το πιθανότερο ήταν να έπαιξε ρόλο η περιορισμένη τεχνολογία που διέθετα εκείνη την εποχή, συν την προσπάθεια να κάνω κάτι διαφορετικό».
Τελευταίο τραγούδι της δεύτερης πλευράς του βινυλίου, το «Mountain Of Needles». Ένα οργανικό τραγούδι με αύρα της Άπω Ανατολής.
Πριν φύγω από τα γραφεία της Projekt, ρώτησα τον Sam τι σκέφτεται σήμερα, μετά από τόσα χρόνια, για το My Life in the Bush of Ghosts.
«Σήμερα πιστεύω ότι το My Life in the Bush of Ghosts είναι ένα υπέροχο άλμπουμ. Ακόμα κι αν έχει κάνει μια αμφιλεγόμενη πολιτιστική λεηλασία, ήταν πολύ προχωρημένο για την εποχή του. Ω, και κάτι ακόμα: μου αρέσει το αρχικό εξώφυλλο καλύτερα από το εξώφυλλο της επανέκδοσης του 2006. Είμαι λίγο ξεκάθαρος στο να επιμένω στην αρχική εμφάνιση ενός δίσκου».
Όταν γύρισα σπίτι μου, βρήκα ένα μήνυμα από τον Paul Nash, τον κιθαρίστα των The Danse Society. Του είχα στείλει ένα email ρωτώντας τον σχετικά με το My Life in The Bush of Ghosts. Και να τι έγραφε:
«Το άλμπουμ με ξάφνιασε όταν το άκουσα για πρώτη φορά, τα είχε όλα πολτοποιημένα σε ένα. Ως κιθαρίστας, ένα από τα πρώτα πράγματα που ξεχωρίζουν είναι οι αιχμηρές κιθάρες που θυμίζουν Gang of Four, κάτι που τώρα μπορώ να ακούσω ότι επηρέασε και το δικό μου παίξιμο. Μετά ήταν τα μοτίβα των ντραμς, διαφορετικά και πραγματικά ενδιαφέροντα χωρίς να μπορείς να ορίσεις εύκολα τον ρυθμό, όπως η δουλειά του Jansen με τους Japan. Τα πλήκτρα του Eno ήταν όπως πάντα ατμοσφαιρικά και διακριτικά δημιουργώντας ένα επίπεδο που δεν γινόταν πάντα αισθητό με την πρώτη ακρόαση, αλλά έρχονταν στο προσκήνιο μετά από πολλές επαναλαμβανόμενες ακροάσεις που έκανα, όταν πια έφερα τον δίσκο στο σπίτι, αγοράζοντάς τον από το μοναδικό ανεξάρτητο δισκάδικο του Barnsley, το «Casa Disco». Τα φωνητικά και τα δείγματα ήταν και πάλι πολύ μπροστά από την εποχή τους και χρησιμοποιήθηκαν με μουσικό τρόπο και όχι ως κόλπο εντυπωσιασμού και μας επηρέασαν κι αυτά στον τρόπο που χρησιμοποιούσαμε δείγματα στη δική μας μουσική. Αυτό που μου άρεσε περισσότερο στο άλμπουμ ήταν πόσες εκπλήξεις επεφύλασσε, όχι μόνο στην πρώτη ακρόαση, αλλά στις επόμενες ακροάσεις πάντα κάτι νέο εμφανίζεται για να σας κάνει να επιστρέψετε σε αυτό και να το ακούσετε ξανά. Από αυτό το My Life in The Bush of Ghosts σίγουρα με επηρέασε το πρώτο κομμάτι, το “America is Waiting”, όπως ήδη ανέφερα για την κιθάρα του, το “Help me Somebody”, και το “Jezebel Spirit” για τα γκρουβαριστά κρουστά και τα δείγματα. Και δεν τελείωσα ακόμα… Μπορείτε να ακούσετε μερικές από αυτές τις επιρροές σε τραγούδια των Danse Society όπως το “Heaven is Waiting” ειδικά στα remix. Σίγουρα μπήκε στην ψυχή μας όσον αφορά το groove αλλά και την παραγωγή και την ενορχήστρωση, από τη στιγμή που πέτυχε διάνα το δικό μου κατάλληλο σημείο αλλά και του Lyndon που παίζει τα keyboards. Δεν το είχα ακούσει για κάμποσο καιρό, αλλά το ακούω τώρα που σου γράφω και εξακολουθεί να με εκπλήσσει, ειδικά όταν σκέφτομαι πότε κυκλοφόρησε. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι είναι ετεροχρονισμένο, γιατί εξακολουθεί να ακούγεται φανταστικό, παρόλο που η τεχνολογία, το sampling και η σύνθεση προχώρησαν, είναι δύσκολο να σκεφτώ καλύτερο άλμπουμ. Λατρεύω όλη τη δουλειά του Eno, αλλά η συνεργασία του με τον David Byrne ήταν σίγουρα η κορύφωση των έργων του που δεν είναι ambient. Η ιδιοφυία επί 2».
Το αρχικό εξώφυλλο στο οποίο αναφέρεται, είναι δημιουργία του Peter Saville, του ανθρώπου που έφτιαχνε εξώφυλλα για τους δίσκους της Factory Records, της οποίας ήταν και συνιδρυτής, μαζί με τον Tony Wilson και τον Alan Erasmus. Τα εξώφυλλα των Joy Division και όλα αυτά, είναι δικά του…
Το My Life in The Bush of Ghosts κυκλοφόρησε στην Μεγάλη Βρετανία τον Φεβρουάριο του 1981 και έφτασε μέχρι την 29η θέση στα τσαρτ της χώρας, ενώ στις ΗΠΑ ανέβηκε μέχρι το νούμερο 44.
Καθόλου άσχημα για πειραματικό άλμπουμ.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΣΧΕΤΙΚΑ:
Λόγια ανθρώπων επιφανών: Brian Eno
David Byrne: Ποδήλατο και πόλη...
David Sylvian - "Brilliant Trees" (Virgin, 1984)
BLOG και ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΕΣ ΤΟΥ MIΧΑΛΗ ΠΟΥΓΟΥΝΑ:
https://tribe4mian.wordpress.com/
ΑΚΟΥΣΤΕ ΤΙΣ ΕΚΠΟΜΠΕΣ ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΗ ΠΟΥΓΟΥΝΑ στο Blackout Radio Show...
Μιχάλης Πούγουνας
Ο Μιχάλης Πούγουνας γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα. Σπούδασε σκηνοθεσία κιν/φου, έχει κάνει δυο ντοκιμαντερ με τιτλο Όταν η Καλλιθέα Πήγαινε Cinema (υπάρχουν στο YouTube) και βραβεύτηκε για την ταινία μικρού μήκους “Vlad ο Δαιμων” στο Διεθνες Φεστιβαλ Ταινιών της Πάτρας. Ήταν ιδρυτικό μέλος και τραγουδιστής των Flowers of Romance απο το 1981 ως το 1998 και των Nexus απο το 1999 ως το 2005. Το 2000 δημιούργησε την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρία Cyberdelia ενω απο το 2011 μεχρι σήμερα παρουσιάζει την δύωρη ραδιοφωνική εκπομπή The Blackout Radio Show with Mike Pougounas που μεταδίδεται απο ενα Αμερικάνικο ραδιοφωνικό σταθμό στα FM, τρεις Αγγλικούς ιντερνετικούς, έναν Ελληνικό κι έναν Κυπριακό. Έχει κυκλοφορήσει το βιβλίο “Rock’n’Roll rules ok?” με κείμενα σχετικά με την αλληλεπίδραση του ροκ και της κοινωνίας, καθως και τα μυθιστορήματα «To Κλειδί της Εύας» και «Μαύρο Χιόνι». Απο το 2006 είναι ο τραγουδιστής των New Zero God. Έχει κυκλοφορήσει συνολικά 13 στούντιο άλμπουμ.
Μιχάλης Πούγουνας
Ο Μιχάλης Πούγουνας γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα. Σπούδασε σκηνοθεσία κιν/φου, έχει κάνει δυο ντοκιμαντερ με τιτλο Όταν η Καλλιθέα Πήγαινε Cinema (υπάρχουν στο YouTube) και βραβεύτηκε για την ταινία μικρού μήκους “Vlad ο Δαιμων” στο Διεθνες Φεστιβαλ Ταινιών της Πάτρας. Ήταν ιδρυτικό μέλος και τραγουδιστής των Flowers of Romance απο το 1981 ως το 1998 και των Nexus απο το 1999 ως το 2005. Το 2000 δημιούργησε την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρία Cyberdelia ενω απο το 2011 μεχρι σήμερα παρουσιάζει την δύωρη ραδιοφωνική εκπομπή The Blackout Radio Show with Mike Pougounas που μεταδίδεται απο ενα Αμερικάνικο ραδιοφωνικό σταθμό στα FM, τρεις Αγγλικούς ιντερνετικούς, έναν Ελληνικό κι έναν Κυπριακό. Έχει κυκλοφορήσει το βιβλίο “Rock’n’Roll rules ok?” με κείμενα σχετικά με την αλληλεπίδραση του ροκ και της κοινωνίας, καθως και τα μυθιστορήματα «To Κλειδί της Εύας» και «Μαύρο Χιόνι». Απο το 2006 είναι ο τραγουδιστής των New Zero God. Έχει κυκλοφορήσει συνολικά 13 στούντιο άλμπουμ.
Μιχάλης Πούγουνας
Ο Μιχάλης Πούγουνας γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα. Σπούδασε σκηνοθεσία κιν/φου, έχει κάνει δυο ντοκιμαντερ με τιτλο Όταν η Καλλιθέα Πήγαινε Cinema (υπάρχουν στο YouTube) και βραβεύτηκε για την ταινία μικρού μήκους “Vlad ο Δαιμων” στο Διεθνες Φεστιβαλ Ταινιών της Πάτρας. Ήταν ιδρυτικό μέλος και τραγουδιστής των Flowers of Romance απο το 1981 ως το 1998 και των Nexus απο το 1999 ως το 2005. Το 2000 δημιούργησε την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρία Cyberdelia ενω απο το 2011 μεχρι σήμερα παρουσιάζει την δύωρη ραδιοφωνική εκπομπή The Blackout Radio Show with Mike Pougounas που μεταδίδεται απο ενα Αμερικάνικο ραδιοφωνικό σταθμό στα FM, τρεις Αγγλικούς ιντερνετικούς, έναν Ελληνικό κι έναν Κυπριακό. Έχει κυκλοφορήσει το βιβλίο “Rock’n’Roll rules ok?” με κείμενα σχετικά με την αλληλεπίδραση του ροκ και της κοινωνίας, καθως και τα μυθιστορήματα «To Κλειδί της Εύας» και «Μαύρο Χιόνι». Απο το 2006 είναι ο τραγουδιστής των New Zero God. Έχει κυκλοφορήσει συνολικά 13 στούντιο άλμπουμ.