Γράφει ο Μιχάλης Πούγουνας*
Οι Γερμανοί Popol Vuh, το μουσικό όχημα που δημιούργησε το 1969 στο Μόναχο ο Florian Fricke για διένυσαν μια μεγάλη μουσική διαδρομή μέσα από τα είκοσι άλμπουμ που κυκλοφόρησαν, ξεκινώντας από τον ηλεκτρονικό ήχο του Moog. Ουσιαστικά, το συγκρότημα ήταν ο ίδιος ο Fricke, αλλά είχε ανάγκη να συνεργάζεται με άλλους για να προβάλλει τη μουσική του και να εξωτερικεύει τις πνευματικές ανησυχίες του. Όταν δεν βρισκόταν στο στούντιο, ο Γερμανός συνθέτης προτιμούσε να τριγυρνάει τον πλανήτη και μολονότι συμμετείχε μόνο σε δύο δουλειές άλλων συγκροτημάτων, κράτησε επαφή με τους Amon Düül II και η τραγουδίστριά τους, Renate Knaup, τραγούδησε σε πολλά άλμπουμ των Popol Vuh.
Ο Fricke γεννήθηκε το 1944 στην λίμνη Κωνσταντίας ή Μπόντενζεε, στις βόρειες παρυφές των Άλπεων μεταξύ Γερμανίας, Ελβετίας και Αυστρίας, και καθώς μεγάλωνε σε οικογένεια μουσικών άρχισε να παίζει πιάνο από παιδί. Αργότερα σπούδασε πιάνο, σύνθεση και διεύθυνση ορχήστρας στα κρατικά ωδεία του Φράιμπουργκ και του Μονάχου με καθηγητή τον τσελίστα, συνθέτη και μαέστρο της όπερας της Βιέννης, Rudolph Hindemith.
Ο Fricke είναι αντιπροσωπευτικός χαρακτήρας εκείνης της γενιάς της μεταπολεμικής Γερμανίας που έψαχνε να βρει νέα σημεία εκκίνησης και στα 18 του άρχισε να πειραματίζεται με την avant-garde μουσική και την free jazz και μάλιστα εκείνη την εποχή γύρισε μερικές ταινίες μικρού μήκους. Αρχικά εργάστηκε ως δημοσιογράφος της Süddeutsche Zeitung, γράφοντας για μουσική και κινηματογράφο γράφοντας κριτικές κυρίως για συναυλίες κλασικής μουσικής, αλλά και των Bee Gees, των Mothers of Invention του Frank Zappa, του La Monte Young, κ.α.
Στα 25 του βρέθηκε να βοηθά τον Eberhard Schoener που προετοιμαζόταν να συμμετάσχει στη Διεθνή Έκθεση της Οσάκα το 1970. Ο Schoener ήταν έξι χρόνια μεγαλύτερος από τον Fricke και ένας μουσικός, συνθέτης, μαέστρος και ενορχηστρωτής από τους πρώτους που υιοθέτησαν και προώθησαν το συνθεσάιζερ Moog στην Ευρώπη. Αργότερα, στην δεκαετία του 1970, θα συνεργαζόταν με μουσικούς της rock όπως ο Jon Lord των Deep Purple και οι Police, αλλά και με τους Tangerine Dream σε μια ορχηστρική διασκευή του τραγουδιού «Mojave Plan» για μια ζωντανή εμφάνιση στην γερμανική τηλεόραση το 1981.
Κάπως έτσι, ο Fricke ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με το Moog III, εντυπωσιάστηκε και αποφάσισε να αγοράσει ένα. Το Moog του άνοιξε πόρτες για να εξερευνήσει νέους μουσικούς ορίζοντες και ζήτησε την βοήθεια του κινηματογραφιστή και μοντέρ Frank Fiedler και του περκασιονίστα Holger Trülzsch που είχε παίξει στο Phallus Dei, το ντεμπούτο άλμπουμ των Amon Düül II του 1969, και στο άλμπουμ των Embryo, Opal, του 1970.
Ένα βιβλίο που είχε ασκήσει μεγάλη επιρροή τόσο στον Fricke όσο και στον φίλο του, σκηνοθέτη Werner Herzog, ήταν το Popol Vuh, ένα ιερό κείμενο που αφηγείται τη μυθολογία και την ιστορία των Kʼicheʼ της Γουατεμάλας, έναν από τους λαούς των Μάγια που κατοικούσαν στις μεξικανικές πολιτείες Τσιάπας, Καμπέτσε, Γιουκατάν και Κιντάνα καθώς και σε περιοχές του Μπελίζ, της Ονδούρας και του Ελ Σαλβαδόρ. Το Popol Vuh είναι μια θεμελιώδης αφήγηση των Kʼiche’ πολύ πριν οι Ισπανοί κατακτήσουν τους Μάγια και περιλαμβάνει τον μύθο της δημιουργίας των Μάγια, τα κατορθώματα των διδύμων Ηρώων Hunahpú και Xbalanqué, και ένα χρονικό του λαού των Kʼicheʼ. Το Popol Vuh μπορεί να μεταφραστεί ως «Βιβλίο της Κοινότητας» ή «Βιβλίο των Συμβουλών» (στην κυριολεξία όμως σημαίνει «Βιβλίο που αναφέρεται στο χαλάκι», καθώς στην αρχαία κοινωνία τους οι Kʼicheʼ χρησιμοποιούσαν ως βασιλικό θρόνο ένα υφαντό χαλάκι που συμβόλιζε την ενότητα της κοινότητας).
Όπως δήλωσε σε μια συνέντευξη ο Fricke, αυτό το βιβλίο τον βοήθησε να κατανοήσει άλλα ιερά βιβλία στην αναζήτησή του για την ουσία της θρησκείας, αναζητώντας έμπνευση στη χριστιανική πνευματικότητα καθώς και στην πνευματικότητα των ανατολικών και άλλων θρησκειών.
Ορμώμενος από την έμπνευση που άντλησε διαβάζοντας το βιβλίο, ο Fricke δημιούργησε το μουσικό σύνολο Popol Vuh και οι πρώτες του δημιουργίες με το Moog ήταν τα σάουντρακ των ταινιών Auch Zwerge haben klein angefangen του Herzog (1970), Wintermärchen του Ulf von Mechow (1971) και Antarktis του George Moorse (1971). Μάλιστα, το 1968 ο Fricke είχε λάβει μέρος ως ηθοποιός στην ταινία του Herzog, Lebenszeichen, και αργότερα, το 1974, συμμετείχε στο Jeder für sich und Gott gegen Alle υποδυόμενος έναν τυφλό πιανίστα.
Το 1969, ο Gerhard Augustin, ένας από τους διευθυντές της United Artists, ήθελε να κάνει κάτι σχετικά με το Moog κι έτσι ήρθε σε συμφωνία με τον Florian Fricke για την ηχογράφηση του πρώτου άλμπουμ των Popol Vuh. Το Affenstunde κυκλοφόρησε το 1970 από την εταιρία Liberty και ήταν ένα από τα πρώτα δείγματα της χρήσης του Moog στην ηχογράφηση και την παραγωγή μουσικής. Ήταν το ξεκίνημα για ένα από τα μεγάλα ονόματα του krautrock. Ουσιαστικά στο άλμπουμ υπάρχουν δύο τραγούδια, ένα σε κάθε πλευρά, στην πρώτη το «Ich Mache Einen Spiegel» σε τέσσερα μέρη και στη δεύτερη το τραγούδι του τίτλου. Ηχητικά θυμίζει τις πρώιμες δουλειές των Tangerine Dream, οι οποίοι κάλεσαν τον Fricke να συμμετάσχει με το Moog του στο τραγούδι «Birth of Liquid Plejades» μέσα από το άλμπουμ Zeit του 1972.
Ο Augustin είχε δημιουργήσει την εκπομπή Beatclub στο Radio Bremen και βοήθησε τους Popol Vuh στην πρώτη τους τηλεοπτική εμφάνιση.
Το 1971, η εταιρεία Pilz κυκλοφόρησε το δεύτερο άλμπουμ των Popol Vuh, In Den Garten Pharaos (Στους κήπους του Φαραώ). Η Pilz ήταν δημιούργημα του Γερμανού συγγραφέα και μουσικού παραγωγού Rolf-Ulrich Kaiser, μια κομβική φιγούρα στην ανάπτυξη του krautrock επειδή εκτός της Pilz είχε τις δισκογραφικές εταιρείες Ohr και Cosmic Couriers, μεσω των οποίων κυκλοφόρησαν δουλειές τους οι Kraftwerk, οι Tangerine Dream, ο Klaus Schulze, οι Ash Ra Tempel, οι Cosmic Jokers, οι Guru Guru, ο Sergius Golowin, οι Amon Düül, οι Birth Control, οι Embryo και άλλοι. Από το 1968 έως το 1972 ο Kaiser κυκλοφόρησε αρκετά βιβλία σχετικά με τη rock μουσική και ήταν ο πρώτος που έφερε τον Frank Zappa στην Γερμανία για συναυλίες. Από τις τρεις δισκογραφικές εταιρείες που δημιούργησε, η πιο σημαντική για το krautrock θεωρείται η Ohr που ιδρύθηκε το 1969.
To In den Gärten Pharaos ακολουθεί το πρότυπο των συγκροτημάτων του krautrock εκείνης της εποχής, να έχουν μεγάλα σε διάρκεια τραγούδια. Έτσι, την πρώτη πλευρά καλύπτει το «In den Gärten Pharaos» και την δεύτερη το «Vuh», το οποίο ηχογραφήθηκε με το εκκλησιαστικό όργανο της εκκλησίας του Μπάουμπουργκ, κλείνοντας ίσως έτσι το μάτι σε αυτό που θα ακολουθούσε αργότερα. Το άλμπουμ κυριαρχείται από τους ήχους των πλήκτρων και των κρουστών και μάλιστα στο ομώνυμο τραγούδι ο Fricke προσπάθησε να κάνει το Moog να μιμηθεί την ανθρώπινη φωνή αλλά στη συνέχεια έχασε το ενδιαφέρον του για το συγκεκριμένο όργανο και αποφάσισε να στραφεί στον χριστιανισμό και τον ινδουισμό και να απομακρυνθεί από τον ηλεκτρονικό ήχο.
Μετά το In den Gärten Pharaos, ο Holger Trülzsch αποχώρησε από τους Popol Vuh και στράφηκε στη γλυπτική και τη φωτογραφία. Μάλιστα, δική του δουλειά είναι το εξώφυλλο του σινγκλ «Metal Mickey/The Drowners» που κυκλοφόρησαν οι Βρετανοί Suede το 1992. Από το συγκρότημα αποχώρησε και ο Fiedler αλλά μερικά χρόνια αργότερα θα επέστρεφε.
Η επόμενη κυκλοφορία των Popol Vuh ήταν εντελώς διαφορετική, με τον Fricke να στρέφεται σε συμβατικά όργανα και να παντρεύει την δυτική κλασσική μουσική με το space rock και τη μουσική της Ασίας. Στα φωνητικά επιστράτευσε τη Κορεάτισσα σοπράνο Djong Yun, κόρη του σύγχρονου κλασικού συνθέτη και καθηγητή στη Μουσική Σχολή του Βερολίνου, Isang Yun, και συνέθεσε την Όπερα για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μονάχου. Ο Fricke είχε γνωρίσει την Yun όταν ζούσε στο Μόναχο και καθώς από το σπίτι του περνούσαν διάφοροι μουσικοί που επισκέπτονταν την πόλη και πήγαιναν να τζαμάρουν μαζί του, μια μέρα πήγε και η Djong Yun. Εκείνη την εποχή ο Γερμανός μουσικός συνεργαζόταν με την Ισραηλινή τραγουδίστρια Esther Ofarim που όμως δεν ήθελε να ερμηνεύει τραγούδια με στίχους που παρέπεμπαν στο χριστιανισμό. Έτσι ο Fricke στράφηκε στην Djong Yun και οι δυο τους εγκαινίασαν τη συνεργασία τους με το «Du sollst Lieben/Ave Maria» του 1972, το μοναδικό προσωπικό της σινγκλ μέχρι το άλμπουμ Die Nacht der Seele, πάλι με τους Popol Vuh, το 1979.
Την κιθάρα στους Popol Vuh ανέλαβε ο Conny Veit των Gila, μιας μπάντας από τη Στουτγάρδη. Ο Fricke τον είχε γνωρίσει όταν τον κάλεσαν να παίξει mellotron και πιάνο στο άλμπουμ Bury My Heart At Wounded Knee των Gila το 1970. Το όμποε ανέλαβε ο Αμερικάνος Robert Eliscu και τον ταμπουρά ο πολυοργανίστας Klaus Wiese, ένας από τους μεγαλύτερους ambient και space καλλιτέχνες μαζί με τον Robert Rich, τον Steve Roach, τον Michael Stearns, την Constance Demby και τον Jonn Serrie.
Με αυτή την σύνθεση οι Popol Vuh ηχογράφησαν το άλμπουμ Hosianna Mantra, ένα έργο για την πνευματικότητα και το βέβηλο, το οποίο θα σηματοδοτούσε την αρχή μιας σειράς από δίσκους που ηχογράφησε το συγκρότημα με ακουστικά όργανα. Η πνευματική του προσέγγιση είναι ότι δέχεται όλες τις θρησκείες ως διαφορετικές εκδηλώσεις της ίδιας αναζήτησης του ιερού σε αντίθεση με την πολιτική κατάχρηση των θρησκειών μέσω δεισιδαιμονικών μαζών.
Με το τέλος των ηχογραφήσεων του άλμπουμ, ο Veit αποχώρησε αλλά επέστρεψε για την ηχογράφηση του επόμενου που είχε τίτλο Seligpreisung (Μακαριότητα – Οι Μακαρισμοί είναι οκτώ ευλογίες και σύμφωνα με το Ευαγγέλιο του Ματθαίου ο Ιησούς παρέδωσε προφορικά το περιεχόμενό τους στην Επί του Όρους Ομιλία).
Σε αυτό, το τέταρτο άλμπουμ των Popol Vuh, έρχεται να παίξει σημαντικό ρόλο ο πρώην ντράμερ και κιθαρίστας των Amon Düül II, Daniel Fichelscher. Η Yun δεν μπορούσε να πάρει μέρος στην ηχογράφηση και έτσι το, που θεωρείται από τα καλύτερα άλμπουμ της μπάντας, είναι το μοναδικό από όλα τα άλμπουμ των Popol Vuh όπου τραγουδάει ο Fricke, ενώ ο Conny Veit συμμετέχει ως καλεσμένος. Από εδώ και πέρα ο Fichelscher γίνεται το δεύτερο επίσημο μέλος της μπάντας παίζοντας όχι μόνο τα κρουστά αλλά και τις κιθάρες. Το Seligpreisung κυκλοφόρησε το 1974 από την Kosmische Musik του Rolf-Ulrich Kaiser και της φίλης του, Gille Lettmann.
Το 1975 η United Artists κυκλοφόρησε το Das Hohelied Salomos (Τα Τραγούδια του Σολομώντα). Με τη Yun να επιστρέφει στα φωνητικά και με τον Daniel Fichelscher, ο Fricke και η παρέα του τελειοποιούν το krautrock με φυσικά όργανα και με το προηγούμενο άλμπουμ, με το Seligpreisung, και με το επόμενο, το Einsjäger & Siebenjäger, ουσιαστικά δημιουργούν μια συγκεκριμένη μουσική περίοδο. Σιτάρ στο δίσκο παίζει ο Al Gromer Khan, ένας μουσικός με μεγάλη ιστορία στον χώρο της ambient και ethnic μουσικής, και τάμπλα ο Shana Kumar. Το θέμα του Das Hohelied Salomos είναι εμπνευσμένο από τη βιβλική Σοφία Σολομώντος που αναφέρεται απλά ως «Σοφία» και από μερικούς εκκλησιαστικούς συγγραφείς «Θεία Σοφία» ή «Πανάρετος Σοφία» και είναι μια διατριβή πάνω στα αγαθά της σοφίας και τα κακά της ασέβειας.
Σύμφωνα με δηλώσεις του Fricke, η συνεργασία του με τον Fichelscher πραγματικά απογειώθηκε στο επόμενο άλμπουμ, Einsjäger und Siebenjäger, που κυκλοφόρησε την ίδια χρονιά με το Das Hohelied Salomos αλλά από την Kosmische Musik. Ο τίτλος προέρχεται από το βιβλίο Popol Vu και πρόκειται για δυο ονόματα θεών: του Hun-Hunahpu (Κυνηγός Ένα) και του Vucub-Hunahpu (Κυνηγός Επτά). Εδώ η μπάντα επιστρέφει ως τρίο, με τον Fricke, την Yun και τον Fichelscher, ενώ στο φλάουτο συμμετέχει ο γνωστός Γερμανός πνευστός Olaf Kübler που για ένα σύντομο διάστημα υπήρξε παραγωγός και μάνατζερ των Amon Düül II. Κάποια μέρη του άλμπουμ ήταν τόσο καλά εκτελεσμένα που κρατήθηκαν όπως είχαν παιχτεί την πρώτη φορά. To διάρκειας ενός λεπτού «Kleiner Krieger» (Μικρός Πολεμιστής) που ανοίγει το άλμπουμ, καθώς και το «King Minos» που ακολουθεί, θα ξαναηχογραφηθούν αργότερα για το σάουντρακ της ταινίας Nosferatu του Werner Herzog.
Το έβδομο άλμπουμ των Popol Vuh είναι το Aguirre και προκειμένου να επωφεληθούν από την διεθνή επιτυχία της ταινίας του Werner Herzog, Aguirre, der Zorn Gottes (Αγκίρε, η Μάστιγα του Θεού), στην οποία ακούγονται τα τραγούδια τους «Aguirre I» και το «Aguirre II», κυκλοφόρησαν αυτό το άλμπουμ που περιείχε παλιότερα και νεότερα τραγούδια τους. Τα υπόλοιπα τραγούδια του δίσκου είναι από διάφορες ηχογραφήσεις που πραγματοποίησε η μπάντα την περίοδο 1972–74, συμπεριλαμβανομένων εναλλακτικών εκτελέσεων δύο τραγουδιών, του «Morgengruß II» και του «Agnus Dei» που αρχικά είχαν κυκλοφορήσει στο άλμπουμ Einsjäger und Siebenjäger. Δεν παύει όμως να είναι ένα από τα αριστουργήματα του krautrock και μια από τις πέντε συνεργασίες του Fricke με τον Herzog. Πολλοί συνέκριναν αυτό το άλμπουμ με την δουλειά του Brian Eno, ο οποίος πολύ αργότερα, το 1997, θα ομολογήσει στο περιοδικό Mojo ότι εκείνα τα τραγούδια του Fricke πράγματι του άρεσαν.
Στο Letzte Tage – Letzte Nächte (Τελευταίες Μέρες – Τελευταίες Νύχτες) του 1976, το συγκρότημα πλησιάζει όσο πιο κοντά μπορεί στο παραδοσιακό rock, με την μουσική να επικεντρώνεται κυρίως στην ηλεκτρική κιθάρα του Fichelscher, ενώ στον δίσκο συμμετέχει η Renate Knaup των Amon Düül II, ο περκασιονίστας Ted De Jong, και επιστρέφει ο Alois Gromer στο σιτάρ.
Χωρίς την έγκριση του Fricke, την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε από την ιταλική PDU το άλμπουμ Yoga με το «Yoga 1» στην πρώτη πλευρά και το «Yoga 2» στην δεύτερη. Πρόκειται για μια ηχογράφηση στο Studio 70 του Μονάχου από το 1974 και δεν προοριζόταν να κυκλοφορήσει ποτέ. Στο άλμπουμ πέρα από τον Fricke, συμμετέχει χωρίς να αναφέρεται, ο Pandit Sankha Chatterjee, τον οποίο μπορείτε να βρείτε να παίζει τάμπλα στο άλμπουμ του Πέτρου Ταμπούρη, Modes And Talas του 1995. Φωνητικά κάνει η Beena Chatterjee, επίσης χωρίς να αναφέρεται, όπως δεν αναφέρονται και ο Peter Müller (του prog rock συγκροτήματος Between με τους οποίους έπαιζε και ο Robert Eliscu) στο σαράνγκι και δεν υπάρχει ούτε το όνομα του Al Gromer που έπαιξε σιτάρ.
Μετά από αυτή την κυκλοφορία και μεταξύ 1976 και 1982 οι Popol Vuh θα ηχογραφούσαν άλλα τέσσερα σάουντρακ: Heart of Glass, Nosferatu, Fitzcarraldo, και Cobra Verde, καθώς και μουσική για ντοκιμαντέρ. Το πρώτο, το Herz aus Glas (Heart of Glass) του 1977, μπορεί να κυκλοφόρησε ως το σάουντρακ της ταινίας αλλά στην πραγματικότητα μόνο δύο κομμάτια ακούγονταν σε αυτήν, το «Engel der Gegenwart» (Άγγελος του Παρόντος) και το «Hüter der Schwelle» (Φύλακας στο Κατώφλι). Ο πραγματικός τίτλος αυτού του άλμπουμ ήταν inget, Denn Der Gesang Vertreibt Die Wölfe… (Τραγουδήστε, γιατί το τραγούδι διώχνει τους λύκους) όταν όμως κυκλοφόρησε το LP στο εξώφυλλο μπήκε ο τίτλος της ταινίας του Herzog. Σε αυτόν τον δίσκο, στο δίδυμο Florian Fricke και Daniel Fichelscher προστέθηκαν ο Alois Gromer (σιτάρ) και ο Mathias von Tippelskirch (φλάουτο).
Το 1978, η Brain από το Αμβούργο, μια άλλη σημαντική δισκογραφική εταιρία για το krautrock, κυκλοφόρησε το άλμπουμ Brüder des Schattens – Söhne des Lichts (Αδέρφια της Σκιάς – Γιοί του Φωτός). Πρόκειται είναι μια συλλογή τραγουδιών που έγραψε ο Florian Fricke για ταινίες του Werner Herzog. Το δεκαοκτάλεπτο «Brüder Des Schattens – Söhne Des Lichts» είναι μια διαφορετική εκτέλεση του «On The Way», της ταινίας Nosferatu. Προσθέτοντας το όμποε, το τραγούδι έγινε λιγότερο απόκοσμο σε συνδυασμό με το αυτοσχεδιαστικό «Söhne Des Lichts». Τα άλλα τρία τραγούδια είναι σαν να είχαν ξεμείνει από προηγούμενες ηχογραφήσεις.
Το άλμπουμ On the Way to a Little Way επίσης κυκλοφόρησε το 1978, επίσης ως σάουντρακ της ταινίας του Herzog, Nosferatu: Phantom der Nacht, αλλά τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι αφού υπάρχουν μόνο αποσπάσματα από την μουσική της ταινίας.
Την επόμενη χρονιά η Brain διένειμε στην αγορά το άλμπουμ Die Nacht Der Seele (Tantric Songs) – (Η Νύχτα της Ψυχής) που κατακλύζεται από τον μυστηριακό ήχο των μάντρα, σπρώχνοντας τους Popol Vuh μακριά από τη rock και πιο κοντά στην ethnic μουσική.
Πέρασαν δύο χρόνια μέχρι η Innovative Communication, η δισκογραφική εταιρεία που είχε ιδρύσει το 1978 ο Klaus Schulze με τον Michael Haentjes, να κυκλοφορήσει το άλμπουμ Sie still wisse Ich Bihn. Σε αυτό επανέρχεται η Renate Knaup στα φωνητικά και για πρώτη φορά ο Fricke ενορχηστρώνει χορωδία για να αποτυπώσει την μυστηριακή ατμόσφαιρα που έχει στο μυαλό του. Μάλιστα, ο συνθέτης σκηνοθέτησε ένα συνοδευτικό φιλμάκι με στατικές σκηνές που είχε τίτλο Sei still wisse ICH BIN και γυρίστηκε στο Ισραήλ. Πρωταγωνιστεί, ένα διάσημο φωτομοντέλο, η Veruschka von Lehndorff, η οποία παίζει το ρόλο μιας γενειοφόρου φιγούρας που μοιάζει με προφήτη.
ΠΑΡΕΝΘΕΣΗ: Ο πατέρας της Veruschka von Lehndorff ήταν ο Πρώσσος Κόμης von Lehndorff-Steinort, ο οποίος ενεπλάκη στην απόπειρα δολοφονίας του Χίτλερ το 1944 και απαγχονίστηκε από τους Ναζί την ίδια χρονιά, όταν η Βέρα ήταν τριών ετών. Η μητέρα της συνελήφθη και η Βέρα και οι αδερφές της πέρασαν το υπόλοιπο του πολέμου στα στρατόπεδα της Γκεστάπο. Επανασυνδέθηκαν με τη μητέρα τους μετά τον πόλεμο, αλλά η οικογένεια ήταν άπορη και εξοστρακίστηκε από άλλους Γερμανούς για την προδοσία του πατέρα τους. Κατέληξε να σπουδάζει σχέδιο για υφάσματα στη Φλωρεντία και εκεί ένας σχεδιαστής μόδας της ζήτησε για πρώτη φορά να γίνει μοντέλο. Είχε ταξιδέψει για πρώτη φορά στη Νέα Υόρκη το 1961 απλά ως η παλιά Βέρα, αλλά δεν κατάφερε να εξασφαλίσει ούτε μια φωτογράφιση. Αφού αποσύρθηκε στο Μιλάνο για ένα διάστημα, επέστρεψε για να κατακτήσει το Μανχάταν με το νέο της όνομα… Veruschka!
Το επόμενο άλμπουμ των Popol Vuh έχει ελληνικό τίτλο: Agape-Agape Love-Love, και εδώ τον Florian Fricke με τον Daniel Fichelscher συνοδεύουν η κιθάρα του Conny Veit και τα χορωδιακά φωνητικά της Renate Knaup. Ο ήχος είναι πολυσυλλεκτικός, με τον Fichelscher να συνθέτει το «They Danced, They Laughed, As of Old» την Knaup να τραγουδά και να παίζει κρουστά, καθώς ο Florian τους διευθύνει στις θρησκευτικές του αναζητήσεις.
Από νωρίς ο Fricke ενδιαφέρθηκε επίσης για την αναπνευστική μέθοδο. Εμπνευσμένος από τον Ολλανδό ψυχολόγο Cornelis Veening και από τεχνικές των τραγουδιών της Ανατολής ανέπτυξε τη δική του αναπνευστική μέθοδο με το όνομα «Alphabet of the Body». Ένα παράδειγμα αυτού του ομαδικού τραγουδιού μπορείτε να βρείτε στο προσωπικό του άλμπουμ Die Erde und Ich sind Eins (Η Γη και Εγώ Είμαστε Ένα) του 1983. Η μέθοδος αυτή θα είναι πιο εμφανής αργότερα, στην τελευταία δουλειά των Popol Vuh, Messa di Orfeo του 1999. Υπάρχει όμως και στο άλμπουμ Spirit of Peace που τραγούδησε η Renate Knaup και κυκλοφόρησε από την Νορβηγική Cicada Records το 1985.
Για την πέμπτη και τελευταία συνεργασία του με τον Klaus Kinski, το Cobra Verde, ο Herzog επέλεξε και πάλι τους Popol Vuh για να κάνουν το σάουντρακ της ταινίας του. Το θέμα της, πρόσφερε στον Fricke άπλετο χώρο για να δημιουργήσει μια βαθιά πνευματική και ουράνια μουσική. Στην ταινία ο Kinski υποδύεται τον τρομερό ληστή Cobra Verde, τον οποίο προσλαμβάνει ο ιδιοκτήτης μιας φυτείας για να επιβλέπει τους σκλάβους του. Όταν όμως υποψιάζεται πως ο Cobra Verde γυροφέρνει τις μικρές του κόρες, τον στέλνει στην Αφρική. Εκεί ο ληστής είναι ο μοναδικός λευκός στην περιοχ, και πέφτει θύμα βασανιστηρίων και ταπείνωσης. Αρχίζει να εκπαιδεύει έναν επαναστατικό στρατό και σύντομα βρίσκεται στα όρια της τρέλας. Στην σύνθεση βρίσκονται ο Florian Fricke φυσικά, ο Daniel Fichelscher και η Renate Knaup ενώ συμμετέχει η Κρατική Ορχήστρα της Βαυαρίας.
Το 1991 η Αμερικάνικη εταιρία Milan Records κυκλοφόρησε το δέκατο έβδομο άλμπουμ των Popol Vuh με τίτλο For You and Me, μια εμπορική απόπειρα του συγκροτήματος με το booklet του CD να αναγράφει τα εξής: «Αυτή είναι μουσική που αφιερώνεται στη συγχώνευση του ύφους διαφόρων πολιτισμών. Εδώ συγκεντρώνονται μουσικά στοιχεία από τα Ιμαλάια, την Ιρλανδία, την Ελλάδα και την Αφρική που δημιούργησαν world music με την αληθινή έννοια της φράσης που ξεπερνά τα πολιτισμικά όρια, αγγίζει και ελπίζω να ενώνει όλους τους ανθρώπους. Τα τραγούδια εδώ είναι μια ορχηστρική βάση της New Age/ethnic και folk μουσικής, με υπερβατικά φωνητικά». Στο άλμπουμ αυτό, το οποίο αφήνει πίσω του τις ημέρες του krautrock, πέρα από το γνωστό τρίο, συμμετέχουν η Ιρλανδή αρπίστρια Anne-Marie O’Farrell και ο Γερμανός πληκτράς Guido Hieronymus. Την ίδια χρονιά, ο Fricke κυκλοφόρησε ένα άλμπουμ στο οποίο παίζει τραγούδια του Wolfgang Amadeus Mozart με τίτλο Popol Vuh / Florian Fricke – Spielt Mozart.
Το 1995 η Milan κυκλοφορεί το City Raga, ίσως το πιο αμφιλεγόμενο στους κύκλους των οπαδών τους. Εδώ πλέον ο Fricke με τον Fichelscher ακούγονται πιο κοντά στους Enya ή στο «Sweet Lullaby» των Deep Forest και σε trance σύνολα της εποχής, με σαμπλαρισμένη την φωνή της Maya Rose, παρά ως ένα krautrock ή progressive συγκρότημα. Η επόμενη κυκλοφορία, το Shepherd’s Symphony, ήταν ακόμα περισσότερο προσανατολισμένη στον ηλεκτρονικό ήχο της εποχής. Ο Fichelscher είχε αποχωρήσει και στα πλήκτρα και την κιθάρα κάθισε για τρίτη κατά σειρά φορά σε δουλειά των Popol Vuh ο Guido Hieronymus. Ο Fricke παίζει το πιάνο και τα φωνητικά είναι και πάλι σαμπλαρισμένα. Θα έλεγε κανείς ότι είναι ένα ενδιαφέρον ηλεκτρονικό άλμπουμ των ‘90ς αλλά οι Popol Vuh έχουν απομακρυνθεί πάρα πολύ από τις ρίζες και τον αρχικό ήχο τους.
Το τελευταίο άλμπουμ που κυκλοφόρησε όσο ο Fricke βρισκόταν εν ζωή, είναι το Messa Di Orfeo, ζωντανά ηχογραφημένο το 1998 στον Labyrinth of Molfetta, στο Μπάρι της Ιταλίας, κατά τη διάρκεια του φεστιβάλ Time Zones. Εδώ απαγγέλει η Guillermina De Gennaro και ακούγεται και η φωνή της Maya Rose.
Ο Fricke που στα νιάτα του υπήρξε μαρξιστής, με τα χρόνια απομακρύνθηκε από τον μαρξισμό και θεωρούσε τον εαυτό του εκπρόσωπο μιας «αντικαπιταλιστικής, οικουμενικής και αντικαταναλωτικής παραλλαγής του χριστιανισμού». Ήθελε να συνδυάσει μια μη θρησκευτική μορφή της χριστιανικής θρησκείας με την ινδουιστική ορολογία, αν και ποτέ δεν ισχυρίστηκε κάποια «εσωτερική σοφία». Πέθανε στον ύπνο του από εγκεφαλικό στις 29 Δεκεμβρίου του 2001 σε ηλικία των 57 ετών.
Τον Οκτώβριο του 2003, ο Klaus Schulze έγραψε γι αυτόν: «Είναι πάντα λυπηρό να γράφεις για συνεργάτες που έφυγαν από κοντά μας πολύ νωρίς. Κάναμε επανάσταση στη μουσική με πολλούς τρόπους κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του εξήντα και του εβδομήντα, επηρεάζοντας πολλούς μουσικούς που ήρθαν μετά από εμάς, οι οποίοι σήμερα είναι διάσημοι και θα έχουν αντίκτυπο στη μουσική των επόμενων γενεών. Ο Florian ήταν και παραμένει ένας σημαντικός πρόδρομος της σύγχρονης ethnic και θρησκευτικής μουσικής. Επέλεξε την ηλεκτρονική μουσική και το μεγάλο του Moog, που αργότερα αγόρασα εγώ, για να απελευθερωθεί από τους περιορισμούς της παραδοσιακής μουσικής, αλλά σύντομα ανακάλυψε ότι δεν αυτό του άρεσε και τόσο και έτσι επέλεξε το μονοπάτι των ακουστικών οργάνων. Εδώ, συνέχισε δημιουργώντας έναν νέο κόσμο, που τόσο πολύ αγαπά ο Werner Herzog, μετατρέποντας τα μοτίβα ιδεών της ηλεκτρονικής μουσικής στη γλώσσα της ακουστικής ethnic μουσικής. Όλα αυτά μπορούν να επιτευχθούν μόνο αν επενδύσεις όλη σου την ψυχή και αφοσιωθείς ολοκληρωτικά στη μουσική σου. Η ενέργεια και η ζωντάνια θυσιάζονται, χωρίς συμβιβασμούς, κάτι που μου λείπει πολύ από τους σημερινούς μουσικούς/συνθέτες – σήμερα όμως τα πράγματα ίσως προσεγγίζονται σε πιο επιφανειακό και φοβισμένο επίπεδο αυτές τις μέρες. Η στάση μας ήταν πολύ ριζοσπαστική και απερίσκεπτη, ακόμα και όταν επρόκειτο για τη δική μας υγεία και ηθική… τίποτα άλλο δεν είχε σημασία εκτός από τη μουσική! Σήμερα συνειδητοποιώ ότι οι αφοσιωμένοι μουσικοί εκείνων των ημερών, όπως εμείς, ζουν με δανεικό χρόνο από την ηλικία των 50 ετών. Άλλοι περισσότερο, άλλοι λιγότερο. Αλλά αυτό που δημιουργήσαμε αντισταθμίζει αυτόν τον λιγότερο χρόνο που ξοδεύουμε σε αυτόν τον πλανήτη.
Αντίο Florian!»
* Το παρόν κείμενο δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο tribe4mian.wordpress.com
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΣΧΕΤΙΚΑ:
Krautrock: rock, πολιτική και πρωτοπορία.
«Phaedra»: 50 χρόνια από την κυκλοφορία του πρωτοποριακού άλμπουμ των Tangerine Dream...
Δύναμη και πάθος: Πενήντα (και κάτι) χρόνια Eloy...
Conny Plank: Ο θόρυβος και οι δυνατότητές του...
Τη μέρα που ο Lester συνάντησε τους Kraftwerk...
ΔΕΙΤΕ:
Tangerine Dream: Η συναυλία τον Αύγουστο του 1983 στον Λυκαβηττό (video)
BLOG και ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΕΣ ΤΟΥ MIΧΑΛΗ ΠΟΥΓΟΥΝΑ:
https://tribe4mian.wordpress.com/
ΑΚΟΥΣΤΕ ΤΙΣ ΕΚΠΟΜΠΕΣ ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΗ ΠΟΥΓΟΥΝΑ στο Blackout Radio Show...

Μιχάλης Πούγουνας
Ο Μιχάλης Πούγουνας γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα. Σπούδασε σκηνοθεσία κιν/φου, έχει κάνει δυο ντοκιμαντερ με τιτλο Όταν η Καλλιθέα Πήγαινε Cinema (υπάρχουν στο YouTube) και βραβεύτηκε για την ταινία μικρού μήκους “Vlad ο Δαιμων” στο Διεθνες Φεστιβαλ Ταινιών της Πάτρας. Ήταν ιδρυτικό μέλος και τραγουδιστής των Flowers of Romance απο το 1981 ως το 1998 και των Nexus απο το 1999 ως το 2005. Το 2000 δημιούργησε την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρία Cyberdelia ενω απο το 2011 μεχρι σήμερα παρουσιάζει την δύωρη ραδιοφωνική εκπομπή The Blackout Radio Show with Mike Pougounas που μεταδίδεται απο ενα Αμερικάνικο ραδιοφωνικό σταθμό στα FM, τρεις Αγγλικούς ιντερνετικούς, έναν Ελληνικό κι έναν Κυπριακό. Έχει κυκλοφορήσει το βιβλίο “Rock’n’Roll rules ok?” με κείμενα σχετικά με την αλληλεπίδραση του ροκ και της κοινωνίας, καθως και τα μυθιστορήματα «To Κλειδί της Εύας» και «Μαύρο Χιόνι». Απο το 2006 είναι ο τραγουδιστής των New Zero God. Έχει κυκλοφορήσει συνολικά 13 στούντιο άλμπουμ.
Μιχάλης Πούγουνας
Ο Μιχάλης Πούγουνας γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα. Σπούδασε σκηνοθεσία κιν/φου, έχει κάνει δυο ντοκιμαντερ με τιτλο Όταν η Καλλιθέα Πήγαινε Cinema (υπάρχουν στο YouTube) και βραβεύτηκε για την ταινία μικρού μήκους “Vlad ο Δαιμων” στο Διεθνες Φεστιβαλ Ταινιών της Πάτρας. Ήταν ιδρυτικό μέλος και τραγουδιστής των Flowers of Romance απο το 1981 ως το 1998 και των Nexus απο το 1999 ως το 2005. Το 2000 δημιούργησε την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρία Cyberdelia ενω απο το 2011 μεχρι σήμερα παρουσιάζει την δύωρη ραδιοφωνική εκπομπή The Blackout Radio Show with Mike Pougounas που μεταδίδεται απο ενα Αμερικάνικο ραδιοφωνικό σταθμό στα FM, τρεις Αγγλικούς ιντερνετικούς, έναν Ελληνικό κι έναν Κυπριακό. Έχει κυκλοφορήσει το βιβλίο “Rock’n’Roll rules ok?” με κείμενα σχετικά με την αλληλεπίδραση του ροκ και της κοινωνίας, καθως και τα μυθιστορήματα «To Κλειδί της Εύας» και «Μαύρο Χιόνι». Απο το 2006 είναι ο τραγουδιστής των New Zero God. Έχει κυκλοφορήσει συνολικά 13 στούντιο άλμπουμ.
Μιχάλης Πούγουνας
Ο Μιχάλης Πούγουνας γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα. Σπούδασε σκηνοθεσία κιν/φου, έχει κάνει δυο ντοκιμαντερ με τιτλο Όταν η Καλλιθέα Πήγαινε Cinema (υπάρχουν στο YouTube) και βραβεύτηκε για την ταινία μικρού μήκους “Vlad ο Δαιμων” στο Διεθνες Φεστιβαλ Ταινιών της Πάτρας. Ήταν ιδρυτικό μέλος και τραγουδιστής των Flowers of Romance απο το 1981 ως το 1998 και των Nexus απο το 1999 ως το 2005. Το 2000 δημιούργησε την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρία Cyberdelia ενω απο το 2011 μεχρι σήμερα παρουσιάζει την δύωρη ραδιοφωνική εκπομπή The Blackout Radio Show with Mike Pougounas που μεταδίδεται απο ενα Αμερικάνικο ραδιοφωνικό σταθμό στα FM, τρεις Αγγλικούς ιντερνετικούς, έναν Ελληνικό κι έναν Κυπριακό. Έχει κυκλοφορήσει το βιβλίο “Rock’n’Roll rules ok?” με κείμενα σχετικά με την αλληλεπίδραση του ροκ και της κοινωνίας, καθως και τα μυθιστορήματα «To Κλειδί της Εύας» και «Μαύρο Χιόνι». Απο το 2006 είναι ο τραγουδιστής των New Zero God. Έχει κυκλοφορήσει συνολικά 13 στούντιο άλμπουμ.