Γράφει ο Θανάσης Μήνας
Ο Richard Wright θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους Αφροαμερικανούς συγγραφείς/διανοούμενους του 20ού αιώνα, ένας από αυτούς που προετοίμασαν το έδαφος για την έκρηξη του κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα στη δεκαετία του 1950 και για το Black Power στα 60’ς. Βίωσε από μικρός τους φυλετικούς διαχωρισμούς (το επονομαζόμενο Jim Crow) και τα ρατσιστικά εγκλήματα του αμερικάνικου Νότου και αργότερα τον κοινωνικό αποκλεισμό του γκέτο στο Σικάγο όπου εγκαταστάθηκε.
Ο άνθρωπος που έζησε υπογείως (The Man Who Lived Underground) γράφτηκε στις αρχές τις δεκαετίας του 1940. Σε σημεία καφκικό ως προς το ύφος και τη θεματολογία του, που όμως προσαρμόζονται στην αφροαμερικανική εμπειρία, το μυθιστόρημα περιγράφει την παντελώς αναίτια σύλληψη, τον εξευτελισμό, τον βασανισμό και τελικά τη δολοφονία ενός μαύρου από τρείς λευκούς αστυνομικούς μόνο και μόνο επειδή ως μαύρος ήταν ο βολικός ένοχος για κάποιο έγκλημα και επειδή έβρισκαν απόλαυση σ' αυτό που έκαναν. Πρόκειται για μια δυσοίωνη ιστορία -υφασμένη σαν καταιγιστικός τζαζ αυτοσχεδιασμός-, όπου η λογοτεχνική παράδοση του κοινωνικού ρεαλισμού ενοφθαλμίζεται με υπερρεαλιστικές τεχνικές, προσφέροντάς μας μια αλληγορία οικουμενικού ενδιαφέροντος για τη μαύρη εμπειρία. Ωστόσο, στην εποχή του το μυθιστόρημα θεωρήθηκε ιδιαίτερα σκληρό και προκλητικό (για τον τρόπο που περιγράφει τη βιαιότητα των λευκών αστυνομικών) και απορρίφθηκε από τους εκδοτικούς οίκους με τους οποίους σχετιζόταν ο συγγραφέας. Ο Richard Wrigh δεν πρόλαβε την κορύφωση του κινήματος του Black Power το οποίο μαζί με άλλους προετοίμασε, καθώς απεβίωσε αυτοεξόριστος στο Παρίσι το 1960. Στη συνέχεια το χειρόγραφο χάθηκε, ωσότου το ανακαλύψει η κόρη του. Τελικά το βιβλίο εκδόθηκε στις ΗΠΑ μόλις το 2021. Η πολύ προσεγμένη έκδοση/μετάφρασή του στα ελληνικά, στη σειρά Sator, από τις νεοσύστατες εκδόσεις Ωκυτόκια, συνοδεύεται από το κείμενο με τίτλο «Αναμνήσεις από τη γιαγιά μου», στο οποίο ο συγγραφέας ρίχνει φως στους ιστορικούς και βιογραφικούς όρους της συγκεκριμένης, αλλά και της ευρύτερης, δημιουργίας του.
Τα νεανικά χρόνια στον Νότο
Ο Richard Nathaniel Wright γεννήθηκε στις 4 Σεπτεμβρίου 1908 στο Roxie της Πολιτείας του Μισισιπή. Ήταν εγγονός σκλάβων και γιος ενός απελεύθερου και τον μεγάλωσε μόνη της η μητέρα του. Φοίτησε σε «γυμνάσιο μόνο για έγχρωμους» στο Τζάκσον του Μισισιπή, φτάνοντας ως την ένατη τάξη. Ήταν όμως ακαταπόνητος αναγνώστης και έδειξε από νωρίς ότι είχε ταλέντο στη γραφή. Σε ηλικία 16 ετών, δημοσίευσε ένα διήγημα στην αφροαμερικανική εφημερίδα The Negro Farmer που εκδιδόταν στον Νότο. Παράτησε το σχολείο και εργάστηκε ως οδοκαθαριστής στο γειτονικό Μέμφις του Τενεσί. Προκειμένου να εμπλουτίσει τα λογοτεχνικά του αναγνώσματα, ο Wright αναγκάστηκε να πλαστογραφήσει την κάρτα μέλους της τοπικής βιβλιοθήκης ενός λευκού συναδέλφου του, καθώς οι μαύροι δεν επιτρεπόταν να χρησιμοποιούν τις δημόσιες βιβλιοθήκες. Όσο περισσότερο διάβαζε για τον κόσμο, τόσο περισσότερο ο Wright λαχταρούσε να αποδράσει από τον ασφυκτικό κλοιό των φυλετικών διακρίσεων που επέβαλε το καθεστώς του Jim Crow στον Νότο.
Σικάγο, Νέα Υόρκη και Κομμουνιστικό Κόμμα
Το 1927 ο Wright μετακόμισε στο Σικάγο, όπου εργάστηκε στα ταχυδρομεία και ως οδοκαθα0ριστής. Όπως χιλιάδες άλλοι Αμερικανοί, πέρασε κι αυτός πολύ δύσκολα στα χρόνια της Μεγάλης Ύφεσης. Στην πορεία, η απογοήτευσή του για τον αμερικανικό καπιταλισμό τον οδήγησε να οργανωθεί στο Κομμουνιστικό Κόμμα το 1932. Το 1937 εντάχθηκε στο Federal Writers' Project, ομοσπονδιακό πρόγραμμα που στήριζε οικονομικά νεαρούς, ταλαντούχους συγγραφείς και μετακόμισε στη Νέα Υόρκη, τη Μέκκα της εκδοτικής δραστηριότητας.
Το 1938, ο Wright δημοσίευσε τη συλλογή τεσσάρων ιστοριών με τίτλο Uncle Tom’s Children, που σηματοδότησε μια σημαντική καμπή στην καριέρα του. Οι ιστορίες του κέρδισαν ένα βραβείο $500 από το περιοδικό Story και οδήγησαν σε μια υποτροφία Guggenheim το 1939.
Native Son: Έγκλημα και Τιμωρία στο γκέτο
Ο Wright αναγνωρίστηκε ευρύτερα το 1940 με τη δημοσίευση του μυθιστορήματος Native Son, που πήρε πολύ καλές κριτικές και γνώρισε αξιοσημείωτη εμπορική επιτυχία.
Το Γέννημα Θρέμμα, όπως αποδόθηκε ο τίτλος του βιβλίου στα ελληνικά (Σύγχρονη Εποχή, 1989, μτφρ. Ελένη Εξαρχοπούλου), είναι ένα μυθιστόρημα σκληρού ρεαλισμού το οποίο ορισμένοι κριτικοί αντιπαρέβαλλαν με το Έγκλημα και Τιμωρία μεταφερμένο στο γκέτο. Το μυθιστόρημα αυτό επηρέασε έντονα άλλους Αφροαμερικανούς διανοούμενους όπως τον James Baldwin ή τον Ralph Ellison, ο οποίος "συνομιλεί" ευθέως με τον Wright στον δικό του Αόρατο άνθρωπο (Εκδόσεις Κέδρος, 2010, μτφρ. Αγορίτσα Μπακοδήμου). Επίσης ο τίτλος της πρώτης συλλογής δοκιμίων του James Baldwin με τίτλο Notes of a Native Son (1955) αποτελεί φόρο τιμής στο Native Son του Wright.
Ο Wright αφηγείται με την ωμή γλώσσα του γκέτο μια σκληρή, ρεαλιστική ιστορία, που εκτυλίσσεται στο Σικάγο την εποχή της οικονομικής κρίσης. Κεντρικός αφηγητής είναι ο 20χρονος μαύρος Μπίγκερ Τόμας, ο οποίος έχει καταδικαστεί σε θάνατο στην ηλεκτρική καρέκλα. Η ζωή του κύλησε μέσα στην καταπίεση, την ανέχεια και το σκοτάδι. Ο Τόμας, ωστόσο, δεν είναι απλώς ένας καταπιεσμένος, θετικός ήρωας. Έχει καταδικαστεί για δύο εγκλήματα που έχει διαπράξει. Σκότωσε τους μοναδικούς ανθρώπους που προσπάθησαν να τον κατανοήσουν και να τον βοηθήσουν: μια πλούσια λευκή κοπέλα που πίστευε στην ισότητα και μια φτωχή μαύρη που ήταν βέβαιη ότι η ισότητα δεν υπάρχει. Αυτή του η πράξη θα τον βασανίζει μέχρι και το τέλος της ζωής του.
Το 1945, ο Wright δημοσίευσε το μυθιστόρημα Black Boy, μια συγκινητική αφήγηση της παιδικής ηλικίας και της νεότητάς του στο Νότο. Απεικονίζει επίσης την ακραία φτώχεια και τις φυλετική βίακατά των μαύρων.
Ο Wright στο Παρίσι και η μετααποικιακή θεωρία
Ο Wright έζησε κυρίως στο Μεξικό από το 1940 έως το 1946. Απογοητευμένος τόσο από το Κομμουνιστικό Κόμμα όσο και από τη λευκή Αμερική, έζησε το υπόλοιπο της ζωής του αυτοεξόριστος στο Παρίσι. Εκεί συνδέθηκε με κύκλους υπαρξιστών, σουρεαλιστών και μαρξιστών και έγινε φίλος με τον Jean-Paul Sartre. Συνέχισε να γράφει μυθιστορήματα, συμπεριλαμβανομένων των The Outsider (1953) και The Long Dream (1958) και μη μυθοπλασίας, όπως Black Power (1954) και White Man, Listen! (1957). Απεβίωσε από καρδιακή προσβολή στις 28 Νοεμβρίου 1960 στο Παρίσι της Γαλλίας. Το μνήμα του βρίσκεται στο Cimetière du Père-Lachaise, πολύ κοντά στον Τοίχο των Κομμουνάρων.
Ξεχωριστή αναφορά πρέπει να γίνει στο βιβλίο του The Color Curtain. A Report on the Bandung Conference (1956), ένα από τα έργα που εγκαινίασαν τις Αφροαμερικανικές Σπουδές. Ο Wright περιγράφει την εμπειρία του από την αντιαποικιακή Συνδιάσκεψη Αφροασιατικών Κρατών στην Μπαντούγκ της Ινδονησίας (Bandung Conference, Απρίλιος 1955), η οποία σηματοδότησε τη συνεργασία των χωρών του λεγόμενου Τρίτου Κόσμου, σε μια περίοδο που τα αντιαποικιακά κινήματα βρίσκονταν σε έξαρση. Ο Wright ήταν ένας από τους δύο μόλις Αμερικανούς που παρακολούθησαν τις εργασίες της Συνδιάσκεψης. Έγραψε σχετικά:
«Οι περιφρονημένοι, οι προσβεβλημένοι, οι πληγωμένοι, οι διωγμένοι – εν συντομία οι φτωχοδιάβολοι της ανθρώπινης φυλής συναντιούνται εδώ […] Εδώ βρίσκεται η εθνική, θρησκευτική και ταξική συνείδηση σε παγκόσμια κλίμακα […] Τι κοινό έχουν αυτά τα έθνη μεταξύ τους; Τίποτα, πιστεύω, εκτός από τα αισθήματα που τους είχε προξενήσει η ιστορική σχέση τους με τη Δύση. Αυτή η συνάντηση των καταφρονεμένων είναι ένα είδος καταδίκης του δυτικού κόσμου».
Η κατασκευή του ενόχου
Η αφήγηση στο μυθιστόρημα Ο άνθρωπος που έζησε υπογείως ξεκινά στο τέλος μιας εργάσιμης ημέρας. Στις πρώτες σελίδες του συναντάμε τον Φρεντ Ντάνιελς καθώς μετράει τους μισθούς του μετά την έξοδο από το σπίτι του εργοδότη του, όπου κουρεύει το γκαζόν. Καθώς περπατά στο δρόμο και σκέφτεται να πάει στην εκκλησία την επόμενη μέρα με την ελπίδα να νιώσει «ανανεωμένος» για την επόμενη εργάσιμη εβδομάδα, βλέπει τρεις αστυνομικούς να τον παρακολουθούν. Οι μπάτσοι σταματούν και τον ανακρίνουν, αλλά ο Φρεντ δεν νιώθει φόβο, αφού δεν έχει διαπράξει κανένα έγκλημα και είναι σίγουρος ότι ο εργοδότης του και η εκκλησία του θα τον εγγυηθούν αν χρειαστεί. Σε ό,τι τον αφορά, μόλις τελειώσει η συνάντηση, θα επιστρέψει στη γνώριμη ρουτίνα του να ανταλλάσσει εργασία με μισθούς και να πηγαίνει στην εκκλησία μέχρι το τέλος της ζωής του.
Ο Φρεντ φυσικά κάνει λάθος. Οι τρεις αστυνομικοί -ο Λόουσον, ο Τζόνσον και ο Μέρφι- τον ρωτούν τι κάνει στη γειτονιά και αν έχει συλληφθεί ποτέ στο παρελθόν. Αν και ο Φρεντ απαντά στις ερωτήσεις τους με ειλικρίνεια, του κάνουν προσαγωγή. Οι τρεις αστυνομικοί τον αναγκάζουν βίαια να μπει στο περιπολικό τους.
Συνεχίζουν να τον ανακρίνουν καθώς τον οδηγούν στο αστυνομικό τμήμα και ο Φρεντ αρχίζει να έχει «την τρομακτική αίσθηση ότι αυτοί οι άντρες ήξεραν τι θα έκανε σε οποιαδήποτε μελλοντική στιγμή της ζωής του, ανεξάρτητα από το πόσο καιρό ζούσε». Η ζωή του είναι πλέον από τα χέρια του και στα χέρια του κράτους.
Στο τμήμα, οι αστυνομικοί του αποκαλύπτουν ότι τον υποπτεύονται για φόνο και κλοπή για τον θάνατο του κυρίου και της κυρίας Πίμποντι, ενός λευκού ζευγαριού που έμενε δίπλα στον εργοδότη του Φρεντ, και αρχίζουν να τον χτυπούν καθώς προσπαθούν να αποσπάσουν ομολογία. Με κάθε χτύπημα, ο Φρεντ πλησιάζει να εξομολογηθεί για να «ελευθερωθεί από αυτόν τον εφιάλτη». Οι ερωτήσεις τους «είχαν τη δύναμη να τον προβάλουν σε μια περίεργη τροχιά όπου, αν και δεν ήταν ένοχος εγκλήματος, τον έκαναν να αισθάνεται κατά κάποιον τρόπο ένοχος».
Ο Φρεντ επιμένει επανειλημμένα στην αθωότητά του και παρακαλεί να τον αφήσουν για να επιστρέψει στην έγκυο σύζυγό του, Ρέιτσελ, αλλά ο ξυλοδαρμός συνεχίζεται και τελικά λιποθυμά. Όταν συνέρχεται, οι μπάτσοι τον ξυλοκόπησαν ξανά. Όταν ξυπνά για δεύτερη φορά, είναι παρών ο εισαγγελέας. Λέει στον Φρεντ ότι μπορεί να δει τη γυναίκα του αν υπογράψει μια δακτυλογραφημένη ομολογία. Ο έχει χτυπηθεί πολύ άγρια για να ελέγξει το σώμα του: ο εισαγγελέας πρέπει να του καθοδηγήσει το χέρι για να μπορέσει να υπογράψει το έγγραφο.
Μετά από αυτό, τον οδηγούν τελικά στο σπίτι του, και εκείνος κοιτάζει έξω από το παράθυρο, βλέποντας άλλους μαύρους και συνειδητοποιώντας ότι «είχαν γίνει ξένοι». Η αστυνομία τον άφησε να βγει από το αυτοκίνητο για να δει τη Ρέιτσελ. Καθώς πλησιάζουν το διαμέρισμά του, ο Φρεντ αρχίζει να ελπίζει ότι ο εφιάλτης τελειώνει. Όταν όμως βλέπει τη Ρέιτσελ και εκείνη ρωτά ποιος είναι ο αστυνομικός που τον ακολουθεί, ο Φρεντ αισθάνεται ότι δεν ανήκει πλέον στους μαύρους που περπατούν ελεύθερα στη γειτονιά ή στη γυναίκα του. Τώρα ανήκει στο κράτος, είναι πλέον ιδιοκτησία των μπάτσων.
Η εγκυμοσύνη της Ρέιτσελ προσφέρει στον Φρεντ μια απροσδόκητη απόδραση. Οι αστυνομικοί μεταφέρουν αυτήν και τον Φρεντ στο νοσοκομείο, όμως αφήνει για λίγο τον Φρεντ για να πάει στην τουαλέτα. Το σκάει: πηδάει από ένα παράθυρο, τρέχει στον δρόμο και κρύβεται στον προθάλαμο μιας πολυκατοικίας. Καθώς ακούει τον ήχο των σειρήνων της αστυνομίας να κάνουν κύκλους σε κοντινή απόσταση, εντοπίζει στον δρόμο ένα μισάνοιχτο φρεάτιο. Κατεβαίνει στους υπονόμους.
Ο υπόγειος κόσμος
Ένα ρεύμα λυμάτων απειλεί να τον παρασύρει. Συλλογίζεται τους υπόγειους κινδύνους που αντιμετωπίζει τώρα -ασθένεια, πνιγμό, διαρροή αερίου. Αντί να διακινδυνεύσει να συλληφθεί και να φυλακιστεί, ο Φρεντ αποφασίζει να μείνει εκεί, στο υπέδαφος.
Ξαφνικά βλέπει τη ζωή του και των άλλων από μια νέα οπτική. Εξερευνά τις σήραγγες αποχέτευσης, κατασκοπεύει από τα κάτω τους συναθροιστές μιας εκκλησίας, αλλά περιφρονεί το τραγούδι τους για την ομοιότητά του με «κλαψούρισμα». Εισέρχεται έπειτα στα υπόγεια ενός άγνωστου κτιρίου.
Αφού κλέβει διάφορα αντικείμενα, ο Φρεντ μπαίνει σ’ ένα κτηματομεσιτικό γραφείο που «μάζεψε εκατοντάδες χιλιάδες δολάρια σε ενοίκιο από φτωχούς έγχρωμους». Από την κρυψώνα του παρακολουθεί κάποιον να ανοίγει με συνδυασμό ένα χρηματοκιβώτιο. Όταν μένει ξανά μόνος, ο Φρεντ σκέφτεται να κλέψει τα χρήματα.
Ωστόσο νοιώθει ανίκανος να χρησιμοποιήσει βρώμικα χρήματα για να αγοράσει οτιδήποτε. Η συνειδητοποίηση ότι τα χρήματα δεν έχουν πλέον καμία αξία γι 'αυτόν, κορυφώνεται με την επιστροφή στη σπηλιά του. Επιτέλους, γράφει ο Wright, «Ήταν ελεύθερος!» Αψηφώντας τον καπιταλισμό, απελευθερώνοντας τον εαυτό του από την κοινωνία και ξεφεύγοντας από την εμβέλεια ενός ρατσιστικού κράτους, ο Φρεντ επιτυγχάνει αυτό που θεωρεί ως χειραφέτηση. Αποφασίζει να ζήσει με τους δικούς του κανόνες από αυτό το σημείο και μετά, γιατί πλέον εκτιμά τον εαυτό του και τον τρόπο που βλέπει τον κόσμο.
Όμως, όπως σε κάθε υπαρξιστικό αστυνομικό μυθιστόρημα -από το Έγκλημα και Τιμωρία του Ντοστογιέφσκι μέχρι τον Ξένο του Αλμπέρ Καμύ- ο ατομικισμός του Φρεντ τον απελευθερώνει με το κόστος να θέτει σε κίνδυνο άλλους ανθρώπους. Όταν επιστρέφει στο υπόγειο της εταιρείας ακινήτων, βρίσκει τους μπάτσους να κατηγορούν έναν από τους εργάτες ότι λήστεψε το χρηματοκιβώτιο. Ο εργάτης τελικά αυτοκτονεί. Στη συνέχεια ο Φρεντ ξαναμπαίνει σε ένα κοσμηματοπωλείο από το οποίο έκλεψε μερικά διαμάντια. Εκεί βλέπει έναν μπάτσο να κατηγορεί τον φύλακα για κλοπή και μετά να τον βασανίζει για να του αποσπάσει ομολογία. Αρχικά, ο Φρεντ σκέφτεται ότι «η άδικη κατηγορία του φύλακα μπορεί να χρησιμεύσει για να τον ανυψώσει σε μια υψηλότερη κατάσταση επίγνωσης», ακριβώς όπως συνέβη με αυτόν. Όμως, αν και θέλει να το πιστέψει αυτό, φοβάται ότι δεν θα συμβεί κάτι τέτοιο και ότι ο φύλακας θα υποφέρει άσκοπα για τις πράξεις του Φρεντ. Τελικά ο Φρεντ αποφασίζει ότι πρέπει να επιστρέψει στον υπέργειο κόσμο για να μοιραστεί τις αλήθειες που έμαθε. Δεν έχει άλλη επιλογή: μη μπορώντας πια να ζει ευτυχισμένος υπόγεια, επιστρέφει στους δρόμους. Και κατευθύνεται στο αστυνομικό τμήμα των τριών μπάτσων που αναίτια τον συνέλαβαν…
Η τελευταία συνάντηση του Φρεντ με τους τρεις μπάτσους που προσπάθησαν να τον πλαισιώσουν αποκαλύπτει το βαθμό στον οποίο η κρατική βία και η ζωή του σε φυγή τον έχουν αποξενώσει οριστικά από τους άλλους. Όταν οι μπάτσοι τον ρωτούν «Γιατί στο διάολο επέστρεψες;», ο Φρεντ απαντά «Απλώς δεν ήθελα να σκάσω άλλο». Οι αστυνομικοί δεν τον πιστεύουν και υποθέτουν ότι είναι τρελός. Τότε ο Φρεντ αποκαλύπτει ότι τους είδε να βασανίζουν τον νυχτοφύλακα. Φοβούμενοι ότι ο Φρεντ θα αποκαλύψει τη βαρβαρότητά τους, οι αστυνομικοί του λένε να τους δείξει πού κρύφτηκε στην παρανομία. Καθώς τον οδηγούν στο φρεάτιο, ο Μέρφι σημειώνει ότι «τα έγχρωμα αγόρια σίγουρα ξεφεύγουν εύκολα». Ο Τζόνσον απαντά: «Είναι επειδή ζουν στον κόσμο των λευκών».
Το κρατικό μονοπώλιο της βίας
Ο άνθρωπος που έζησε υπογείως στηλιτεύει την αστυνομική βία ως αντικοινωνική, τόσο επειδή απομονώνει τα θύματά της όσο και επειδή στη συνέχεια ωθεί αυτά τα θύματα να παραβιάζουν τα ίδια τους κοινωνικούς κανόνες. Η εμπειρία του Φρεντ να δεχτεί τυχαία επίθεση από την αστυνομία και να τον πλαισιώνουν για φόνο που δεν διέπραξε καταδεικνύει πώς οι άνθρωποι που βιώνουν αστυνομική βία αισθάνονται ότι δεν βλάπτεται μόνο το σώμα τους αλλά και η θέση τους στην κοινωνία και οι ίδιοι οι κανόνες που νόμιζαν ότι ζούσαν. Εάν η τήρηση του νόμου δεν εμποδίζει ένα άτομο να γίνει εγκληματίας ή δεν το προστατεύει από την επίθεση από την αστυνομία, τότε γιατί να μην κλέψει ή να παραβιάσει οποιοδήποτε αριθμό άλλων κοινωνικών κανόνων; Ακολουθώντας την υπόγεια κάθοδο του Φρεντ, όπου τα αντικείμενα είναι χρήσιμα μόνο στο βαθμό που ικανοποιούν τις βασικές του ανάγκες ή ορμές, ο Wright υπογραμμίζει πώς ο καπιταλισμός και το κράτος τελικά επιτίθεται στην ανθρωπιά μας, μας μετατρέπει σε εμπορεύματα και μας αποξενώνει από τους άλλους. Οι καταστροφικές συνέπειες της απόφασης του Φρεντ να επιστρέψει στην κοινωνία - ελπίζοντας να απελευθερώσει τους ανθρώπους από τη ρουτίνα της ζωής τους, μόνο και μόνο για να δολοφονηθούν γι 'αυτό - δείχνει επίσης ότι υπάρχει κόστος να αποποιηθείς την αξία του χρήματος, να είσαι φυγάς και να πεις αυτό που ξέρεις. Ακόμη και στην προσπάθεια επιστροφής στην κοινωνία και βελτίωσης της, ο δραπέτης παραμένει διωκόμενος από το κράτος. Για τον Wright, η αστυνομική βία είναι τραγική, όχι μόνο επειδή είναι βάναυση και άδικη, αλλά και επειδή όσοι καταθέτουν γι' αυτήν, τιμωρούνται γι' αυτό. Αυτές οι τιμωρίες χρησιμεύουν μόνο για την περαιτέρω περιθωριοποίηση, απομόνωση και αποξένωση των θυμάτων. Για τον Wright, τα θύματα της αστυνομικής βίας δεν περιλαμβάνουν μόνο το άτομο που δέχτηκε επίθεση, αλλά και τις οικογένειες που διαλύθηκαν από την ποινικοποίηση και τον εγκλεισμό.
Black Lives Matter
Σε συνέντευξή της που δημοσιεύθηκε πριν από μερικά χρόνια στον Guardian, η Julia Wright, κόρη και διαχειρίστρια των πνευματικών δικαιωμάτων του συγγραφέα, είπε ότι ο πατέρας της δυσκολευόταν να μιλήσει ευθέως για το ζήτημα των φυλετικών διακρίσεων και για τις προσωπικές του εμπειρίες. Ό,τι είχε να πει, το έλεγε μέσα από τα βιβλία του.
«Είχε άλλους τρόπους να το κάνει», λέει η Julia Wright «Άφησε τις πόρτες του γραφείου του ανοιχτές για να έχω ελεύθερη πρόσβαση στα βιβλία του και να διαβάζω ό,τι ήθελα να διαβάσω, και έτσι μάθαινα κάποιες ενδείξεις για το τι περνούσε ως μαύρος».
Δεδομένης της εστίασής του βιβλίου στη φυλετική και αστυνομική βία, Ο άνθρωπος που ζούσε υπογείως δεν θα μπορούσε να είναι πιο επίκαιρο παρά στην Αμερική του 2021 (οπότε και εκδόθηκε για πρώτη φορά), στον απόηχο του Black Lives Matter και ενώ οι δολοφονίες άοπλων Αφροαμερικανών συνεχίζουν να αυξάνονται. Η καθυστερημένη δημοσίευσή του συνέπεσε με το τέλος της δίκης του Derek Chauvin, του αστυνομικού από τη Μινεάπολη που δολοφόνησε τον George Floyd.
Έξι δεκαετίες μετά την συγγραφή του μυθιστορήματος, τι θα έλεγε άραγε σήμερα ο Richad Wright για την Αμερική – μια χώρα που εξέλεξε έναν μαύρο πρόεδρο, αλλά συνεχίζει συστηματικά να δολοφονεί άοπλους μαύρους χωρίς ανάπαυλα; Ίσως αυτό που είπε κάποτε καυστικά ο Malcolm X: «"Chickens Coming Home To Roost, Don’t They?»
Richard Wright, Ο άνθρωπος που έζησε υπογείως
Εκδόσεις Ωκυτόκια, 2024
μτφρ. Γιάννης Πεδιώτης
σελ: 280
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΣΧΕΤΙΚΑ:
Ο Μπόμπι Σιλ των Μαύρων Πανθήρων για τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ
Ο Τζακ Τζονσον νικά μέσα στο ρινγκ και η ρατσιστική Αμερική παίρνει φωτιά…
Odetta: Μια φωνή βροντερή σαν κεραυνός...
L.A. Everyday: H εξέγερση στο Λος Άντζελες το 1992 και το "Cop Killer"
Εξέγερση, Ρίμες και Αιτία - Μια ιστορία αστυνομικής βίας κι ένα κείμενο του Linton Kwesi Johnson...
Mουσική και Kοινωνική Συνείδηση: Η Billie Holiday και το "Strange Fruit"

Θανάσης Μήνας
Ο Θανάσης Μήνας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1971. Σπούδασε δημοσιογραφία, είναι ραδιοφωνικός παραγωγός (Rock FM, Ρόδον 94,4, Εν Λευκώ, Στο Κόκκινο) και αρθρογραφεί κυρίως για θέματα σχετικά με τη μουσική και το βιβλίο (Αυγή, Εποχή, Fractal Press, Merlin’s Music Box, Avopolis, The Zone)
Θανάσης Μήνας
Ο Θανάσης Μήνας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1971. Σπούδασε δημοσιογραφία, είναι ραδιοφωνικός παραγωγός (Rock FM, Ρόδον 94,4, Εν Λευκώ, Στο Κόκκινο) και αρθρογραφεί κυρίως για θέματα σχετικά με τη μουσική και το βιβλίο (Αυγή, Εποχή, Fractal Press, Merlin’s Music Box, Avopolis, The Zone)
Θανάσης Μήνας
Ο Θανάσης Μήνας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1971. Σπούδασε δημοσιογραφία, είναι ραδιοφωνικός παραγωγός (Rock FM, Ρόδον 94,4, Εν Λευκώ, Στο Κόκκινο) και αρθρογραφεί κυρίως για θέματα σχετικά με τη μουσική και το βιβλίο (Αυγή, Εποχή, Fractal Press, Merlin’s Music Box, Avopolis, The Zone)