Lemmy: Σκόρπιες στάχτες, γεμάτες σφαίρες...

Γράφει ο Γιάννης Καστανάρας

«Για τους περισσότερους, αυτό μπορεί να μη σημαίνει τίποτε, αλλά για μένα ήταν ο ήρωας εκείνος που έσβηνε το τσιγάρο του μέσα στο ποτό του μόλις η κόρη μου έμπαινε στο δωμάτιο. Νομίζω ότι καθένας ανέκαθεν ήξερε ή, έστω, έμαθε σήμερα, ότι ο Lemmy δεν ήταν μόνο από εκείνη την πάστα των ροκ σταρ που πίνουν ουίσκι, αλλά ότι είχε τη μεγαλύτερη καρδιά και αποτέλεσε ένα τόσο σπουδαίο παράδειγμα επειδή ήταν απίστευτα ευγενικός με όλους» - Dave Grohl

Η προσέγγιση του Lemmy στη μουσική τα 40 χρόνια που υπήρξε επικεφαλής των Motörhead και τα άλλα δέκα και βάλε που είχε περάσει με τους Rockin’ Vickers, τους Sam Gopal και τους Hawkwind (συμπεριλαμβανομένης της σύντομης αλλά γόνιμης θητείας του σαν roadie του Jim Hendrix) ήταν πολύ απλή: οι ρίζες της ανιχνεύονται στο πρώτο κύμα του rock and roll. Αυτή ήταν η μουσική που ξύπνησε μέσα του την επιθυμία να αλλάξει τη ζωή του στην αγγλική επαρχία, μια ζωή που ο ίδιος την οδήγησε στα άκρα επειδή ήθελε να τη ζήσει όπως γούσταρε, συνεχίζοντας να δημιουργεί και να παίζει μουσική μέχρι το τέλος.

Για αυτό που ήταν, ο Lemmy πέτυχε τα μέγιστα, μόνο και μόνο με τη δύναμη της θέλησης και την απόλυτη δέσμευσή του στο έργο του. Και οι άνθρωποι που τον γνώρισαν και συνεργάστηκαν μαζί του (και ήταν πάρα πολλοί!) εξέφραζαν τον απεριόριστο θαυμασμό τους όχι μόνο για το ταλέντο του, αλλά και για την προσωπικότητά του που ενέπνευσε και συνεχίζει να εμπνέει μυριάδες φίλους της μουσικής να πιάσουν ένα μπάσο στα χέρια τους.

Ο Lemmy αγαπούσε τον Elvis, τον Chuck Berry, τον Little Richards και τον Jerry Lee Lewis. Απλώς, εκείνος φύτεψε τα πόδια του βαθιά στα θεμέλιά τους, άνοιξε τον ενισχυτή του μπάσου του στο τέρμα και βάλθηκε να παίζει όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Όπως είχε γράψει κάποτε κάποιος κάπου, ο τρόπος που τραγουδούσε ήταν σαν να άκουγες ένα δαιμονισμένο Howlin’ Wolf να τραγουδάει με αγγλική προφορά.

Ο Lemmy ήταν η ενσάρκωση του heavy metal, ο Πάπας του, όπως τον χαρακτήριζαν συχνά, αν και ο ίδιος σιχαινόταν τις ταμπέλες, έχοντας αρνηθεί να ασπαστεί το συγκεκριμένο μουσικό όρο για το συγκρότημά του και σχολιάζοντας ότι η μουσική του παρέπεμπε στο παλιό, αγνό, αυθεντικό rock and roll, όπως του το είχαν διδάξει οι πρωτοπόροι Little Richard και Chuck Berry, ο Elvis και, λίγο αργότερα, ο ήχος των Beatles – «το σημαντικότερο συγκρότημα του κόσμου», σύμφωνα με τον ίδιο, o οποίος τους είχε δει live στο Cavern του Λίβερπουλ και του είχαν πάρει τα μυαλά. Παρόλα αυτά, όλοι παραδέχονται ότι ο Lemmy ήταν εκείνος που κατάφερε να φέρει κοντά τις φυλές των πάνκηδων και των μεταλλάδων, αφήνοντας, ωστόσο, χώρο και για όποιον άλλο θαυμαστή της rock είχε αυτιά αρκετά ανοιχτά (και ανθεκτικά).

 

«Θέλουμε να είμαστε η μπάντα που αν μετακομίσουμε δίπλα σου, το γκαζόν σου θα ξεραθεί»

 

Με την τραχιά φωνή του που ακουγόταν σαν να είχε καταπιεί γυαλιά και ξεχυνόταν σαν ηφαιστιακή λάβα από ένα μικρόφωνο μονίμως τοποθετημένο ψηλότερα από το στόμα του, ο Lemmy οδήγησε ένα συγκρότημα που για τέσσερις δεκαετίες παρέμεινε πιστό στην κλασική αισθητική του rock and roll αλλά με μια ακόμα πιο συναρπαστική ωμότητα. Οι συνθέσεις του καθιέρωσαν ένα μοναδικό στυλ και έθεσαν τον δικό τους ογκόλιθο στο κρηπίδωμα του heavy metal, αντλώντας ιδέες από την ενέργεια του punk rock και δημιουργώντας στην πορεία το speed metal και το trash metal. Κι ας λένε ό,τι θέλουν οι πάνσοφοι μουσικοεπιστήμονες που ψάχνουν να επινοήσουν ανύπαρκτα νοήματα.

Ο Lemmy έπαιζε το μπάσο (Rickenbacker 4001, 4003 και 4004) όπως κανένας άλλος, μεταχειριζόταν το όργανο –τέσσερις χορδές που υπέφεραν ηδονικά από την πένα που κρατούσε σφιχτά στα δάχτυλά του– για να παράγει έναν εκκωφαντικό, μεστό, ογκώδη και παραμορφωμένο ήχο που ακούγονταν θαρρείς και έπαιζε ρυθμική κιθάρα. Ήταν ένας καταιγιστικός ρυθμός ποτισμένος με αμφεταμίνη, που έκανε τα τραγούδια των Motörhead –στην όποια τους σύνθεση– να ξεχωρίζουν, εμπνέοντας νεότερους θαυμαστές όπως οι Metallica («Οι Motörhead είναι ένας από τους κύριους λόγους για την ύπαρξη αυτής της μπάντας» - James Hetfield) και η πρώτη γενιά των thrash metal συγκροτημάτων. Ο αγαπημένος του μπασίστας ήταν ο John Entwistle των Who. Οι Motörhead ήταν βρόμικοι και ασυμβίβαστοι, σαν μια συμμορία από Χαρλεάδες που διασχίζει τη λάθος πλευρά της πόλης, μαρσάροντας επίτηδες για να κάνει σαματά. Sex, drugs & rock and roll – και τα ζούσαν και τα τρία στα άκρα. Γλεντούσαν, έπιναν του σκασμού, τσαμπουκαλεύονταν, πλακώνονταν – και γύρω τους πάντα υπήρχαν πολλές γυναίκες. Και σίγουρα τα σουλούπια τους και η εμφάνισή τους δεν ήταν ανθρώπων που θα ήθελε να συναντήσει κανείς νύχτα.

 

«Σπαταλάω όλη μου την κοινωνική σε μπαρ, οπότε δεν θεωρώ την αποχή μου από το ποτό ως μια βιώσιμη επιλογή. Με φαντάζεστε να λέω, "Ένα τοματοχυμό, παρακαλώ;»

 

Ωστόσο, στο πεδίο της heavy μουσικής, θα έλεγε κανείς ότι ο Lemmy ήταν ένας στοχαστής, ένας πολύ σοβαρός συνομιλητής με μια φιλοσοφική προσέγγιση των πραγμάτων και με πλήθος επιχειρημάτων που συχνά προκαλούσαν αμηχανία, ιδίως σε δημοσιογράφους, οι οποίοι σάστιζαν με από τις γνώσεις του και τις απόψεις του πάνω σε κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα, παρόλο που ο ίδιος δεν ήταν ιδιαίτερα αισιόδοξος για την πορεία της ανθρωπότητας, δηλώνοντας ότι «Ο κόσμος θα τελειώσει με τον καθένα να χτυπάει πλήκτρα στο πληκτρολόγιό του». Ο Lemmy δεν είχε καιρό για συμβιβασμούς ή απολογίες στη ζωή του. Δεν διαπραγματευόταν την επιθετική φύση της μουσικής του ούτε δεχόταν τροποποιήσεις στην ατομικότητά του. Ήταν φανατικός συλλέκτης ναζιστικών συμβόλων, μαζί με διάφορα άλλα πολεμικά/στρατιωτικά παραφερνάλια –το αγαπημένο του ήταν ένα δαμασκηνό σπαθί με λεπίδα από ατσάλι– αλλά φρόντιζε να ξεκαθαρίζει ρητά και επανειλημμένα τις αντιφασιστικές και αντιρατσιστικές του απόψεις, απαντώντας κυνικά στους κατηγόρους του ότι «Οι πιο καλοντυμένοι στην ιστορία είναι πάντα οι κακοί». Από την άλλη πλευρά, τη μουσική, οι Abba ήταν ένα από τα αγαπημένα του συγκροτήματα...

Κι όμως, παρ' όλο το «πολεμοχαρές» παρουσιαστικό του και τους περίφημους, κυνικούς αφορισμούς του, ο Lemmy ήταν ένας πασιφιστής– αν σκεφτεί κανείς την ειρωνεία ότι τα τραγούδια των Motörhead συνήθως είχαν να κάνουν με την αισθητική του πολέμου και με ένα σωρό «διαβολικά» θέματα. Η αλήθεια είναι ότι πίσω από το ωμό και απλό rock and roll του, ο Lemmy, που έλεγε ότι αν η μοίρα τον ανάγκαζε ποτέ να αποσυρθεί θα ήθελε να εκτρέφει άλογα (όχι για να τα καβαλάει, αλλά για να τα χαζεύει), ήταν ανέκαθεν ένας εκλεπτυσμένος φιλάνθρωπος, ένας outlaw δανδής, ένας αρνητής ψήφου που δεν φοβόταν να λέει τη γνώμη του χρησιμοποιώντας το αφοπλιστικό πνεύμα του και να εκφράζει την αντιπάθειά του για τους πολιτικούς («Όλοι τους είναι ένα μάτσο μαλάκες») και ιδίως για τη θρησκεία. Ωστόσο, ο Lemmy δεν χαριζόταν ούτε σε εμάς, τους κοινούς θνητούς: «Αυτό που θέλουν οι άνθρωποι είναι ένας ισχυρός ηγέτης. Ακόμα και τώρα, μετά από όλα αυτά τα διδάγματα της ιστορίας, τον Ναπολέοντα, τον Χίτλερ. Θέλουν ακόμα να παίρνουν διαταγές, αρκεί να μην μπαίνουν οι ίδιοι στον κόπο να σκεφτούν».

Ο Lemmy ήταν ένας υπέρμαχος της ελευθερίας, εχθρός της εξουσίας και η αντίθεσή του στις κυβερνήσεις και σε κάθε καθεστηκυία και θρησκευτική αρχή ήταν ξεκάθαρη. Μπορεί να είχε μεγαλώσει σαν καθολικός πίνοντας το αίμα και τρώγοντας το σώμα του Χριστού αλλά, όπως έλεγε ο ίδιος, οι λέξεις «άντε γαμήσου» του είχαν χρησιμεύσει περισσότερο στη ζωή του και το rock and roll ήταν για εκείνον πολύ μεγαλύτερη παρηγοριά από οποιαδήποτε δέηση προς τον Κύριο: «Αισθάνομαι μια πολύ έντονη απέχθεια απέναντι στη θρησκεία. Αυτή είναι η αιτία για όλα τα δεινά στον κόσμο, από τότε που ο άνθρωπος ανακάλυψε μια πέτρα κι άρχισε να τη λατρεύει. Αν υπάρχει Θεός, δεν δίνει δεκάρα. Θα έπρεπε να αποσυρθεί και να δώσει τα ηνία σε κάποιον νεότερο, επειδή εκείνος τα έχει κάνει όλα μαντάρα. Όσο για την παρθένα που έμεινε έγκυος από ένα πνεύμα; Αν το πιστεύει ο Ιωσήφ, τότε του αξίζει να ζει μέσα σ’ ένα γαμημένο στάβλο».

 

«Κάθε γενιά πιστεύει ότι είναι ισχυρότερη από την προηγούμενη Λένε,"Δεν πρόκειται να μου συμβεί το ίδιο". Στο παρελθόν έχει πεθάνει κόσμος κάνοντας το ίδιο λάθος» 

 

Αν και είχε δυο γιους, τον Sean (γεννήθηκε όταν οι Lemmy ήταν μόλις 17 χρονών και δόθηκε για υιοθεσία) και τον Paul, με τον οποίο επανασυνδέθηκε όταν ο γιος του ήταν πια μεγάλος, ο Lemmy παρέμεινε ανύπαντρος δια βίου («Ποτέ δεν βρήκα κάποια που να μην με κάνει να μην κοιτάζω άλλες»), δηλώνοντας ότι αν ήταν να παντρευόταν θα το είχε κάνει με τη Susan Bennett, τη 19χρονη κοπέλα του που είχε πεθάνει από υπερβολική δόση ηρωίνης. (Πολύ αργότερα, ο Lemmy θα της αφιέρωνε την αυτοβιογραφία του, White Line Fever). Το γεγονός αυτό τον έκανε να μισήσει την ηρωίνη και ανέκαθεν θεωρούσε ότι ο μόνος τρόπος για να περιοριστεί η χρήση της ήταν η πλήρης νομιμοποίησή της, κάτι που δεν δίστασε να δηλώσει ορθά κοφτά μιλώντας για το θέμα στο κοινοβούλιο της Ουαλίας, κατόπιν πρόσκλησης ενός συντηρητικού πολιτικού. «Η ηρωίνη σε κάνει διαβολικό», είχε πει. «Είναι ένα τερατώδες ναρκωτικό, το χειρότερο από όλα. Δεν θυμάμαι κάποιον να πέθανε από κάτι άλλο, εκτός από ηρωίνη και ηρεμιστικά. Με τη νομιμοποίησή της, θα μπορείς να την ελέγχεις και να ξεφορτωθείς όλα εκείνα τα ντιλέρια που ο ένας "βαράει" στον άλλον».

Ο Lemmy δεν έκανε σχέδια για το μέλλον. Ζούσε για τη στιγμή και όταν κάποτε ένας δημοσιογράφος τον ρώτησε πώς οραματιζόταν το μέλλον του, ο σπουδαίος μουσικός, μ’ εκείνες τις μεγάλες κρεατοελιές στο πρόσωπό του που αρνιόταν επίμονα να τις αφαιρέσει («Καμιά φορά σκέφτομαι να τις βγάλω σε πλειστηριασμό για όποιον τυχόν τις θέλει»), απάντησε: «Αυτό που οραματίζομαι και θέλω να κάνω μετά από αυτή τη συνέντευξη, είναι να πάω στην παμπ, να καθίσω μπροστά από το μηχάνημα με τα “φρουτάκια” και να πιω λίγο Τζακ Ντάνιελς με Κόκα Κόλα. Μέχρι εκεί τολμώ να σκεφτώ. Ζήσε για τη στιγμή και ξέχνα όλα τα μεγαλεπήβολα σχέδια». Πριν βγει στη σκηνή, ο Lemmy ήθελε να τρώει σοκολατένια αβγά Kinder... 

 

****** 

Ο Ian Fraser Kilmister γεννήθηκε στο Μπέρσλεμ, στο Στόουκ-ον-Τρεντ της Αγγλίας, την παραμονή των Χριστουγέννων του 1945. Ήταν μοναχογιός και μοναχοπαίδι ενός στρατιωτικού ιερέα και μιας νοικοκυράς. Ο πατέρας του εγκατέλειψε νωρίς την οικογένειά του, όταν ο Ian ήταν μόλις τριών μηνών (θα τον ξανάβλεπε στα 21 του και τότε ο πατέρας του θα του πρότεινε να γίνει πλανόδιος πωλητής!) και έτσι ο μελλοντικός Lemmy μεγάλωσε κυρίως ανάμεσα σε γυναίκες, γεγονός που του ξύπνησε ένα έντονο ενδιαφέρον για το γυναικείο φύλο (πολύ αργότερα, σε συνεντεύξεις του, ο Lemmy θα υποστήριζε ότι στη διάρκεια της καριέρας του είχε κοιμηθεί μόνο με χίλιες γυναίκες και «όχι με δυο χιλιάδες», όπως είχε γραφτεί σε κάποιο περιοδικό).Όσο για την ιστορία με το παρατσούκλι «Lemmy» που του είχαν κολλήσει επειδή «ζητιάνευε» για να παίζει φρουτάκια (Lemmy - μια, τρόπον τινά σύντμηση του«Lend me a fiver» - Δάνεισέ μου μια πεντάρα»), ο ίδιος ανέκαθεν τη χαρακτήριζε μυθοπλασία, υποστηρίζοντας ότι δεν ήξερε πώς είχε βγει. Ωστόσο, η μανία του με τα "φρουτάκια" και τα καζίνο ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής του, σχεδόν όσο και η μουσική του.

 

«Οι Beatles άλλαξαν τον κόσμο με όλη τη σημασία της λέξης. Η γενιά που ήταν μαζί τους και που περιλαμβάνει κι εμένα, πιστεύαμε ότι μπορούμε να κάνουμε τον κόσμο καλύτερο επειδή ο κόσμος είναι γεμάτος μαλακίες. Επειδή έτσι όπως δουλεύει το χρήμα δεν μπορείς να το παλέψεις, μπορείς όμως να το κλέψεις» 

 

Στα δεκατέσσερα, ο Lemmy παράτησε το σχολείο, ή, μάλλον, αποβλήθηκε επειδή έδωσε ένα χαστούκι στον γυμνασιάρχη όταν ο τελευταίος τον είχε καλέσει στο γραφείο του για να του δώσει δυο ξυλιές στην παλάμη με μια βέργα. Σύμφωνα με τον Άγγλο μουσικό, ο γυμνασιάρχης ήταν «ένα σαδιστής μπάσταρδος» και όταν ο Lemmy του ζήτησε να μην τον χτυπήσει στο χέρι που είχε δεμένο με επίδεσμο λόγω τραυματισμού, ο γυμνασιάρχης, φυσικά, τον χτύπησε σε αυτό, ανοίγοντας πάλι την πληγή. Τότε, ο Lemmy τον χαστούκισε, με τις προαναφερθείσες συνέπειες. Αργότερα έκανε διάφορες δουλειές σαν εργάτης. 

Αφού έμαθε μόνος του κιθάρα ακούγοντας τραγούδια του Duane Eddie («Η μάνα μου είχε μια κι ένας γείτονας μου έδειξε μερικά ακόρντα») και πιστεύοντας ότι με αυτόν τον τρόπο θα μπορούσε να φλερτάρει πιο εύκολα τα κορίτσια, αποφάσισε να ασχοληθεί σοβαρότερα με το αντικείμενο και έτσι έπαιξε με ένα δυο συγκροτήματα στο Στόκπορτ και στο Μάντσεστερ. Το πρώτο σοβαρό βήμα έγινε το 1965, όταν ο εικοσάχρονος Lemmy εντάχθηκε (σαν Ian Willis) στους Rockin’ Vickers, μια rock and roll μπάντα από το Μπλάκπουλ που υπέγραψε συμβόλαιο με τη CBS, κυκλοφόρησε τρία σινγκλ και περιόδευσε στην Ευρώπη – λέγεται πως ήταν το πρώτο rock συγκρότημα που έπαιξε στη Σοσιαλιστική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας.

 

«Το rock and roll ακουγόταν σαν μουσική από άλλο πλανήτη. Στην αρχή είχαμε ανθρώπους όπως ο Elvis, o Little Richard, o Chuck Berry, o Jerry Lee Lewis - όλους αυτούς, και μέσα σε δυο χρόνια είχαν πάει στράφι. Ο Chuck Berry ήταν φυλακή. Ο βρετανικός τύπος είχε θάψει την καριέρα του Jerry Lee. Ο Elvis είχε πάει στο στρατό. Και τότε μας μας φορτώθηκαν ο Bobby Rydell και όλοι εκείνοι οι μαλάκες. Πέρασαν μερικά χρόνια μέχρι να τους ξεφορτωθούμε και όταν εμφανίστηκαν οι Beatles τα πράγματα μπήκαν στη θέση τους»

 

Το 1967 ο Lemmy εγκατέλειψε τους Vickers και, χάρη στη γνωριμία του με τον Noel Redding, τον μπασίστα των Experience του Jimi Hendrix, έπιασε δουλειά σαν roadie του Hendrix («Ο Jimi μου έμαθε πώς να βρίσκω ναρκωτικά στα πιο απίθανα μέρη, επειδή αυτό ήταν μέρος των καθηκόντων μου γ’ αυτόν») για μερικούς μήνες και όταν ο τελευταίος έφυγε για την Αμερική, ανέλαβε road manager των Emerson Lake & Palmer, πριν παίξει με τους Sam Gopal και, στη συνέχεια, με τους Opal Butterfly, δυο σχετικά άγνωστα ψυχεδελικά συγκροτήματα της εποχής. Το 1971, μολονότι δεν είχε ξαναπιάσει μπάσο στα χέρια του, ο Lemmy μπήκε στους Hawkwind σαν μπασίστας και μέσα σε ένα χρόνο ανέβασε το συγκρότημα στο Νο 3 του βρετανικού καταλόγου επιτυχιών με ένα δικό του τραγούδι, το «Silver Machine». Η θητεία του στην μπάντα διήρκεσε μέχρι το 1975, όταν συνελήφθη στον Καναδά για κατοχή κόκας (που τελικά αποδείχτηκε ότι ήταν speed) και οι Hawkwind τον εγκατέλειψαν στη μοίρα του για να τον απολύσουν μόλις επέστρεψε στο Λονδίνο. «Με απέλυσαν ποιοι; Αυτοί που είχαν τα ψυχοδηλωτικά σαν σημαία τους», θα χλεύαζε αργότερα ο Lemmy.

Όταν οι Hawkwind του έδωσαν πόδι, ο Lemmy σκέφτηκε να φτιάξει ένα νέο συγκρότημα στο ύφος των MC5 από το Ντιτρόιτ και να το ονομάσει Bastard, αλλά ο μάνατζέρ του τον έπεισε ότι με τέτοιο όνομα δεν υπήρχε περίπτωση να εμφανιστεί στη δημοφιλή βρετανική τηλεοπτική εκπομπή Top of the Pops. Έτσι, το Motörhead κρίθηκε πιο κατάλληλο, αφού μάλιστα ήταν ο τίτλος του τελευταίου τραγουδιού που είχε γράψει για τους Hawkwind. Όχι, δηλαδή, πως οι εμπορικές προοπτικές των Motörhead έδειχναν ιδιαίτερα λαμπρές εκείνες τις μέρες του 1975 αφού, γράφοντας για μια από τις πρώτες τους συναυλίες, ο δημοσιογράφος της New Musical Express, Nick Kent, τους χαρακτήρισε ως «το καλύτερο χειρότερο συγκρότημα στον κόσμο».

Την αρχική σύνθεση της μπάντας, εκτός από τον Lemmy, συμπλήρωναν ο κιθαρίστας των Pink Fairies, Larry Wallis, και ο ντράμερ Lucas Fox, αλλά δεν κράτησε ούτε ένα χρόνο. Όμως, με τους αντίστοιχους αντικαταστάτες τους, τον «Fast» Eddie Clarke και τον Phil “Philthy Animal» Taylor, ο Lemmy είδε τελικά το φως και οι Motörhead άρχισαν να παίρνουν φόρα ανεβάζοντας ταχύτητες. Το ομώνυμο δεύτερο άλμπουμ τους το 1977 (το πρώτο τους, On Parole, ηχογραφήθηκε τον Σεπτέμβριο του 1975 αλλά παρέμεινε ακυκλοφόρητο μέχρι το 1979, όταν η United Artists αποφάσισε να το εκδώσει επενδύοντας στην επιτυχία των επόμενων) έφτασε στο Νο 43 των βρετανικών τσαρτς, αλλά με κάθε νέα του κυκλοφορία το συγκρότημα ανέβαινε όλο και πιο ψηλά, μέχρι που το μνημειώδες Ace of Spades, το 1980, τους εκτίναξε στο Νο 5, ενώ τον επόμενο χρόνο το No Sleep ‘til Hammersmith, ένας από τους καλύτερους, για πολλούς ο καλύτερος, live δίσκους της rock όλων των εποχών, καρφώθηκε στο Νο.1. Η γοτθική γραμματοσειρά με τα διαλυτικά πάνω από το δεύτερο «ο», το τέρας (ο «Snagglettoth» ή «War-Pig» ή «The Little Bastard», ένα σχέδιο του καλλιτέχνη Joe Patagno) στα εξώφυλλα των δίσκων και στο merchandise του συγκροτήματος, μαζί με τα δερμάτινα ρούχα μηχανόβιων και τις παλάσκες με τις σφαίρες που λάνσαρε το συγκρότημα, έγιναν σήματα κατατεθέντα των Motörhead.

Από εκεί και μετά, το μελάνι της ιστορίας των Motörhead που έμελλε συνολικά να κρατήσει 40 χρόνια, άρχισε να γίνεται όλο και πιο πυκνό. Η χαρισματική παρουσία του Lemmy ήταν, εκτός από τη μουσική του, άλλη μια άγκυρα που τον κρατούσε σταθερά συνδεδεμένο με ένα φανατικό κοινό που περισσότερο αγόραζε τα t-shirt των Motörhead παρά τους δίσκους τους – εξάλλου, μήπως το ίδιο δεν συνέβαινε και με τους Ramones; Και μολονότι πολλές φορές ο Lemmy παραπονιόταν για τις πωλήσεις των άλμπουμ, οι Motörhead πάντα μπορούσαν να γεμίζουν μεγάλους συναυλιακούς χώρους με θαυμαστές που δήλωναν την αιώνια πίστη τους σε αυτούς – και, στην πλειοψηφία τους, το εννοούσαν.

Και όταν ήθελε να διασκεδάσει πραγματικά, δίχως το άγχος των παρατεταμένων περιοδειών και των στούντιο, ο Lemmy ξέδινε με τους Head Cat, ένα rockabilly συγκρότημα που είχε φτιάξει για διασκέδαση με τον ντράμερ των Stray Cats, Phantom Slim, παρουσιάζοντας διασκευές τραγουδιών του Carl Perkins, του Eddie Cochran, του Buddy Holly και άλλων rock and roll ειδώλων τους.

 

«Δεν παντρεύτηκα ποτέ, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι δεν ζευγαρώνω. Όσο μεγαλώνεις, αποκτάς πολλές κακές συνήθειες;  Ποια θα μπορούσε να τα βγάλει πέρα με τις δικές μου;» 

 

Οι Motörhead δημιούργησαν έναν τρόπο ζωής και πολλές γενιές ροκάδων, μεταλλάδων, πάνκηδων, μηχανόβιων, επαναστατών, και ριζοσπαστών σε όλο τον κόσμο. Ελάχιστες μπάντες στη σύγχρονη ιστορία μπορούν να προκαλέσουν με την πρώτη κιόλας νότα μια απίστευτη έκρηξη αδρεναλίνης που θα διοχετευτεί στους θαυμαστές τους σε χρόνο μηδέν. Οι Motörhead άλλαξαν για πάντα την πορεία του hard rock, αλλά και του τρόπου που παίζεται το καθαρόαιμο rock and roll.

Λίγο πριν τον θάνατό του, ο Lemmy, έχοντας στην πλάτη του είκοσι δυο στούντιο άλμπουμ, καμιά δεκαριά live και άπειρες συλλογές και συνεργασίες με άλλους καλλιτέχνες που μόνο καλά λόγια είχαν και έχουν να πουν γι’ αυτόν, ο Lemmy είχε δηλώσει: «Δεν φοβάμαι το θάνατο. Δεν έχει νόημα να φοβάσαι κάτι που είναι αναπόφευκτο. Αν αύριο πεθάνω, δεν έχω κανένα παράπονο. Πέρασα καλά». Μέχρι το τέλος του, ήταν αφοσιωμένος σε εκείνη τη μούσα που ήταν υπεύθυνη για ό,τι καλό στη ζωή του. Οι Motörhead συνέχιζαν να δίνουν τακτικά συναυλίες και να πραγματοποιούν συναυλίες ανά τον κόσμο μέχρι που ο Lemmy δεν ήταν πλέον σε θέση να στέκεται στη σκηνή. «Το μόνο πράγμα που θα με κάνει να σταματήσω να κάνω δίσκους είναι ο θάνατος. Θα παίζω όσο αντέχω να περπατάω πέρα δώθε στη σκηνή δίχως μπαστούνι, ή, έστω και με μπαστούνι», είχε δηλώσει με περιφρόνηση και χιούμορ, αφήνοντας τη στάχτη από το Μάρλμπορο που κρατούσε να πέσει έξω από το τασάκι. Το συγκρότημα έδωσε την τελευταία του συναυλία στο Βερολίνο στις 11 Δεκεμβρίου 2015, αλλά περίπου δυο εβδομάδες αργότερα ο θάνατος κατάφερε να νικήσει τον Lemmy κόβοντας το νήμα της ξέφρενης ζωής του στις 28 Δεκεμβρίου 2015, τέσσερις μέρες μετά τα εβδομηκοστά του γενέθλια. Η ατίθαση μορφή του Lemmy, μετά από ένα ασύστολο αλλά δημιουργικό γλεντοκόπι δεκαετιών, είχε υποκύψει τελικά στον καρκίνο του προστάτη, έχοντας ξεφύγει αμέτρητες φορές από του Χάρου τα δόντια.

Η κηδεία του Lemmy Kilmister μεταδόθηκε ζωντανά από το διαδίκτυο και να εναπομείναντα μέλη ενθάρρυναν τους φίλους του συγκροτήματος να "παραστούν" από το σπίτι τους ή από της αγαπημένες τους παμπ. Την παρακολούθησαν online περισσότερα από 230.000 άτομα Η τελετή πραγματοποιήθηκε στο Forrest Lawn Memorial Park στις 9 Ιανουαρίου 2016 και την επόμενη μέρα η σορός του αποτεφρώθηκε. Τα λείψανά του τοποθετήθηκαν σε μια τρισδιάστατα τυπωμένη τεφροδόχο στο σχήμα του χαρακτηριστικού καπέλου του αμερικανικού ιππικού που συνήθως φορούσε ο Lemmy. Επάνω της ήταν χαραγμένη η φράση «Born to lose, lived to win», μέσα σε έναν άσο μπαστούνι, κάτω από το όνομά του και τις ημερομηνίες της γέννησης και του θανάτου του. Τον Μάρτιο του 2021 αποκαλύφθηκε ότι, κατόπιν δικής του επιθυμίας, οι στάχτες του τοποθετήθηκαν σε κάλυκες από σφαίρες και στάλθηκαν στους στενότερους φίλους του.

Από την κλασική σύνθεση των Motörhead, κανένα μέλος δεν βρίσκεται πλέον στη ζωή. Ο Phil Taylor πέθανε στις 12 Νοεμβρίου 2015, ένα μήνα και κάτι πριν τον Lemmy, και ο Eddie Clarke στις 10 Ιανουαρίου 2018…

Α… και μια τελευταία, χρήσιμη πληροφορία επιστημονικής φύσεως, ίσως άγνωστη για πολλούς: πριν μερικά χρόνια, επιστήμονες στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας του Λονδίνου διαπίστωσαν ότι ένα είδος κροκόδειλου που είχε ανακαλυφθεί στις αρχές του 20ού αιώνα μαζί με άλλους κροκόδειλους σε ένα λάκκο κάπου στο Κέιμπριτζ, είχε ταξινομηθεί λάθος. Έτσι, η Lorna Steel, μια έφορος του μουσείου θαυμάστρια του Lemmy, ζήτησε να δοθεί το όνομα του Βρετανού μουσικού στο νέο είδος, με αποτέλεσμα να ξαναγεννηθεί ο Lemmysuchus obtusidens (δηλαδή «αμβλυόδοντας κροκόδειλος του Lemmy” – ή κάτι τέτοιο, τέλος πάντων…)

(Με τις θερμότερες ευχαριστίες μου στα αδέλφια μου, Μιχάλη και Βασίλη Τζάνογλο, για το πολύτιμο δώρο τους εκείνη την αλησμόνητη βραδιά στο Σπόρτινγκ, τον Μάρτη του '88...)

 

ΔΕΙΤΕ:

Lemmy (2010): Παρακολουθήστε το ντοκιμαντέρ των Greg Olliver και Wes Orshoski για τη ζωή και το έργο του τιτάνα του rock and roll...

Παρακολουθήστε την κλασική, ανατρεπτική, παλαβιάρικη, μαυρο-κωμωδιακή ταινία "Eat The Rich" (1987) του Peter Richardson με πρωταγωνιστές, μεταξύ άλλων τους Lemmy, Shane MacGowan, Paul McCartney, Hugh Cornwell κ.α.

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΣΧΕΤΙΚΑ ΣΤΟ MERLI'S MUSIC BOX:

Οι τελευταίες μέρες του Lemmy...

Ο Lemmy στα τέλη της δεκαετίας του '60: Απόσπασμα από την αυτοβιογραφία ενός θρύλου του rock and roll...

O Lemmy για την Tina Turner...

Lemmy: «Αν δεν γουστάρεις τους Supersuckers, δεν γουστάρεις το rock and roll!»

Lemmy: «Ποτέ μου δεν ήπια γάλα, ούτε θα πιώ...» Διαφήμιση της φιλανδικής εταιρείας γάλακτος Valio με πρωταγωνιστή τον Lemmy που γυρίστηκε μερικές εβδομάδες πριν από το θάνατό του

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΣΕ ΒΙΒΛΙΑ:

White Line Fever: The Autobiography (Lemmy Kilmister, Citadel, 2004)

Lemmy: The Definitive Biography (Mick Wall, Trapeze, 2018)

Beer Drinkers and Hell Raisers: The Rise of Motörhead (Martin Popoff, ECW, 2017)

Lemmy & Motörhead: In the Studio (Jake Brown, Music Press, 2017)

 

AKΟΥΣΤΕ: 

Motorhead - (Full Set, Audio Only) @ Alimos Beach, Athens Greece 05/07/2004

Motorhead - (Full Set, Audio Only) @ Lycabettus, Athens Greece 13/06/2007


image

Γιάννης Καστάναρας

Ο Γιάννης Καστάναρας είναι καθ' έξιν και κατ΄ επάγγελμα slacker, συνεκδότης και executive producer (ο,τι κι αν σημαίνει αυτό το πράγμα) του φανζίν Merlin's Music Box.
 
 
 
image

Γιάννης Καστάναρας

Ο Γιάννης Καστάναρας είναι καθ' έξην και καθ΄ επάγγελμα slacker, συνεκδότης και executive producer (ο,τι κι αν σημαίνει αυτό το πράγμα) του φανζίν Merlin's Music Box.
 
 
 
image

Γιάννης Καστάναρας

Ο Γιάννης Καστάναρας είναι καθ' έξην και καθ΄ επάγγελμα slacker, συνεκδότης και executive producer (ο,τι κι αν σημαίνει αυτό το πράγμα) του φανζίν Merlin's Music Box.
 
 
 

 

 

 

 

 

 

 

Γραφτείτε στο Νewsletter του Merlin

FEATURED VIDEOS

  • 1