Γράφει ο Θανάσης Μήνας
Στη Μαρία
“13 is my Lucky number”, συνήθιζε να λέει ο Rory Galagher. Με αφορμή το Deuce, που κυκλοφόρησε τέτοιες μέρες το 1971, ο Θανάσης Μήνας ξανακούει 13 άλμπουμ του, σόλο ή με τους Taste.
Ο Rory Gallagher είναι αναμφίβολα ένας από τους μεγαλύτερους κιθαρίστες όλων των εποχών. Πολύ περισσότερο από βιρτουόζος, ο Gallagher ήταν ολοκληρωμένος τραγουδοποιός και ο εκθαμβωτικός, ξεχωριστός ρυθμός και το βασικό του παίξιμο, εξύψωσαν τις καλά δομημένες συνθέσεις του. Έπαιζε επίσης φυσαρμόνικα και σαξόφωνο, και η προσέγγισή του συχνά επέκτεινε το λεξιλόγιο του blues και του rock ‘n’ roll, συνδυάζοντάς τα με την ιρλανδική παραδοσιακή μουσική και την jazz.
Γεννημένος στο Ballyshannon της ιρλανδικής κομητείας του Donegan στις 2 Μαρτίου 1948, ο Gallagher άρχισε να παίζει κιθάρα σε ηλικία 9 ετών, γοητευμένος από τους πρώτους καλλιτέχνες τoυ country-blues που άκουγε στο ραδιόφωνο. O Roberth Johnson, ο Muddy, αλλά πρώτα από όλα ο Peter Green καθόρισαν το παίξιμό του. Μετακόμισε το 1968 στο Λονδίνο, όπου, στον Απόηχο των Cream, σχημάτισε το blues-rock trio των Taste. Μετά τη διάλυση του γκρουπ (1971), ο Gallagher ξεκίνησε σόλο καριέρα του, κυκλοφορώντας μια σειρά από μεγάλης επιρροής άλμπουμ κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '70 & beyond. Οι παθιασμένες, ζωντανές εμφανίσεις του, υψηλών οκτανίων, κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου έμειναν θρυλικές, και διασταυρώθηκαν με τους αγώνες του IRA.
O Rory πρώτα από όλα ήταν Ιρλανδός Σοσιαλιστής. Κιθαρίστας-Εργάτης, το ήθος του στη σκηνή απεικονίζει μια ταλαιπωρημένη Fender του 1961∙ την ίδια κιθάρα έπαιζε στη Νέα Φιλαδέλφεια, στις 12 Σεπτεμβρίου του 1981. Γεμάτο το γήπεδο, 40.000, και απέξω περισσότεροι, λαχτάρα για rock ‘n’ roll, όλο το “Χάος” μαζεμένο. Η συναυλία έληξε πρόωρα εξαιτίας της βίας της αστυνομίας. Λίγο μετά, ο Rory είπε: «Ήμασταν βρεγμένοι, τα μάτια μας δάκρυζαν κι όλοι φοβηθήκαμε. Η συναυλία από μόνη της ήταν καταπληκτική. Αλλά ήταν επικίνδυνη. Απλά δεν ήθελα να πεθάνω σε ένα γήπεδο ποδοσφαίρου στην Ελλάδα, χωρίς να ξέρω καν τι συνέβαινε…»
1. Deuce (Polydor, Νοέμβριος 1971)
Η δεύτερη ολοκληρωμένη σόλο προσπάθεια του Gallagher. Το άλμπουμ εκλύει όλη τη δημιουργική ενέργειά του για ηχογραφήσει μερικές από τις καλύτερες στιγμές στην καριέρα του. Το "Used To Be" είναι ένα κακοτράχαλο, δυναμικό blues-rock, ενώ το "I Am Not Awake Yet" είναι ουσιαστικά μια λαϊκή μπαλάντα, εμπνευσμένη από τους αγώνες της Ιρλανδίας, οι πρωταγωνιστές στους στίχους είναι αντάξιοι χαρακτήρων των κορυφαίων Ιρλανδών μινιστρέλων. Στις κορυφαίες στιγμές συγκαταλέγονται το country-blues "Don't Know Where I'm Going" και το απαλό, soulful "Should’ve Learned My Lesson", στο οποίο ο Ιρλανδός στήνει διάλογο με το “I’ll Play the Blues For You” του Albert King. Για γκραν-φινάλε, το ροκάδικο "Crest Of A Wave" σκληρίζει, και περιλαμβάνει ένα από τα πιο εμβληματικά σόλο του Gallagher.
2. Taste (Polydor, 1969)
Το ομότιτλο ντεμπούτο του power-trio των Taste (Rory – guitars, vocals, saxophone, harmonica, Richard "Charlie" McCracken – bass guitar, John Wilson – drums) εισήγαγε τον στον κόσμο του rock ‘n’ roll μια τότε σχετικά άγνωστη μπάντα που διαμορφώθηκε στην εικόνα των Cream. Εισαγωγή με τους τις δυνατές συγχορδίες του "Blister on the Moon", ακολουθεί το "Leavin", φόρος τιμής στον Leadbelly. Τα blues κανοναρχούν και το "Sugar Mama", καθώς και το πιο συγκρατημένο, ακουστικό "Hail". Στη συνέχεια οι κιθάρες και πάλι σκληραίνουν στο "Born on the Wrong Side of Town" – στον πυρήνα του όμως σιγοκαίει η ιρλανδική λαϊκή παράδοση. Και έτσι συνεχίζεται μέχρι την ολοκλήρωση του άλμπουμ: με εναλλασσόμενες αναλαμπές των μουσικών τάσεων του παρελθόντος και του μέλλοντος, που ενισχύουν τα υπόλοιπα κομμάτια "Same Old Story", "Dual Carriageway Pain", "Catfish" και "I'm Moving On".
3. Live in Europe (Polydor, 1972)
Στο Live in Europe ο Gallagher φτάνει ίσως στο απόγειο των δυνάμεών του. Σε αυτόν τον ηλεκτρικό blues δίσκο, δίνει νέα πνοή σε μερικά από τα πιο διαρκή πρότυπα του είδους. Το άλμπουμ ξεκινά με μια εκρηκτική εκδοχή του “Messin With The Kid” του Junior Wells, το οποίο ακολουθείται από μια μαινόμενη εκτέλεση του «Laundromat» του ίδιου του Gallagher. Στη συνέχεια, το "I Could’ve Had Religion" είναι κέλτικη μαγεία, ενώ η εκτέλεση του "Bullfrog Blues" κατατάσσεται στις καλύτερες ερμηνείες του όλων των εποχών.
4. Tattoo ( Polydor, 1973)
Το Tattoo θεωρείται ευρέως ως η πιο επιτυχημένη στούντιο προσφορά του Gallagher, που χρησιμοποιεί εδώ εξαιρετικά το πιάνο και το σαξόφωνο στις ενορχηστρώσεις. Τα “Tattoo ‘d Lady” και “Cradle Rock” ενσωματώνονται απρόσκοπτα σε μια ενιαία, ισχυρή ηχητική δύναμη, ενώ το “20:20 Vision” είναι μια από τις ομορφότερες ακουστικές του αποδόσεις. Το "They Don't Make Them Like You Anymore" φλερτάρει με την jazz, ενώ το "Sleep On A Clothes-Line" ξεσηκώνει μια blues-rock καταιγίδα. Το "A Million Miles Away" είναι απλώς κορυφαίο: μια εγκάρδια μπαλάντα δομημένη γύρω από έναν ομαλά λειτουργικό ρυθμό και συγχορδίες πιάνου, τις οποίες ο Gallagher χρωματίζει με τα riffs της κιθάρας. Τα φωνητικά του και οι έντονα ημι-αυτοβιογραφικοί στίχοι φορτίζουν την ατμόσφαιρα.
5. Blueprint (Polydor, 1973)
Το Blueprint ήταν το τρίτο άλμπουμ του Gallagher, που κυκλοφόρησε στη διάρκεια του 1973. Το άλμπουμ συνεχίζει να επεκτείνει τη χαρακτηριστική του προσέγγιση και περιλαμβάνει μερικές από τις πιο εμβληματικές συνθέσεις στην καριέρα του: το εντυπωσιακό, εξαιρετικά δυναμικό rocker "Walk On Hot Coals", το εξωτικό, κέλτικο “Daughter Of The Everglades”. Άλλα σπουδαίες στιγμές είναι το ακουστικό "Banker's Blues" με την μόρτικη χρήση της φυσαρμόνικας, το αφιονισμένο "Stompin ‘Ground" και το "Seventh Son Of A Seventh Son" που προσεγγίζει το progressive rock.
6. Blues (Chess, 2019)
Αποτελούμενο από σπάνιο και ακυκλοφόρητο υλικό, το Blues κυκλοφόρησε το 2019 και επικεντρώνεται στο αγαπημένο είδος του Gallagher (και όχι μόνο). Η πλήρης έκδοση τριών CD περιλαμβάνει φοβερές ζωντανές εκτελέσεις στο "I'm Tore Down" του Freddie King και στο "Garbage Man Blues" του Muddy Waters, καθώς και μοναδικές αποδόσεις στα "Prison Blues" και "I Could 've Had Religion". Ωστόσο, ξεχωρίζει μακράν η εκδοχή του Gallagher στο παραδοσιακό "What In The World", που είναι ισάξιο με τα καλύτερα hard-folk των Led Zeppelin.
7. Photo-Finish (Chrysalis, 1978)
Το Photo-Finish αντιπροσωπεύει μια σημαντική στιγμή στην καριέρα του Rory. Επιστρέφοντας σε σχήμα με τρίο, ο Gallagher σκληραίνει τον ήχο σε blues rock δυναμίτες όπως τα "Last of the Independents", "Shadow Play" και "Brute Force & Ignorance" (ένα από τα καλύτερα hard rock riff του) με νευρική ενέργεια . Η νουάρ πλευρά του Gallagher αναδύεται στο "Cloak & Dagger", ένα άλλο τραγούδι που εξερευνά τη γοητεία των B-movies. Η δουλειά του στην κιθάρα είναι τυπικά εξαιρετική καθ' όλη τη διάρκεια του album, ειδικά στο "Overnight Bag", όπου ξεπερνά τον εαυτό του στην ακουστική. Tο κυκλοθυμικό, βραδύκαυστο "Fuel to the Fire", που ξεπερνά τα έξι λεπτά σε διάρκεια, συνιστά κοσμογονικό trip.
8. Live Taste (Polydor, 1971)
Κυκλοφόρησε τον Φεβρουάριο του 1971, μετά τη διάλυση του συγκροτήματος. Ηχογραφήθηκε κατά τη διάρκεια της τελευταίας περιοδείας του γκρουπ στο Montreux Casino της Ελβετίας. Αυτή ήταν επίσης η μόνη επίσημη ζωντανή τεκμηρίωση των Taste εκείνη την εποχή. Το σετ ξεκινά με το “Sugar Mama”, o Gallagher θρυμματίζει τις φωνητικές του χορδές με τη μοναχική, αλλά κινητική συνοδεία κιθάρας του. Δυναμικά, η μπάντα αφήνει λίγο αέρα για τον δεύτερο στίχο. Αφού εκπνεύσει η γεροδεμένη κραυγή του, ο Gallagher προχωρά σε μια διερευνητική, καθαρά τονική εξερεύνηση των εναλλαγών στις κλίμακες του blues, σε μια νέα ανάγνωση του “Gamblin Blues” του Melvin Jackson. Ύστερα δυο δαιμονισμένες εκτελέσεις στο “Feel So Good Part” του Big Bill Broonzy, και μια επανερμηνεία, με περιπετειώδη ενορχήστρωση, στο παραδοσιακό “Catfish”.
9. Top Priority (Chrysalis, 1979)
Με ώθηση από τη δυναμική μιας επιτυχημένης περιοδείας στις ΗΠΑ, το Top Priority παρουσιάζει τον Gallagher ακόμα στην κορυφή του παιχνιδιού. Το άλμπουμ είναι προσανατολισμένο στο rock, αφήνοντας στην άκρη τα blues, jazz και folk στοιχεία, με αποτέλεσμα εξαιρετικά δυνατά και άμεσα τραγούδια. Ανοίγει με το τραχύ, hard rock riff του "Follow Me", που περιλαμβάνει ένα από τα πιο τσιμπημένα lead του Gallagher, και ακολουθείται από τον αδιάκοπο, ανατολίτικης τεχνοτροπίας, ψυχεδελισμό του "Philby" (γραμμένο για τον ομώνυμο κομμουνιστή κατάσκοπο∙ η μυθιστορηματική βιογραφία του κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Άγρα). Το mid-tempo "Keychain" διατηρεί κάποια blues ανάμνηση. Η κιθαριστική πανδαισία στο "Public Enemy No.1" ολοκληρώνει το σετ και κερδίζει πανηγυρικά την παρτίδα.
10. Rory (Polydor, 1971)
Το ντεμπούτο σόλο άλμπουμ του Gallagher κυκλοφόρησε το 1971 στον απόηχο της διάλυσης των Taste. Ο δίσκος παρουσιάζει έναν νεαρό κιθαρίστα/συνθέτη έτοιμο να πετύχει όλα όσα ήθελε μουσικά. Το αποτέλεσμα είναι μια εμβληματική ηχογράφηση, με την οποία ο Gallagher βάζει τη δική του σφραγίδα του στο blues rock. Το εναρκτήριο "Laundromat" περιλαμβάνει ένα από τα πιο εμβληματικά riff του Gallagher. Στη συνέχεια, η ένταση μειώνεται για τη «μελαχρινή» μπαλάντα “I Fall Apart” και το ακουστικό, υποβλητικό blues “Wave Myself Goodbye”. To "Sinner Boy" -προσωνύμιο του Rory- ανεβάζει ξανά το ρυθμό, ενώ στους στίχους κονταροχτυπιούνται η σοσιαλιστική ιδεολογία του με την ρωμαιοκαθολική ανατροφή του. Το album κορυφώνεται στo "For The Last Time", ένα όχημα για μια από τις καλύτερες επιθέσεις «βραδείας καύσης» (που λέει και ο Pynchon) του Gallagher.
11. Calling Card (Chrysalis, 1976)
Το Calling Card είναι ίσως ηχητικά το πιο «συμβατικό», το πιο mainstream rock album του Gallagher, καθώς θυσιάζονται τα jazz και progressive στοιχεία. Ο δίσκος ξεκινάει με τον απίθανο ρυθμό του “Do You Read Me”, στο οποίο, η επίθεση στην κιθάρα, έρχεται σε αντίστιξη με τις με απαλές νότες στα κίμπορντς. Έπειτα, υπάρχει το "Moonchild", βαρύ riff, με ζόρικους στίχους, πιασάρικο ρεφρέν και ξεσηκωτικό σόλο. Το "Calling Card" είναι ένα κομψό, rock-fusion κομμάτι που καταδεικνύει το δημιουργικό μυαλό και την ευελιξία του Gallagher. Η απόλυτη ένταση επανέρχεται στο “Secret Agent”, όπου οι στίχοι απηχούν ξανά τα κατασκοπικά μυθιστορήματα. Ωστόσο, το διαμάντι του δίσκου είναι το groovy jazz/progressive “Jack-Knife Beat”: το σφυροκόπημα της rhythm section παρέχει τα θεμέλια στον Gallagher για να απελευθερώσει μερικά από τα ωραιότερα licks & hooks στην κιθάρα.
12. Irish Tour ’74 (Polydor, 1974)
Ηχογραφήθηκε στις αρχές του 1974 και κυκλοφόρησε λίγους μήνες αργότερα. Το Irish Tour ’74 κατατάσσεται ανάμεσα στα πιο περιπετειώδη live rock άλμπουμ στην ιστορία. Η βία μεταξύ του IRA και του βρετανικού στρατού ήταν σε έξαρση και η Ιρλανδία απείχε πολύ από το ασφαλέστερο σημείο για περιοδεία. Παρόλα αυτά, ο Gallagher αποφάσισε να περιοδεύσει στη χώρα του, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα τις πιο απελευθερωμένες εμφανίσεις του. Ο δίσκος ξεκινά με μια μνημειώδη εκδοχή του “Cradle Rock”, πριν ο Ιρλανδός μάγος εξαπολύσει μια καταιγίδα με το παίξιμό του στο “I Wonder Who”. Η αργή blues εκδοχή του στο “Too Much Alcohol” ακολουθεί παρόμοια πορεία, με τον Gallagher να προσθέτει επιπλέον ένταση στα φωνητικά. Το "As The Crow Flies" του (μέγιστου, παραγνωρισμένου) Tony Joe White είναι το επόμενο και διακρίνεται για το εφευρετικό ακουστικό παίξιμο του Gallagher. Προεόρτιο για την πιο συνταρακτική εκτέλεση του "A Million Miles Away". Το album ολοκληρώνει μια εκπληκτική ερμηνεία στο rhythm ‘n’ blues "Just A Little Bit" του Rosco Gordon υπό μορφή σαιξπηρικής Τρικυμίας.
13. Taste - On the Boards (Polydor, 1970)
Το δεύτερο και τελευταίο στούντιο άλμπουμ των Taste. Στο On The Boards χαλιναγωγούν κάπως το άγριο, παθιασμένο παίξιμο που αντικατοπτρίζεται στο ντεμπούτο τους. Συγχρόνως αποκαλύπτουν μια πιο αυστηρή εστίαση στη σύνθεση τραγουδιών. Το υλικό που προκύπτει είναι καλοκεντημένο blues-rock, όπως το "What's Going On"(δεν έχει σχέση με το ομότιτλο του Marvin Gaye) και το "I'll Remember", καθώς και τα βασικά boogies "Morning Sun" και Το "If I Don't Sing I'll Cry". Στο On The Boards αναδεικνύεται μια έντονη jazzy χροιά στα αργά blues του Rory, που τονίζει το πόσο γρήγορα εξελισσόταν ως τραγουδοποιός. Τα εκτενή blues τζαμαρίσματα, όπως το "It Happened Before, It'll Happen Again" παρέχουν την ευκαιρία στο υποτιμημένο rhythm section των McCracken και Wilson να δείξουν την αξία τους. Θα υποστηρίξω ότι ένα από τα κυριότερα σημεία αυτού του άλμπουμ είναι οι ρυθμικές ενότητες που κόβουν την ανάσα για να εξισώσουν τη δεξιοτεχνία του κιθαρίστα και της rhythm section, δημιουργώντας μια δημιουργική σύγκρουση, την οποία θα επαναλάβει ο Rory με τα μεταγενέστερα ρυθμικά τμήματα του σχήματα.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΣΧΕΤΙΚΑ:
Ο Rory Gallagher, οι Rolling Stones και ένα κεφάλαιο που (δυστυχώς ή ευτυχώς) δεν άνοιξε ποτέ...
The Rolling Stones: Ιστορίες εξορίας στη Νότια Γαλλία και το Exile On Main Street...
Οι Police στο Σπόρτινγκ - Η συναυλία που άλλαξε την ιστορία...
ΔΕΙΤΕ:
Η ετήσια γιορτή των φίλων του Rory Gallagher στο Κυτταρο 22/12/18 (the videos)