Γράφει ο Γιάννης Καστανάρας
Εδώ μπορείτε να δείτε μια δεύτερη δόση από εικόνες και να διαβάσετε διάφορα για διάφορους που κατά καιρούς έχουν δημοσιευτεί στο Facebook του Merlin's Music Box. Εικόνες με σχόλια και πληροφορίες μέσα από ανάκατες δεκαετίες πολιτιστικών και πολιτικών κινημάτων και των ανθρώπων που συνέβαλαν (συνήθως με θετικό τρόπο, αλλά όχι πάντα) σε αυτά...
Ο Thurston στον υδατοφράκτη...
Ο Thurston Moore, πιτσιλισμένος από τα νερά του υδατοφράκτη Williamsburg στο Μπρούκλιν. Το ημερολόγιο έδειχνε 12 Αυγούστου 2011 και αυτή έμελλε να είναι η τελευταία συναυλία των Sonic Youth σε "πάτριο" έδαφος, ενώ ένα μήνα αργότερα το "ζωντανό" άστρο της μπάντας θα έδυε οριστικά στο Σάο Πάολο της Βραζιλίας.
Στο τέλος της συναυλίας, ο Moore θα ξεκολλούσε το μικρόφωνο από τη βάση του και θα αποχαιρετούσε ψυχρά το κοινό, λέγοντας μπροστά από το παρατεταμένο feedcak που σιγά σιγά έσβηνε, "Με τη δύναμη της αγάπης τα πάντα είναι πιθανά", αντλώντας ίσως αυθόρμητα έμπνευση από το κομμάτι "Power Οf Soul" (ή "Power To Love") του Jimi Hendrix και των Band of Gypsies από τo 1970 που περιείχε παρόμοιο στίχο. Τα σύννεφα του χωρισμού του από την επί δεκαετίες σύζυγό του και μπασίστρια του συγκροτήματος, Kim Gordon, εξελίσσονταν σε καταιγίδα - το ζεύγος με το ζόρι μιλιόταν.
Σχετικό-άσχετο: Όταν ένα διαδικτυακός θαυμαστής ρώτησε τον Moore τη γνώμη του για το διπλό άλμπουμ του Lou Reed, "Metal Machine Music", επειδή σε μια φωτογραφία τον είχε δει έφηβο να το ακούει στο σπίτι του (βλ. δεύτερο σχόλιο), ο κιθαρίστας απάντησε τα εξής:
«Πρέπει να ήμουν 17 ή 18 ετών όταν βγήκε αυτός ο δίσκος και ήδη είχα μπει στο τριπάκι του Lou Reed. Το εξώφυλλο ήταν λιγάκι παραπλανητικό γιατί έδειχνε τον Lou στη σκηνή φορώντας τα καλά του δερμάτινα και μαύρα γυαλιά, κι έτσι τον αγόρασα νομίζοντας ότι θα ήταν σαν το Sally Can't Dance - μόνο που αυτό δεν ίσχυε. Νομίζω ότι η πρώτη μου εντύπωση ήταν, "Καλά, πλάκα μας κάνει;" Τότε το (περιοδικό) Creem είχε δημοσιεύσει τρεις κριτικές σε μία σελίδα: η μία ήταν διθυραμβική από τον Peter Laughner (στο σημείο αυτό πιάνουμε τη μνήμη του Moore να τον απατάει, επειδή η συγκεκριμένη κριτική δεν ήταν του Laughner, κιθαρίστα των περίφημων Rocket From The Tomnbs και των Pere Ubu, αλλά του αιρετικού Lester Bangs), η δεύτερη πιο ψύχραιμη, και η τρίτη ήταν απλά η λέξη "Όχι" που επαναλαμβανόταν χίλιες φορές! Αυτός ο δίσκος ήταν τόσο βίαια τολμηρός που είχαν χρειαστεί τρεις κριτικές για να βγάλουμε άκρη τι έπαιζε. Και τότε κατάλαβα ότι ο Lou Reed εγκαινίαζε μια εντελώς νέα γενιά σκέψης για το τι μπορείς να κάνεις όταν είσαι σταρ του ροκ εν ρολ. Ήταν υπέροχο!»
Mariska Veres: Μια τσιγγάνικη ψυχή στους Socking Blue...
Το 1970, μια νέα φωνή εισέβαλε στη διεθνή ροκ σκηνή: η Mariska Veres, η τραγουδίστρια του ολλανδικού συγκροτήματος Shocking Blue, της μπάντας που μια εικοσαετία αργότερα θα ανακάλυπτε ο Kurt Cobain σε κάποιο δισκάδικο του Σιάτλ και οι Nirvana θα διασκεύαζαν τo «Love Buzz» για το πρώτο τους σινγκλ.
Η εντυπωσιακή Mariska γεννήθηκε στη Χάγη το 1947 και η μουσική ήταν από τα πρώτα πράγματα που άκουσε στη ζωή της, ίσως νωρίτερα και από τις φωνές των γονιών της. Ο Ρομά πατέρας της, Lajos Veres, έπαιζε (τι άλλο;) βιολί και το σπίτι της οικογένειας ήταν πλημμυρισμένο από παραδοσιακούς ρυθμούς και τραγούδια. Η Mariska κληρονόμησε την αγάπη του πατέρα της για το τραγούδι και η χαρακτηριστική κοντράλτο φωνή της, σε συνδυασμό με την «ψυχρή» σκηνική της παρουσία, θα οδηγούσε εκείνη και το συγκρότημά της να γνωρίσουν παγκόσμια επιτυχία, έστω για ένα σύντομο χρονικό διάστημα.
Οι Shocking Blue, που δημιουργήθηκαν στη Χάγη το 1967 από τον κιθαρίστα Robbie van Leeuwen σαν μέρος του «nederbeat», του μουσικού κινήματος που άρχισε να αναπτύσσεται στην Ολλανδία γύρω στα μέσα της δεκαετίας του ’60 από νεαρούς μουσικούς επηρεασμένους από το βρετανικό rock. Το 1968, όταν ο τραγουδιστής τους κατατάχθηκε στον ολλανδικό στρατό, ο van Leeuwen γνώρισε την Veres σε ένα κλαμπ που τραγουδούσε και την κάλεσε να τραγουδήσει στους Shocking Blue.
To 1969 οι Shocking Blue ηχογράφησαν το «Venus», ένα κομμάτι γραμμένο από τον van Leeuwen που αποτέλεσε σημείο καμπής για το συγκρότημα. Το τραγούδι εκτοξεύτηκε στα charts και στις αρχές του 1970 έγινε νούμερο ένα στις Ηνωμένες Πολιτείες, με αντίστοιχη επιτυχία σε διάφορες χώρες, χάρη στον ρυθμό του, τους υποβλητικούς στίχους του και τη φωνή της Veres που το έκαναν αμέσως κλασικό.
Η Veres ήταν η ενσάρκωση της ροκ αισθητικής, της ευρωπαϊκής ψυχεδέλειας και του ελεύθερου πνεύματος της εποχής, συνδυάζοντας τολμηρά μοτίβα, πολύχρωμα υφάσματα και μπότες-πλατφόρμες με μια συγκρατημένη, ενίοτε «ψυχρή» σκηνική παρουσία που την τόνιζαν το επίμονο βλέμμα της και η αινιγματική συμπεριφορά της, ενώ το όλο παρουσιαστικό της, με τα κατάμαυρα μαλλιά και το έντονο eyeliner, προσέδιδε μια μυστηριώδη γοητεία που την εδραίωσε ως σύμβολο της μόδας – «Ήμουν μια μπογιατισμένη κούκλα, κανείς δεν μπορούσε να με πλησιάσει», θα έλεγε πολλά χρόνια αργότερα.
Η Veres απέρριψε τις υπερβολές της ροκ κουλτούρας, αποφεύγοντας τα ναρκωτικά και τον τρόπο ζωής που στοίχισε τη ζωή σε τόσους πολλούς συγχρόνους της. Μετά τη διάλυση των Shocking Blue το καλοκαίρι του 1974, ακολούθησε σόλο καριέρα (κυρίως σινγκλ) με σχετική επιτυχία στις Κάτω Χώρες και τη Γερμανία, συμμετείχε στην επανασύνδεση των Shocking Blue το 1984 και, αργότερα έφτιαξε ένα jazz συγκρότημα, πριν πεθάνει τελικά από καρκίνο στη χοληδόχο κύστη, στις 2 Δεκεμβρίου 2006 σε ηλικία 59 ετών.
Οι L7 στο CBGB...
Οι L7 εισέβαλαν στην πανκ σκηνή του Λος Άντζελες το 1985 για να ταρακουνήσουν τον κόσμο της rock μουσικής και να καταρρίψουν τα στερεότυπα. Η Suzi Gardner, η Donita Sparks (αμφότερες στη φωτό του Chris Boarts σπέρνουν τον πανικό στο CBGB τον Μάιο του 1990), η Jennifer Finch και η Dee Plakas άντλησαν έμπνευση από πρωτοπόρες ροκούδες όπως η Suzi Quatro και η Joan Jett, και συνδύασαν την ωμή δύναμη της πρώτης, τον πρωτογονισμό των Ramones και το αντικαθεστωτικό ήθος των Black Flag, ενσαρκώνοντας έναν σκληρό όσο και επαναστατικό ήχο για να διαρρήξουν τις ανδροκρατούμενες σκηνές του punk και του grunge.
Το τραγούδι «Pretend We’re Dead», η πρώτη επιτυχία των L7 στα mainstream charts μέσα από το τρίτο τους άλμπουμ, Bricks Are Heavy (1992), έγινε ένας καθοριστικός ύμνος των αρχών της δεκαετίας του ‘90, αποτυπώνοντας την απογοήτευση, αλλά και την αποφασιστικότητα της γενιάς τους για ριζικές κοινωνικές αλλαγές.
Οι ζωντανές εμφανίσεις των L7 συχνά ήταν απρόβλεπτες (στο φεστιβάλ του Reading το 1992, για παράδειγμα, η Sparks πέταξε ένα χρησιμοποιημένο ταμπόν στο πλήθος, μια κίνηση που σύμφωνα με την ίδια που συμβόλιζε τη δέσμευσή τους να αψηφούν τις συμβάσεις. Κάτω από τη σκηνή, το συγκρότημα συνεργάστηκε με τη Sue Cummings της LA Weekly, φέρνοντας στο προσκήνιο το Rock for Choice, μια σειρά συναυλιών (1991-2001) υπέρ του δικαιώματος των γυναικών στην άμβλωση, συμβάλλοντας στο στρώσιμο του δρόμου για το κίνημα Riot Grrrl και εμπνέοντας συγκροτήματα όπως οι Bikini Kill, οι Garbage και οι Hole.
5.6.7.8’s: Κύματα garage στο Kill Bill του Ταραντίνο
Μπορεί οι 5.6.7.8’s να έγιναν ευρέως γνωστές στο αμερικανικό και γενικότερα στο δυτικό κοινό το 2003 με την εμφάνισή τους στην ταινία του Quentin Tarantino, Kill Bill, Vol. 1, αλλά αυτά τα συμπαθέστατα κορίτσια από το Τόκιο της Χώρας του Ανατέλλοντος Ηλίου παίζουν μουσική από το 1986, όταν η Yoshiko (Ronnie) και η Sachiko Fujiyama αποφάσισαν να πιάσουν την κιθάρα και τα τύμπανα αντίστοιχα και να σερφάρουν στα κύματα του garage και του rockabilly. Οι δυο αδελφές είναι τα μόνιμα μέλη του συγκροτήματος που αν και όλα αυτά τα χρόνια έχει μόνο 4-5 άλμπουμ στο ενεργητικό του, έχει ηχογραφήσει και κυκλοφορήσει πολυάριθμα 45άρια και μερικά ΕΡ σε βινύλιο (συνήθως όλα σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων), συχνά με διασκευές γνωστών και άγνωστων τραγουδιών, με πιο πρόσφατο το σινγκλ «Telstar/Radium Girls» (το πρώτο η κλασική επιτυχία των Βρετανών Tornados από το 1962 και το δεύτερο μια δική τους σύνθεση, προφανώς εμπνευσμένη από την ταινία Radium Girls του 2018 με θέμα τη δηλητηρίαση Αμερικανίδων εργατριών από ράδιο στο χώρο της δουλειάς τους στις αρχές της δεκαετίας του 1920).
Τα κορίτσια (εντάξει, όχι πλέον κορίτσια αλλά… κορίτσια) χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης σε μουσικά συναφείς κύκλους της Δύσης ως μια cult μπάντα, περιοδεύουν συχνά, και μάλιστα πριν μερικά χρόνια ήταν προσκεκλημένες σε πάρτι γενεθλίων του Jello Biafra.
Για την ιστορία, ο Tarantino αποφάσισε να συμπεριλάβει τις 5.6.7.8’s στην ταινία του (όπου τα μέλη εμφανίζονται να παίζουν ξυπόλητα με μαλλιά-κυψέλες) όταν άκουσε ένα CD τους σε κάποιο κατάστημα ρούχων στο Τόκιο, λίγες ώρες πριν αναχωρήσει για την Αμερική. Επειδή όμως δεν προλάβαινε να επισκεφθεί κάποιο δισκοπωλείο, ζήτησε να αγοράσει το CD από το ρουχάδικο. Όταν η υπάλληλος αρνήθηκε, ο Quentin ζήτησε να δει τον διευθυντή και τελικά κατάφερε να αποκτήσει το CD στο διπλάσιο της λιανικής τιμής. Σημειωτέον, ότι μετά τα γυρίσματα των σκηνών τους, οι 5.6.7.8’s δεν ξανάδαν ποτέ τον σκηνοθέτη τους.
Donovan: Ο πρώτος ροκ σταρ που συνελήφθη στη Βρετανία για ναρκωτικά...
Στις 11 Ιουνίου 1966, ο Donovan (εδώ τον βλέπουμε με τη συλλογή των μουσικών οργάνων του) γίνεται ο πρώτος ροκ σταρ που συλλαμβάνεται στη Βρετανία σύμφωνα με τον Νόμο για τα Επικίνδυνα Ναρκωτικά του 1965. Η αστυνομία στήνει καρτέρι στο διαμέρισμά του στην Edgware Road, ένα στέκι διαφόρων μποέμ καλλιτεχνών και φιλότεχνων του Λονδίνου, εκμεταλλευόμενη τόσο το νόμο όσο και τον δημόσιο πανικό σχετικά με την αυξανόμενη «κουλτούρα των ναρκωτικών».
Ο 20χρονος τραγουδιστής ήταν εύκολος στόχος, καθώς στο τραγούδι «Sunny Goodge Street» που είχε συνθέσει την περασμένη χρονιά και συμπεριλαμβανόταν στο δεύτερο άλμπουμ του, ο Donovan περιέγραφε έναν βίαιο «χασικλή» που σουλάτσερνε στο Λονδίνο και τα έκανε λίμπα ακούγοντας Charles Mingus – ή, κάτι τέτοιο, τέλος πάντων. Η αστυνομία δεν δυσκολεύεται να τον συλλάβει χρησιμοποιώντας μια αστυνομικίνα με πολιτικά, που προσποιείται την καλεσμένη σε κάποιο από τα πάρτι του καλλιτέχνη. Όταν αυτή χτυπάει την πόρτα στις μιάμιση το πρωί, ο Gypsy Dave, ο συγκάτοικος και κολλητός φίλος του Donovan, την αφήνει να μπει, μόνο που εκείνη σέρνει πίσω της κάμποσους μπάτσους, οι οποίοι ψάχνουν το μέρος και βρίσκουν αρκετό χασίς για να συλλάβουν τον Dave, τον Donovan και την κοπέλα του.
Με τη βοήθεια ενός δικηγόρου που του παρείχαν οι καλοί του φίλοι, George Harrison και Paul McCartney, ο Donovan αποφεύγει τη φυλακή αλλά του επιβάλλεται πρόστιμο 250 λιρών και δέχεται την επίπληξη του δικαστηρίου. Η σύλληψη αποτελούσε μέρος της στρατηγικής του αστυνομικού επιθεωρητή Norman Pilcher εναντίον των ροκ σταρ, καθώς επιδίωκε τη δημοσιότητα και ήθελε να αποδείξει ότι κανείς δεν ήταν υπεράνω του νόμου όταν επρόκειτο για την κατοχή και χρήση ναρκωτικών. Τα επόμενα χρόνια, ο Pilcher διεξήγαγε επιτυχείς, αν και νομικά αμφισβητήσιμες επιχειρήσεις σε βάρος μελών των Beatles και των Rolling Stones, ζητώντας τους μάλιστα… αυτόγραφο μετά τη σύλληψή τους.
Για την ιστορία: Ο τραγουδοποιός Donovan Philips Leitch γεννήθηκε στις 10 Μαΐου 1946 στη Γλασκώβη και στα μέσα και τέλη της δεκαετίας του 1960 απέκτησε φήμη ως σύμβολο του αναδυόμενου κινήματος της «flower power», κυρίως μέσω των τραγουδιών του που εγκωμίαζαν τις αρετές της αγάπης και του αλτρουισμού. Με την εξασθένιση του κινήματος στο τέλος της δεκαετίας του '60, η δημοτικότητα του Donovan άρχισε να φθίνει παράλληλα με την εμπορική του επιτυχία, αν και ο Σκωτσέζος καλλιτέχνης συνεχίζει να ηχογραφεί και να περιοδεύει μέχρι σήμερα, χάρη σε ένα σημαντικό και αφοσιωμένο ακροατήριο, τρόπον τινά υπό την ιδιότητα ενός cult ήρωα που έχει συνθέσει αξιομνημόνευτα τραγούδια όπως τα «Hurdy Gurdy Man», «Season Of The Witch», «Sunshine Superman», «Mellow Yellow» κ.α.
Έπρεπε να είσαι ζόρικος τύπος για να ενταχθείς στους Stones...
Bill Wyman: «Έπρεπε να είσαι ζόρικος τύπος για να ενταχθείς στους Stones. Οι λιπόψυχοι ή οι υπερευαίσθητοι δεν θα άντεχαν τα ειρωνικά σχόλια που ξεστόμιζαν ο Mick και ο Keith. Από τη στιγμή που μπήκα κατάλαβα ότι έπρεπε να έχουν κάποιον για να τον περιγελούν και όχι πάντα με χιουμοριστικό τρόπο, αλλά συχνά με κακόβουλο και οδυνηρό τρόπο. Έπρεπε να έχουν έναν αποδιοπομπαίο τράγο ή ένα πειραματόζωο και αυτός τις πρώτες μέρες ήμουν εγώ και αμέσως μετά ο Brian. Αυτό μπορεί να κυμαινόταν από το χρώμα που είχαν οι κάλτσες που φορούσα, για το οποίο μιλούσαν ασταμάτητα, μέχρι τα σακάκια που αγόραζα, τα τσιγάρα που κάπνιζα, τα ποτά που έπινα. Και πάντα με κορόιδευαν επειδή μου άρεσε το ροκ εν ρολ: Jerry Lee Lewis, Eddie Cochran, Johnny Cash, Elvis Presley - είχα μεγαλώσει αγαπώντας τη μουσική αυτών των ανθρώπων. Γελούσαν συνέχεια με αυτό, δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι είχαν προσλάβει έναν μουσικό που ναι μεν ήταν κατάλληλος για τους Stones αλλά του άρεσε το rock & roll των λευκών...»
«Touch me again and I'll fuckin' kill you!»
Η έξαλλη νεανίς της φωτογραφίας δεν είναι άλλη από την Ren Aldridge, τραγουδίστρια των βρετανο-αυστριακών Petrol Girls (η μουσική στα σχόλια), ενός οργισμένου κουαρτέτου που, παρά το όνομά τους, δεν είναι μόνο κορίτσια - συγκεκριμένα είναι δυο κορίτσια και δυο αγόρια. Φεμινιστικό punk rock (και όχι μόνο) υψηλών ταχυτήτων. Για όσους γουστάρουν Frenzee και Amyl & The Sniffers - τέτοια όμορφα πράγματα... (φωτο: Richard Mukuze)
Joey...
«Για μένα, punk σημαίνει να είσαι κάποιος που στέκεται όρθιος πηγαίνοντας κόντρα στο ρεύμα και λέγοντας, “Αυτός είμαι”», είχε πει κάποτε ο Jeffrey Ross Hyman, ένας άνθρωπος που σε όλη τη διάρκεια του σχετικά σύντομου βίου του πάλευε με την υγεία του. Ο Jeffrey είχε γεννηθεί με τεράτωμα – έναν όγκο σε μέγεθος μπάλας του μπέιζμπολ που προσκολλάται στη σπονδυλική στήλη και μπορεί να περιέχει οστά, μαλλιά και δόντια. Αυτή η πάθηση δυσχέραινε τη σωστή κυκλοφορία του αίματος και αύξανε την ευπάθειά του σε λοιμώξεις. Ο Jeffrey υπέφερε επίσης από προβλήματα ψυχικής υγείας. Κάποια στιγμή μάλιστα διαγνώστηκε με σχιζοφρένεια, αν και η τελική διάγνωση μιλούσε για ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή. Οι γιατροί είχαν ενημερώσει τη μητέρα του ότι η επιδείνωση της κατάστασής του κάποια στιγμή θα τον έφερνε σε σημείο να μην μπορεί να λειτουργεί στην κοινωνία και ότι αναπόφευκτα θα γινόταν κάτι σαν ζόμπι ή «φυτό».
Ο Jeffrey όμως διέψευσε (στο βαθμό, βέβαια, που μπορούσε) τους γιατρούς όταν μεταμορφώθηκε σε Joey Ramone και βρήκε το μοναδικό μέρος όπου μπορούσε να είναι ήρεμος και να ελέγχει, έστω και για λίγη ώρα, τον εαυτό του: τη σκηνή. Τα επιμήκη άκρα του (αν και δεν έχει διαγνωστεί επίσημα, πιθανώς έπασχε από το σύνδρομο Μαρφάν, μια σπάνια πολυσυστημική γενετική διαταραχή που επηρεάζει τον συνδετικό ιστό), το ατσούμπαλο σουλούπι του και το πρόσωπό του, κρυμμένο πίσω από τα μακριά μαλλιά του, μαζί με τα αγχώδη φωνητικά του, έβγαζαν στο προσκήνιο μια απόκοσμη προσωπικότητα. Μόλις όμως κατέβαινε από τη σκηνή, οι ψυχαναγκασμοί τον σακάτευαν πάλι και οι φωνές που άκουγε μέσα στο κεφάλι του επέστρεφαν: «Δεν έκλεισες σωστά αυτή την πόρτα, πρέπει να το ξανακάνεις». Και μπορεί να το επαναλάμβανε είκοσι φορές μέχρι να το κάνει «σωστά».
Μερικές φορές ο Joey χρειαζόταν ώρες για να διασχίσει ένα δρόμο με αποτέλεσμα να αργεί συχνά στις πρόβες, στις συναυλίες και σε διάφορες εκδηλώσεις, κάτι που επιδείνωνε τις εντάσεις ανάμεσα σε αυτόν και τον Johnny – έναν επίσης καθόλου εύκολο άνθρωπο. Μια φορά που το συγκρότημα είχε επιστρέψει από μια βρετανική περιοδεία, ο Joey επέμενε να κάνουν αναστροφή με το αυτοκίνητο και να γυρίσουν στο αεροδρόμιο μόνο και μόνο για να επαναλάβει ένα βήμα…
O Joey Ramone έφυγε από τη ζωή στις 15 Απριλίου 2001, νικημένος από τον λεμφικό καρκίνο. Ο ίδιος φαίνεται να επέσπευσε τον θάνατό του όταν την παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 2000 αποφάσισε να επισκεφτεί στο γραφείο του χειροπράκτη του για να διαπιστώσει αν είχε κλείσει σωστά την πόρτα την προηγούμενη μέρα, και γλίστρησε στο παγωμένο πεζοδρόμιο. Χρειάστηκε να χειρουργηθεί στο ισχίο με αποτέλεσμα να διακόψει προσωρινά τη θεραπεία για τον καρκίνο, γεγονός που τον οδήγησε στο θάνατο λίγους μήνες αργότερα …
Ο stage-diver του Edward Colver...
Στις 4 Ιουλίου 1981, ο φωτογράφος Edward Colver απαθανάτισε μια θρυλική στιγμή στην ιστορία του punk στο Perkins Palace, στην Pasadena της Καλιφόρνια με πρωταγωνιστή τον Chuck Burke, έναν πάνκη που συνήθιζε να απογειώνεται από τη σκηνή και να προσγειώνεται, συνήθως με επιτυχία, πάνω στο πλήθος που παρακολουθούσε κάποια συναυλία. Η συγκεκριμένη φωτογραφία τραβήχτηκε κατά τη διάρκεια μιας άγριας και υπερβολικά φορτισμένης συναυλίας τριών συγκροτημάτων που ήταν πολύ «hot» εκείνη την εποχή, των Καναδών D.O.A., των Καλιφορνέζων Adolescents και των Βορειοϊρλανδών Stiff Little Fingers, και απεικονίζει τον Burke να ίπταται σε ένα χαρακτηριστικό, κλασικό πλέον, στιγμιότυπο stage-diving – απόδειξη της ωμής ενέργειας των punk συναυλιών εκείνη την εποχή.
Για την ιστορία, ο Colver, μέλος και ο ίδιος της σκηνής του punk στην Καλιφόρνια, συμμετείχε ενεργά στο κίνημα, αποτυπώνοντας παράλληλα την οργή, την ελευθερία και το συναίσθημα που κατέληξε να ενσαρκώνει το είδος. Οι φωτογραφίες του κοσμούν πάνω από 500 εξώφυλλα δίσκων, με πρώτο το «Group Sex», το ντεμπούτο άλμπουμ των Circle Jerks, το 1980. Δική του είναι η φωτογραφία του Henry Rollins στο εξώφυλλο του «Damaged» των Black Flag, ενώ ο εκκεντρικός τραγουδιστής σπάει με τη γροθιά του έναν καθρέφτη, δικές του και οι φωτογραφίες στο «Greatest Hits» του Ice Cube, στο «Sleep In Safety» των 45 Grave, στο «Only Theatre Of Pain» των Christian Death, στο «Mainliner» των Social Distortion, στο «How Hell Could Be Any Worse» των Bad Religion, ανάμεσα σε εκατοντάδες άλλους δίσκους και χιλιάδες φωτογραφίες που καταγράφουν την ιστορία μιας ολόκληρης σκηνής…
Marc Bolan: Cosmic Dancer...
«Είμαι ένας ροκ εντ ρολ ποιητής που απλά χοροπηδάει πέρα δώθε…», είχε πει κάποτε ο cosmic dancer Mark Feld που κάποια στιγμή στο σύντομο βίο του αποφάσισε να γίνει διάσημος παραχαράσσοντας το Mark σε Marc και συνδυάζοντας συλλαβές από το όνομα του Bob Dylan για το νέο του επώνυμο: Bolan. Το Εβραιόπουλο από το Λονδίνο γεννήθηκε στις 30 Σεπτεμβρίου 1947 και είχε ψυλλιαστεί πως θα γίνει σταρ από την εφηβεία του, όταν οι εφημερίδες δημοσίευαν φωτογραφίες που τον παρουσίαζαν ως έναν κομψό και προκλητικό έφηβο mod με απόλυτη αίσθηση του στυλ. Κάμποσα χρόνια αργότερα θα πυρπολούσε τη Βρετανία με τη Les Paul του.
Πριν από τον Ziggy Stardust (το 1969 μάλιστα, ο Bowie είχε ανοίξει μια εμφάνιση του Bolan ως μίμος), τους Roxy Music και τους Slade, ο Bolan γύριζε με γκλίτερ στο πρόσωπό του, ροζ μπόα γύρω από το λαιμό του, λαμέ κοστούμια και μπότες με πλατφόρμες που άστραφταν στα πόδια του, παίζοντας μια εντυπωσιακά πλατιά γκάμα από τριπαριστή folk, περίεργες μπλουζιές, glam rock, ακόμα και heavy metal. Έπειτα από μερικές σόλο απόπειρες και συμμετέχοντας στους John's Children, ο Marc βρήκε τελικά τη φωνή του στο ντουέτο των Tyrannosaurus Rex που τελικά συντόμευσε σε T. Rex για να κυριαρχήσει στη βρετανική και παγκόσμια μουσική του με μνημειώδη άλμπουμ όπως το Electric Warrior (1971) και το The Slider (1972), αλλά και μια σειρά από επιτυχημένα σινγκλ στο πρώτο μισό της δεκαετίας του ‘70. Κι όταν το punk και το new-wave κατακτούσαν την Αγγλία και το παλιό κατεστημένο κατέρρεε, ο Bolan προώθησε άφοβα μπάντες όπως οι Generation X, οι Jam και οι Boomtown Rats, ενώ το 1977 περιόδευσε με τους Damned.
Δυστυχώς όμως, η μοίρα τα έφερε αλλιώς. Μια ημερομηνία σαν τη σημερινή, το 1977, γύρω στις 5 το πρωί, ενώ ο Bolan επέστρεφε στο σπίτι του με το Mini 1275GT που οδηγούσε η Αμερικανίδα φίλη του Gloria Jones, εκείνη έχασε τον έλεγχο του οχήματος σε μια στροφή και προσέκρουσε με μεγάλη ταχύτητα σε ένα δέντρο με αποτέλεσμα, δυο εβδομάδες πριν γιορτάσει τα 30ά του γενέθλια, ο Marc Bolan να βρει ακαριαίο θάνατο, καθώς η θέση του συνοδηγού δέχτηκε όλη τη δύναμη της πρόσκρουσης…
Ο Jerry Lee και οι Επτά Γάμοι...
Ο Jerry Lee Lewis παντρεύτηκε την πρώτη του γυναίκα, την κόρη του ιερέα του, Dorothy Barton, στις 21 Φεβρουαρίου 1952, όταν ήταν 17 ετών. Χώρισαν στις 8 Οκτωβρίου 1953. Πριν καν οριστικοποιηθεί το διαζύγιό του, ο Jerry παντρεύτηκε την Janet Mitcham στις 15 Σεπτεμβρίου 1953 και 23 μέρες πριν εκδοθεί το νέο διαζύγιο, το 1957, παντρεύτηκε την 13χρονη ξαδέλφη του, Myra Gale Brown, γεγονός που προκάλεσε μεγάλες αντιδράσεις λόγω του πολύ νεαρού της ηλικίας της. Η Myria γέννησε το πρώτο από τα δυο παιδιά τους σε ηλικία 14 χρονών, έναν γιο, ο οποίος πνίγηκε στην πισίνα όταν ήταν μόλις τριών χρονών. Ο γάμος του με τη Myria επίσης απέτυχε και χώρισαν στις 9 Δεκεμβρίου 1970. Τον επόμενο χρόνο ο Jerry παντρεύτηκε για τέταρτη φορά, αυτή τη φορά την Jaren Elizabeth Pate. Ο γάμος του κράτησε ως το 1982, αλλά κάμποσες εβδομάδες πριν την έκδοση του διαζυγίου, η Jaren βρέθηκε πνιγμένη στην πισίνα των φίλων που τη φιλοξενούσαν. Ο πέμπτος γάμος του, με την Shawn Michelle Stephens είχε κι αυτός τραγική κατάληξη: η Shawn πέθανε από υπερβολική δόση μεθαδόνης. Τον Απρίλιο του 1984, ο Jerry παντρεύτηκε για έκτη φορά, την Karrie McCarver και κατάφερε να μείνει μαζί της για 21 ολόκληρα χρόνια πριν τελικά χωρίσουν το 2005, ενώ η έβδομη και... καταϊδρωμένη σύζυγος του Jerry ήταν η Judith Brown, η γυναίκα που τελικά θα τον έθαβε και που παλιότερα ήταν παντρεμένη με τον αδελφό της τρίτης συζύγου του Lewis, Myra Gale Brown)...
Βγάλτε άκρη!
AC/DC και... ανάποδα μηνύματα!
Υπήρξε μια καθοριστική στιγμή τον Απρίλιο του 1974, όταν οι AC/DC εμφανίστηκαν σε μια υπαίθρια συναυλία στο Victoria Park του Σίδνεϊ και ο 19χρονος Angus Young (στη φωτό σε... ώριμη ηλικία)) παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στη σκηνή φορώντας τη σχολική του στολή. Όπως έχει πει ο ίδιος, αυτή ήταν πιο τρομακτική στιγμή της ζωής του, αν και το συνειδητοποίησε εκ των υστέρων επειδή εκείνη τη στιγμή δεν είχε χρόνο να σκεφτεί – έπρεπε να βγει και να παίξει. Πώς αντέδρασε το κοινό; Σαν ένα κοπάδι ψάρια ενυδρείου που περιμένουν με ανοιχτό το στόμα για να τα ταΐσουν.
«Το μόνο που είχα στο μυαλό μου ήταν να μην με πετύχουν εκείνοι οι τύποι που μας πετούσαν μπουκάλια. Νόμιζα ότι αν έμενα ακίνητος θα γινόμουν στόχος. Έτσι δεν σταμάτησα στιγμή να κουνιέμαι επειδή ήμουν σίγουρος πως αν σταματούσα θα σωριαζόμουν νεκρός». Κι όπως φαίνεται, αυτό το προσοδοφόρο… κουσούρι έκτοτε του έμεινε και λίγο αργότερα τα μπουκάλια άρχισαν να αντικαθίστανται από επευφημίες και χειροκροτήματα.
Όπως πάντα, βέβαια, υπάρχει και η άλλη πλευρά. Για παράδειγμα, δείτε τι έγινε το 1979, όταν κυκλοφόρησε το Highway To Hell, το άλμπουμ που καθιέρωσε τους AC/DC στις ΗΠΑ, πουλώντας πάνω από ένα εκατομμύριο αντίτυπα. O τίτλος του και το «προκλητικό» εξώφυλλο που απαθανάτιζε τον Angus με κέρατα να ξεπροβάλουν από το κεφάλι του και με διχαλωτή ουρά, ήταν αρκετά για να ξεσηκώσουν τη λεγόμενη «ηθική πλειοψηφία» των Αμερικανών συντηρητικών και διάφορες ομάδες άρχισαν να σκάνε μύτη έξω από τους χώρους όπου εμφανίζονταν οι Αυστραλοί, κρατώντας πανό και πλακάτ με προσευχές, κραυγάζοντας συνθήματα εναντίον του συγκροτήματος, και υποστηρίζοντας με πάθος ότι αν έπαιζες τον δίσκο ανάποδα θα λάμβανες μηνύματα από τον ίδιο τον Βελζεβούλη!
Σύμφωνα με τον Angus, οι Αυστραλοί δεν το έχουν πάρα πολύ με τη θρησκεία, μάλλον επειδή είναι απόγονοι καταδίκων και «κακοποιών στοιχείων και αποκαλούν τους λίγους φανατικούς θρησκόληπτους «Bible-thumpers» .
«Τους ρωτούσα, "για ποιον είστε εδώ" και εκείνοι απαντούσαν “για εσάς”. Γαμώτο, σκεφτόμουν, γιατί να παίξει κανείς τον δίσκο ανάποδα; Αφού το εξώφυλλο μιλάει από μόνο του: Highway To Hell!»
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΣΧΕΤΙΚΑ:
Εικόνες και λέξεις πριν το τέλος του κόσμου...