Γράφει ο Γιάννης Καστανάρας
Μεσημέρι. Σκάει ο τζίτζικας. Ανεβαίνω την εσωτερική σκάλα του οικείου, πλέον, διώροφου σπιτιού , φτάνω στο κεφαλόσκαλο και χτυπάω δυνατά την πόρτα, σαν μπάτσος. Το κουδούνι ξεχαρβαλωμένο και εκτός λειτουργίας. Ακούγεται θόρυβος, τριξίματα, θαρρείς και κάποιος μετακινεί λαμαρίνες σέρνοντάς τις πάνω σε ξύλινο δάπεδο. Βήματα που σέρνονται σαν ανακόντα στις λόχμες, η πόρτα ανοίγει και εμφανίζεται ο Β. Με κοιτάζει μ’ εκείνο το λειψό, μονίμως υπναλέο βλέμμα – φοράει ξεφτισμένες καρό παντόφλες 46 νούμερο, πατομπούκαλα, και το ένα του μάτι είναι διαφορετικό απ’ το άλλο, όχι τόσο συναρπαστικό όσο του Bowie, αλλά… κάνει ό,τι μπορεί. Κάπου κάτι είχε στραβώσει, αλλά για χρόνια απέφευγα να ρωτήσω.
Ο Β. στέκεται στο κατώφλι, ένας 18χρονος κρεμανταλάς με φουντωτό κατσαρό κατάμαυρο μαλλί και μύτη ίδια σαν του μπάρμπα-Μυτούση στο κουκλοθέατρο. Ο Β. είναι από εκείνους τους ανθρώπους που πίνουν σκέτο τον φραπέ τους και που αν ανακατέψεις τον πικρό τους με το κουταλάκι που ανακάτεψες τον γλυκό σου, θα το καταλάβουν και θα σου βάλουν χέρι. Στα σοβαρά. Εγώ πάλι, ένα χρόνο μεγαλύτερος, έχω τελειώσει τσάτρα πάτρα το Λύκειο και η πρώτη και τελευταία μου απόπειρα για σπουδές στη Νομική μόλις έχει πιάσει πάτο.
«Θα μπεις μέσα;» με ρωτάει, ενώ βλέπει πολύ καλά ότι για να μπω μέσα πρέπει πρώτα να παραμερίσει εκείνος. Και χθες και προχθές και αντιπροχθές η ίδια ανόητη ερώτηση.
Τον περιεργάζομαι εστιάζοντας επίτηδες στο «κακό» του μάτι και αφού το σκέφτομαι για μια στιγμή του δίνω μια εύστοχη και αποστομωτική απάντηση. «Είσαι πολύ μαλάκας…»
Ο Β. χλιμιντρίζει ξεφυσώντας με τη μυταρόλα του και κάνει στην άκρη για να μπορέσω να μπω. Σε σχέση με το υπόλοιπο σπίτι, ένα τριάρι με μικρά δωμάτια όπου η σκόνη και η ακαταστασία κάνουν πάρτι, το χολ είναι μάλλον μεγάλο κι έχει τόσα πράγματα που για να το διασχίσεις πρέπει να πηδήξεις μερικά κουτιά που περιέχουν απροσδιόριστα υλικά. Ο Β. το παίζει μαστοράντζα, έχει ένα σωρό εργαλεία σε διάφορα σημεία του διαμερίσματος, αλλά τον έναν χρόνο που κάνουμε παρέα σχεδόν σε καθημερινή βάση δεν τον έχω δει να βιδώνει ούτε βίδα.
Μπαίνουμε στην κουζίνα για τους καθιερωμένους καφέδες, χτυπάω τον δικό μου μέχρι να μελώσει, ξεπλένω το κουτάλι και του το δίνω. Με κοιτάζει με βλέμμα απλανές (τελικά, βλέπει λίγο ή δεν βλέπει καθόλου από το αριστερό μάτι;), σαν να αχνοφέγγει μια περιφρόνηση, ανοίγει το συρτάρι κάτω από το νεροχύτη και βγάζει το «ΔΙΚΟ» του κουταλάκι. Αισθάνομαι σαν να μ’ έχει πιάσει κορόιδο.
Περνάμε στο καθιστικό και σωριάζομαι στον διθέσιο καναπέ σηκώνοντας ένα σύννεφο σκόνης. Ο Β. κάθεται στην ξύλινη καρέκλα – πάντα κάθεται σ’ εκείνη την ξεχαρβαλωμένη ξύλινη καρέκλα που τρίζει σε κάθε του κίνηση. Έχω την αίσθηση ότι εκεί κάθεται κι όταν είναι μόνος του – ο καναπές, φαίνεται, είναι για τους μουσαφίρηδες, αν και όλο αυτό το διάστημα που τον συναναστρέφομαι δεν έχω δει ψυχή πέρα από εμάς τους δυο, δεν έχω ακούσει τηλέφωνο να χτυπά, ούτε έχω δει πουθενά στο σπίτι κάποιο τηλέφωνο. Μάλλον κάπου πρέπει να το καβαντζώνει, αφού τηλεφωνιόμαστε. Εκτός πια κι αν…
Κοιτάζω τον σωρό με τους δίσκους μπροστά στο έπιπλο με το στερεοφωνικό. Ο Β. είναι πολύ περήφανος για τη συλλογή του – καμιά 70αριά άλμπουμ στοιβαγμένα το ένα πίσω από το άλλο πάνω στο πολύπαθο παρκέ, έχοντας μπροστά την πιο πρόσφατη αγορά. Ο Β. έχει περίεργα γούστα στη μουσική και σίγουρα είναι μπροστά από την εποχή του – παίζει να είναι ο πρώτος άνθρωπος στην Ελλάδα που αγόρασε το The Scream των Siouxsie and The Banshees.«Λοιπόν;» ρωτάω αδιάφορα.
«Κοίτα να δεις τι σου έχω…»
Η ξύλινη καρέκλα παραπαίει επικίνδυνα καθώς σκύβει ατσούμπαλα πάνω από τους δίσκους, και όταν βγάζει τον δεύτερο δίσκο την ντάνα, καταλαβαίνω ότι δεν τον είχε μπροστά για να μην, και καλά, δω τι είχε αγοράσει. Μπροστά έχει την προτελευταία αγορά, το Coney Island Baby του Lou Reed που εμένα δεν μου πολυάρεσε, αλλά όταν του το είπα με είχε κοιτάξει με εκείνο το περιφρονητικό βλέμμα που λέγαμε προηγουμένως.
Το εξώφυλλο του δίσκου που τώρα κρατάει ο Β. μπροστά στο στήθος του σαν τρόπαιο από τους τελευταίους Βαλκανικούς Αγώνες, δείχνει τρεις σειρές με σκουρόχρωμες φλόγες πάνω σε κατάμαυρο φόντο, ενώ στο επάνω μέρος είναι γραμμένα με κόκκινα κεφαλαία γράμματα το όνομα της μπάντας και τον τίτλος του άλμπουμ: STIFF LITTLE FINGERS - IFLAMMABLE MATERIAL. Εντάξει, το όνομα το ήξερα, κάπου το είχα δει, στη Melody Maker ή στη New Musical Express, τα έντυπα που αγοράζαμε από το ψιλικατζίδικο τέρμα Χαριλάου Τρικούπη, αλλά το πολύ ως εκεί.
«Το άκουσες;» ρωτάω γεμάτος ελπίδα ότι δεν το έχει ακούσει ακόμη και ότι με περίμενε για να το απολαύσουμε παρέα.
«Το ακούω ανελλιπώς από το πρωί».
«Είσαι πολύ μαλάκας…»
Ο Β. απλώνει τα κανιά του, χαμογελάει χαιρέκακα, βγάζει με προσοχή το βινύλιο από το σκουρόχρωμο βρακί που υποψιάζομαι ότι περιέχει τους στίχους και άλλες πληροφορίες, σηκώνει το καπάκι του πικάπ, τοποθετεί τον δίσκο εκεί που πρέπει να τον τοποθετήσει, βάζει μπρος το μηχάνημα και η βελόνα χαμηλώνει απαλά και αρχίζει να στροβιλίζεται πάνω στα αυλάκια..
Το «Suspect Device» ξεχύνεται σαν χείμαρρος στα αυτιά μου, τα ηχεία δονούνται και το ανελέητο σφυροκόπημα από τα εναρκτήρια ριφ της κιθάρας καρφώνονται ανεξίτηλα στο μυαλό μου. Οι κιθάρες μονομαχούν, ξύνουν τον αέρα, η μάχη είναι λυσσαλέα, καθώς τσιρίζουν πάνω από το ξυλοφόρτωμα της άσπλαχνης rhythm section. Αισθάνομαι να με κόβει κρύος ιδρώτας. Γκαγκαγκαγκαγκαγκαγκαγκα… «They take way our freedom in the name of liberty», ωρύεται ο τραγουδιστής προσπαθώντας να ακουστεί πάνω από τον ορυμαγδό – και τα καταφέρνει. Ταχύτητα και δέος. Έρωτας με το πρώτο άκουσμα.
«Δεν πιστεύω στα αυτιά μου», ψελλίζω στον Β. που τώρα με κοιτάζει με μισάνοιχτο στόμα σαν κάτι να θέλει να πει αλλά τον εμποδίζει η μουσική…
******
Οι Stiff Little Fingers σχηματίστηκαν στο Μπέλφαστ το 1977 από τις στάχτες των Highway Star, μιας μπάντας διασκευών επηρεασμένης από τους Deep Purple, πριν τα μέλη της στραφούν προς τον ήχο του pub rock των Dr. Feelgood και, αναπόφευκτα, προς το punk rock. Τη σύνθεση του συγκροτήματος, που θα παρέμενε ίδια μέχρι την ολοκλήρωση του πρώτου άλμπουμ αποτελούσαν οι Jake Burns (φωνή, κιθάρα και ο βασικός συνθέτης), Henry Cluney (Κιθάρα, φωνή), Ali McMordie (μπάσο, φωνή) και Brian Faloon (τύμπανα).
Το πρώτο άλμπουμ των Stiff Little Fingers είναι ένα καταιγιστικό κοινωνικοπολιτικό σχόλιο και στα σχεδόν σαράντα ένα και κάτι λεπτά της διάρκειας του Inflammable Material οι Stiff Little Fingers εξηγούν απλά, με τη μουσική και τους στίχους τους, όλη την ατμόσφαιρα των Ταραχών που εκείνη την εποχή βρίσκονταν στην κορύφωσή τους, μαστίζοντας ήδη για μια εικοσαετία τις έξι κατεχόμενες βορειοϊρλανδικές κομητείες. Θα συνέχιζαν να τις μαστίζουν για άλλη μια, με τελικό απολογισμό τον θάνατο περίπου 3.500 ανθρώπων.
Η εποχή εκείνη στη Βόρεια Ιρλανδία –και ιδιαίτερα στο Μπέλφαστ, ένα συνονθύλευμα σεχταριστικών φραξιών– ήταν πολύ δύσκολη για τους φίλους της rock μουσικής. Ο Jake Burns θυμόταν ότι το 1971, αν και πολύ μικρός, είχε παρακολουθήσει μαζί με τον πατέρα του τη συναυλία των Led Zeppelin στο Ulster Hall, την κύρια αίθουσα συναυλιών της πόλης όπου, σύμφωνα με διάφορες πηγές, οι Βρετανοί σούπερ σταρ παρουσίασαν για πρώτη φορά μπροστά σε κοινό το «Stairway To Heaven». Ωστόσο, οι καλλιτέχνες που περιλάμβαναν τη Βόρεια Ιρλανδία στις περιοδείες τους ήταν ελάχιστοι εξαιτίας της μόνιμης πολεμικής ατμόσφαιρας που πλανιόταν πάνω από τις βρετανοκρατούμενες περιοχές. Ο μόνος που τολμούσε να διασχίζει τα σύνορα από το νότο παραμένοντας πιστός στο ετήσιο ραντεβού του με τους θαυμαστές του στο βορρά ήταν, προς τιμήν του, ο Rory Gallagher.
Στον αντίποδα, τρόπον τινά, των έντονα πολιτικοποιημένων Stiff Little Fingers που είχαν σαν σύμβολο το σήμα της νίκης ανάποδα, υπήρχαν οι Undertones (το «Teenage Kicks», το πρώτο τους σινγκλ, κυκλοφόρησε την ίδια ημέρα με το «Alternative Ulster» των Stiff Little Fingers), μια άλλη punk μπάντα από το Ντέρι, που μιλούσε για πιο «πεζά» πράγματα πιστεύοντας ότι οι νέοι στη Βόρεια Ιρλανδία ούτως ή άλλως βίωναν στο πετσί τους τις «Ταραχές» και θα ήθελαν κάποια διαφορετική, πιο ανώδυνη μουσική προσέγγιση για να ξεχνιούνται. Οι θαυμαστές των Undertones κατηγορούσαν τους Stiff Little Fingers ότι επένδυαν στην εξαθλίωση που προκαλούσαν οι «Ταραχές» και οι θαυμαστές των Stiff Little Fingers τους Undertones ότι παρέβλεπαν τη σύγκρουση προς όφελος ενός ευρύτερου ακροατηρίου. Το βέβαιο πάντως ήταν ότι για τον Burns και την παρέα του η πολιτικοκοινωνική ατζέντα ήταν πολύ σημαντική για να παραβλέπεται. Όπως ήταν φυσικό, το συγκρότημα δεν θα έλειπε από τους αντιρατσιστικές εκδηλώσεις της οργάνωσης Rock Against Racism.
Τον Μάρτιο του 1978, κάμποσους μήνες μετά την πρώτη τους εμφάνιση τον Αύγουστο της περασμένης χρονιάς, ορμώμενοι από το punk ήθος, και αντλώντας έμπνευση για το όνομά τους από το ομώνυμο τραγούδι των Vibrators μέσα από το άλμπουμ Pure Mania (1977), οι Stiff Little Fingers είχαν κυκλοφορήσει με δικά τους έξοδα το πρώτο τους επτάιντσο «Suspect Device/Wasted Life», δυο κομμάτια που αμφότερα θα συμπεριλαμβάνονταν στο άλμπουμ. Το συγκρότημα και οι μάνατζέρ του (οι δημοσιογράφοι Gordon Ogilivie και Colin McClelland) δημιούργησαν την Rigid Digits για να μπορέσουν να το κυκλοφορήσουν. Έκοψαν μισή χιλιάδα αντίτυπα που ένα μήνα αργότερα είχαν εξαντληθεί και έτσι χρειάστηκε να κόψουν άλλα 1500. Το «Suspect Device» αρχίζει με τους στίχους, «Εύφλεκτο υλικό, σφηνωμένο μέσα στο κεφάλι μου, είναι μια ύποπτη συσκευή που έχει αφήσει δυο χιλιάδες νεκρούς», και αμέσως ο ακροατής παίρνει μια πρώτη γεύση για το τι πρόκειται να επακολουθήσει – κάτι που δεν είχαν κάνει οι Clash ανοίγοντας το ντεμπούτο τους με το υπέροχο πλην όμως «ακίνδυνο» «Janie Jones». O Burns εκστομίζει μερικά δίστιχα θαρρείς και είναι το τελευταίο πράγμα που θα κάνει στη ζωή του, ενώ οι δίδυμες κιθάρες των Burns και Cluney σκίζουν κυριολεκτικά τον αέρα – με τα πρώτα ακόρντα αμέσως καταλαβαίνεις ότι οι Stiff Little Fingers δεν αστειεύονται και το «Suspect Device» μπαίνει άνετα στην πρώτη δεκάδα των σπουδαιότερων punk τραγουδιών.
Λίγες μέρες μετά την κυκλοφορία του «Suspect Device», ο περίφημος DJ του BBC John Peel παρέλαβε το δισκάκι με το «επικίνδυνο», πλην όμως εύστοχο για την εποχή, εξώφυλλο (μια σειρά από εκρηκτικές συσκευές, όπως αυτές που χρησιμοποιούσε ο Ιρλανδικός Δημοκρατικός Στρατός για βομβιστικές ενέργειες) και το έπαιξε στην εκπομπή του. Έτσι το άκουσε ο Geoff Travis, ενώ έστηνε το δίκτυο ανεξάρτητων εταιρειών της Rough Trade, παρήγγειλε αντίτυπα για να τα πουλήσει στο ταπεινό ακόμη δισκάδικό του, ξεπούλησε, παρήγγειλε νέα παρτίδα και, όταν μια συζήτηση ανάμεσα στο συγκρότημα και την Island Records δεν κατέληξε πουθενά, αποφάσισε να υπογράψει συμβόλαιο με τους Stiff Little Fingers. Μέχρι τα μέσα καλοκαιριού του 1978, το σινγκλ είχε ξεπεράσει τις 10.000 πωλήσεις.
Τον Οκτώβριο, η Rough Trade κυκλοφόρησε το δεύτερο σινγκλ των Stiff Little Fingers που το συγκρότημα είχε ηχογραφήσει τον περασμένο Μάιο στα στούντιο της Island στο Λονδίνο. Tα δυο τραγούδια ήταν το «Alternative Ulster» και το «78 RPM». Το πρώτο μπήκε στην αυθεντική έκδοση του Inflammable Material και το δεύτερο συμπεριλήφθηκε στην επανέκδοση του άλμπουμ σε CD από την ΕΜΙ το 2001. Την εποχή εκείνη στο Μπέλφαστ κυκλοφορούσε ένα φανζίν, το «Alternative Ulster», και ο Burns ανέλαβε να γράψει ένα κομμάτι για ένα flexi-disc που θα συνόδευε το έντυπο, αν και τελικά οι εκδότες το απέρριψαν. Το «Alternative Ulster», ίσως το πιο γνωστό τραγούδι των SFL και αυτό με το οποίο συνήθως έκλειναν και κλείνουν τις συναυλίες τους, είναι μια πολεμική ιαχή, μια καταγγελία εναντίον της βρετανικής κατοχής και της Βασιλικής Χωροφυλακής του Όλστερ (RUC), ένα πολεμιστήριο σάλπισμα προς τους καταπιεσμένους συμπατριώτες τους – «Ρίξε μια ματιά να δεις που ζεις, έχεις το στρατό στους δρόμους και τα κατασταλτικά σκυλιά της RUC να γαβγίζουν στα πόδια σου…»
Το «78 RPM» είναι ένα κλασικό pop-punk της εποχής με ένα γρήγορο σόλο της κιθάρας – όχι κάτι σπουδαίο, γι’ αυτό και δεν συμπεριλήφθηκε στην αρχική έκδοση του Inflammable Material.
Τον Απρίλιο και τον Σεπτέμβριο του 1978, η εκπομπή του John Peel, Radio One, μετέδωσε δυο ειδικά ηχογραφημένα session των Stiff Little Fingers και τον Οκτώβριο το ιρλανδικό κουαρτέτο περιόδευσε με τους Tom Robinson Band.
Την 1 Νοεμβρίου 1978, το συγκρότημα μπήκε στα στενόχωρα Spaceward Studios (προφανώς, το όνομά τους ήταν ειρωνικό), στο Κέιμπριτζ, και μέχρι τις 13 του μηνός οι Stiff Little Fingers είχαν ολοκληρώσει τις ηχογραφήσεις των δώδεκα κομματιών που, μαζί με το προηχογραφημένο «Alternative Ulster» (την παραγωγή του είχε κάνει ο Ed Hollis στο στούντιο της Island), θα συνέθεταν τον κορμό του Inflammable Material. Η εμπειρία των μελών σε στούντιο, όπως ήταν φυσικό, ήταν ελάχιστη κι έτσι έβαλαν τα δυνατά τους ηχογραφώντας κάθε κομμάτι σαν να το έπαιζαν σε συναυλία. Κούρδιζαν τα όργανά τους μεταξύ τους, χωρίς κουρδιστήρι, ενώ σε όλο το άλμπουμ πραγματοποίησαν μόνο δυο παρεμβάσεις για overdubs (στο σόλο του «Law & Order» και στην κιθάρα στο φινάλε του «Closed Groove»). Την παραγωγή ανέλαβε ο Geoff Travis, το αφεντικό της Rough Trade, με τη βοήθεια του Mayo Thompson των πειραματικών Red Krayola, αν και σύμφωνα με τον Jake Burns οι επεμβάσεις τους ήταν ελάχιστες – «δεν τους ενδιέφερε ποια κουμπιά έπρεπε να πατάνε» και απλά άφησαν τους Stiff Little Fingers να μεταφέρουν την ωμή punk ενέργειά τους στην κονσόλα. Στην καρέκλα του ηχολήπτη κάθισε ο στουντιάρχης Mike Kemp. Ο Brian Faloon είχε ήδη ανακοινώσει στα υπόλοιπα μέλη ότι σκόπευε να αφήσει το συγκρότημα επειδή δεν ήθελε να μετακομίσει στο Λονδίνο, ωστόσο δέχτηκε να μείνει μέχρι να ολοκληρωθούν οι ηχογραφήσεις – τη θέση του για τα δυο επόμενα άλμπουμ θα έπαιρνε ο Jim Reilly.
To Inflammable Material είναι ένα μνημειώδες άλμπουμ και το πρώτο άλμπουμ που κυκλοφόρησε από το, σύντομα διάσημο, label της Rough Trade. Ακόμα και με τις όποιες μικρές ατέλειές του, το nflammable Material είναι ένας κλασικός punk δίσκος και από το πρώτο μέχρι το τελευταίο τραγούδι ένας δυναμίτης, μουσικά και στιχουργικά. Τα θέματα των τραγουδιών, πολλά και διάφορα: η ανία των νέων, το σκοτεινό μέλλον, οι κοινωνικές ανισότητες, η αστυνομική βία, η βρετανική στρατοκρατία, η σύγκρουση των αντίπαλων φραξιών. Οργή, απογοήτευση και θλίψη ενσωματώνονται στους στίχους και αποδίδονται βίαια από τον Burns και τη χαρακτηριστική φωνή του. Όταν κραυγάζει «Sus… Sus… Sus… Sus… Suspect Device!» σε κάνει να ψάχνεσαι και να κοιτάζεις, καλού κακού, γύρω σου. Συναισθήματα που ξεχειλίζουν και ωμή ειλικρίνεια, συναρπαστικές στιγμές του δράματος που βίωνε το Όλστερ. Δεν χωρούσε αμφιβολία ότι αυτοί οι τέσσερις τύποι ζούσαν σε ένα καταθλιπτικό περιβάλλον, μέσα σε μια αποπνικτική ατμόσφαιρα που έσταζε ένταση, μίσος, ματαιότητα, θυμό και, πάρα πολύ συχνά, θάνατο. Τα σχόλιά τους ήταν συντριπτικά, καυστικά και ωμά, ούτε ερωτήσεις ούτε απαντήσεις, μόνο ένα υποχθόνιο «άντε γαμηθείτε όλοι σας!»
Από πού να αρχίσω και που να τελειώσω – οπότε, ας πάρω τα κομμάτια ανάκατα…
Αν οι Clash είχαν διασκευάσει θαυμάσια τo «Police and Thieves» του Junior Marvin, οι Stiff Little Fingers είχαν έτοιμη την απάντησή τους για να υπογραμμίσουν τη σύνδεση του punk με τη reggae. Έτσι, «έκλεψαν» το δραματικά υπέροχο «Johnny Was» του Bob Marley και των Wailers μέσα από το άλμπουμ Rastaman Vibration και, πολύ απλά, το έκαναν δικό τους. Αρχίζοντας με τύμπανα σε ρυθμό παρέλασης, αφήνουν τις κιθάρες και το μπάσο να ξεχυθούν διαδοχικά, και στα οκτώ λεπτά αυτής της διασκευής (ελάχιστα κομμάτια στο δίσκο μετά βίας υπερβαίνουν τα τρία λεπτά) οι συγκινητικοί στίχοι του Marley για ένα παλικάρι, έναν «γιο», που σκοτώνεται από αδέσποτη σφαίρα «just because of the system» και τον κλαίει η μάνα του, γίνονται ένας επικός ύμνος για τους απανταχού αδικοσκοτωμένους. Ακόμη κι εκεί που η ευέλικτη φωνή του Burns πάει να σπάσει από τη συγκίνηση, η οργή αποσπά αμέσως το τιμόνι και, καθώς το τραγούδι φτάνει στην κορύφωσή του, ο Burns συμπληρώνει τα λόγια του μεγάλου Τζαμαϊκανού καλλιτέχνη: «Too many Johnnies, too many Johnnies, too many Johnnies, somebody care… I care!»
Στo «Wasted Life», ο αφηγητής δεν θέλει να είναι ο ήρωας κανενός (Nobody’s Hero θα ήταν ο τίτλος του επόμενου άλμπουμ της μπάντας), και μολονότι θα μπορούσε να γίνει μέλος παραστρατιωτικής ένοπλης οργάνωσης και να πολεμήσει για να «σώσει» την πατρίδα του, δεν έχει καμία διάθεση να το κάνει και αρνείται να χαραμίσει τη ζωή του, να πεθάνει για μια «σημαντική» υπόθεση, για ένα ενωμένο έθνος ή για ένα ανεξάρτητο κράτος με κανόνες που απλώς προκαλούν αναταραχή και πολέμους, επιδιώκοντας δήθεν την ειρήνη. Οι στίχοι του τραγουδιού θα μπορούσαν να παραπέμπουν τόσο στους καθολικούς του IRA όσο και στους διαμαρτυρόμενους της UDA (Αμυντική Δύναμη του Όλστερ) και η μουσική επένδυση είναι κοφτή με τις κιθάρες να χτίζουν ένα αδιαπέραστο και ογκώδες τείχος. «Θέλουν να χαραμίσουν τη ζωή μου, μου την έχουν κατακλέψει», τραγουδάει ένας οργισμένος Burns.
Το «State Of Emergency» ήταν το πρώτο τραγούδι που έγραψε ο Burn για τους Stiff Little Fingers και το δεύτερο κομμάτι της πρώτης πλευράς του άλμπουμ, αμέσως μετά το «Suspect Device». Θέμα του, το τυφλό μίσος, οι αμφιβολίες και η καχυποψία που κάνουν κάποιον να σπαταλά «δέκα χρόνια» από τη ζωή του ψάχνοντας λάθος λύσεις και ζώντας διαρκώς σε μια κατάσταση επαγρύπνησης δίχως να χαλαρώνει ποτέ. «Προσπάθησε να ξεφύγεις και να αλλάξεις τη ζωή σου – αυτή εδώ δεν είναι ζωή!» Κιθάρες που κελαηδούν και στη συνέχεια καλπάζουν, απότομα κοψίματα, κι ένα πολύ δυνατό φινάλε.
Παρά τον τίτλο του, το «Rough Trade», ένα οργισμένο punk κομμάτι με το γρέζι της φωνής του Burns στα όρια της βραχνάδας, ήταν μια καυστική καταγγελία της Island, της πολυεθνικής που προφανώς τους είχε τάξει λαγούς με πετραχήλια στους Stiff Little Fingers πριν τελικά τους απορρίψει, αν και σίγουρα αυτό ίσχυε και ισχύει για κάθε μπάντα που κάνει μεγάλα, μάταια όνειρα. Όπου «Rough Trade» διάβαζε «Island»: «Μας πρόδωσαν τα ψέματα της Rough Trade! Γιατί δεν μας είπατε την αλήθεια; Γιατί μας είπατε ψέματα;» (Οι Stiff Little Fingers πάντως θα ηχογραφούσαν τα τρία επόμενα άλμπουμ τους στην πολυεθνική Chrysalis).
Το «Barbed Wire Love», ένα πιο pop τραγούδι που το διακόπτει μια θαυμάσια και απροσδόκητη doo-wop χορωδία, μιλάει τρόπον τινά ειρωνικά για τον έρωτα δυο νέων στην ουδέτερη ζώνη. Αν και τους χωρίζει το συρματόπλεγμα, το ζευγάρι περπατάει ανέμελα κοντά στον κρατήρα μιας έκρηξης – έρωτας στο συρματόπλεγμα, σε ένα ζοφερό σκηνικό ασπρόμαυρης σοβιετικής ταινίας της δεκαετίας του πενήντα.
Τελικά, είναι έγκλημα να είσαι νέος; Αυτό αναρωτιέται ο κιθαρίστας Henry Cluney και συνθέτης του «Here We Are Nowhere», και το τρίτο τραγούδι της πρώτης πλευράς είναι το πιο σύντομο στο άλμπουμ – διαρκεί κάτι λιγότερο από ένα λεπτό. Γρήγορο και παραπονιάρικο, εκφράζει νεανικό θυμό αλλά και απογοήτευση επειδή τα πάντα στην πόλη είναι κλειστά (προφανώς εξαιτίας των Ταραχών) και «κάθε φορά που διασκεδάζουμε, μας την πέφτουν και μας λένε πως κάνουμε λάθος – μια ζωή το ίδιο τροπάρι».
Στο «Breakout», ο Burns έχει κουραστεί από τα αδιέξοδα της ζωής, βαρετή δουλειά, ρουτίνα, κανόνες, το τέλμα της καθημερινότητας. Θέλει να ξεφύγει, θέλει να δει αν μπορεί να γίνει πρωταγωνιστής σε μια δική του παράσταση, ν’ αφήσει πίσω του αυτή την αδιάφορη ζωή, να δοκιμάσει, τέλος πάντων, την τύχη του δίχως να δίνει δεκάρα αν στο τέλος θα κερδίσει – και όλα αυτά τα αφηγείται μπροστά από έναν κλασικό, πιο αργό punk ρυθμό.
Όπως μπορεί να φανταστεί κανείς από τον τίτλο, στο «Law and Order» (μια εύστοχη επιρροή των Clash) οι Stiff Little Fingers καταφέρονται ενάντια στις κατασταλτικές δυνάμεις. Είναι αυτοί που σε κολλάνε στον τοίχο και προσπαθούν να σε μειώσουν με ειρωνεία και χλευασμό, δίχως να έχουν την παραμικρή αίσθηση περί δικαίου, σε φτύνουν, σου τραβούν τα μαλλιά, και αυτός ακριβώς είναι ο τρόπος τους για να κυβερνάνε και να σε κρατούν υποταγμένο. Φαντάζομαι ότι τα μέλη της μπάντας σίγουρα θα βίωναν συχνά στο πετσί τους αυτή την έννοια περί έννομης και τάξης.
Όποιος ακούσει για πρώτη φορά το «White Noise» και διαβάσει τους στίχους δίχως να γνωρίζει περισσότερα για το συγκρότημα, μπορεί εύκολα να το θεωρήσει ένα ρατσιστικό τραγούδι – εννοείται πως οι Stiff Little Fingers είχαν θελήσει να εκφράσουν τον αντιρατσισμό τους με χιούμορ από την ανάποδη, χρησιμοποιώντας ένα σωρό υποτιμητικές εκφράσεις της αργκό για όλες τις φυλές του Ισραήλ, όπως εκείνες που χρησιμοποιούσαν οι «γνήσιοι» Βρετανοί για τους «μη γνήσιους», συμπεριλαμβανομένων των μαύρων, των Πακιστανών και, φυσικά, των Ιρλανδών («πράσινοι αράπηδες»). Προς αποφυγήν παρεξηγήσεων, ωστόσο, το συγκρότημα απέφευγε να παίζει το συγκεκριμένο κομμάτι σε συναυλίες.
To «No More Of That» θυμίζει λίγο τους Buzzcocks στο ξεκίνημά τους και είναι σαφώς ένα αντιμιλιταριστικό τραγούδι, όπου ο φταίχτης δεν είναι εκείνος που τραβάει τη σκανδάλη, αλλά εκείνος που τον βάζει να το κάνει, ξέροντας ότι αν δεν το κάνει αυτός θα βρεθεί κάποιος άλλος. «Μπουχτίσαμε, πια!» αλυχτά εδώ ο Cluney πάνω από το ρολάρισμα των τυμπάνων και τις κοφτές κιθάρες.
Για το «Suspect Device» και το «Alternative Ulster» τα είπαμε πάνω κάτω κάμποσες παραγράφους νωρίτερα – χωρίς πολλά πολλά, πρόκειται για δυο αιώνιους punk ύμνους.
Το μοναδικό ατόπημα (αν και μερικοί διαφωνούν)των Stiff Little Fingers είναι που συμπεριέλαβαν το «Closed Groove» στο δίσκο (μάλιστα, επέλεξαν να τον κλείσουν με αυτό), έπειτα από δώδεκα όμορφα και δυνατά τραγούδια, γεμάτα νοήματα. Εντάξει, είναι παράξενο, μια ιδέα «ηλεκτρονικό», αλλά δεν κολλάει πουθενά στο Inflammable Material έτσι όπως είναι βασισμένο σε ένα μονότονο ρυθμό των οργάνων, με τον εξίσου μονότονο Burns να μιλάει σαν τηλεφωνητής, λέγοντας κάπου τετριμμένα ότι «ο ρατσισμός δεν είναι μαύρος ή άσπρος, αν θες την παγκόσμια ειρήνη πρέπει να πολεμήσεις». Καλύτερα να είχαν βάλει το «45 RPM».
Το Inflammable Material κυκλοφόρησε στις 2 Φεβρουαρίου 1979. Εμφανίστηκε στα βρετανικά τσαρτ στις 21 Φεβρουαρίου, ανήμερα, κατά σύμπτωση, των γενεθλίων του Jake Burns, και ήταν το πρώτο άλμπουμ αποκλειστικά ανεξάρτητης δισκογραφικής εταιρείας στην ιστορία που «παραβίασε» το επίσημο Top 20 της Μεγάλης Βρετανίας.
Έχοντας πλέον εξασφαλίσει μια καλή θέση στα μουσικά χρονικά, οι Stiff Little Fingers συνέχισαν αλλάζοντας ντράμερ και μολονότι το Nobody’s Heroes, το επόμενο μεγάλο τους εγχείρημα ένα χρόνο αργότερα, ήταν ικανοποιητικό και αρκούντως αιχμηρό, το συγκρότημα δεν κατάφερε ποτέ να επαναλάβει την εκρηκτική ποιότητα του Inflammable Material. Ακολούθησαν άλλα δυο άλμπουμ και το ζωντανά ηχογραφημένο Hanx και το 1982 οι Stiff Little Fingers διαλύθηκαν για να επανέλθουν το 1987. Έκτοτε το συγκρότημα διαλύεται και επανασυνδέεται, ηχογραφεί και περιοδεύει, πάντα με επικεφαλής τον Burns και τα κοινωνικοπολιτικά του θέματα (στο πανό που κρέμεται πίσω από τη σκηνή στις συναυλίες αναγράφεται: «Εδώ πέρα δεν χωράει το μίσος»), πολύ συχνά παρέα με τον μπασίστα και ιδρυτικό μέλος, Ali McMordie. Το πιο πρόσφατο άλμπουμ τους είναι το No Going Back που κυκλοφόρησε το 2014.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΣΧΕΤΙΚΑ:
Η αρχή της αγγλικής punk rock σκηνής μέσα από την ιστορία των Damned...
Τom Morello: Γιατί οι Clash είναι σημαντικοί...
Γιάννης Καστάναρας
Ο Γιάννης Καστάναρας είναι καθ' έξιν και κατ΄ επάγγελμα slacker, συνεκδότης και executive producer (ο,τι κι αν σημαίνει αυτό το πράγμα) του φανζίν Merlin's Music Box.
Γιάννης Καστάναρας
Ο Γιάννης Καστάναρας είναι καθ' έξην και καθ΄ επάγγελμα slacker, συνεκδότης και executive producer (ο,τι κι αν σημαίνει αυτό το πράγμα) του φανζίν Merlin's Music Box.
Γιάννης Καστάναρας
Ο Γιάννης Καστάναρας είναι καθ' έξην και καθ΄ επάγγελμα slacker, συνεκδότης και executive producer (ο,τι κι αν σημαίνει αυτό το πράγμα) του φανζίν Merlin's Music Box.