Lover's rock...

Γράφει ο Θανάσης Μήνας

Με τον ίδιο τρόπο που η τζαμαϊκανή reggae, σε όλες της μεταμορφώσεις της, αναπτύχθηκε χάρη στα soundsystems του Kingston, και το lover’s rock είχε ως ακρογωνιαίο λίθο τα soundsystems του Brixton, του Kensington και του Notting Hill. Με μία ουσιαστική διαφορά: ο μουντός βρετανικός καιρός δεν ευνοεί τα υπαίθρια ανοιχτά πάρτυ. Έτσι, τα soundsystems αναγκαστικά βρήκαν διέξοδο σ’ ένα πιο υπόγειο κύκλωμα από αλλεπάλληλα πάρτυ σε σπίτια (blues party) ή σε αποθήκες (house party), στοιχείο που επηρέασε καταλυτικά την εξέλιξη της τόσο προσφιλούς στους Άγγλους dance culture. Επιπρόσθετα, πάντα σε αναλογία με τη Τζαμάικα του 60.

Η reggae στα μισά του 70 ήταν και βρετανική υπόθεση. Στην Αγγλία ονομάστηκε lover’s rock. Δύο ανθολογίες της ετικέτας της Soul Jazz διηγούνται την ιστορία.

To lover’s rock γεννήθηκε στο Λονδίνο γύρω στο 1975 από Τζαμαϊκανούς και Δυτικοϊνδούς μετανάστες δεύτερης κυρίως γενιάς. Ήταν ένα μουσικό ιδίωμα που αναμφίβολα διατηρούσε στενούς δεσμούς συγγένειας με τη τζαμαϊκανή reggae αλλά συγχρόνως διεκδικούσε τη διαφορετικότητά του στη φόρμα σε σχέση με τη roots reggae αλλά και τη βρετανικότητά του στην ιδιοσυγκρασία. Ταυτόχρονα, αντανακλούσε τη θέση των Δυτικοϊνδών μεταναστών στην βρετανική κοινωνική διαστρωμάτωση της δεκαετίας του 70: οι μετανάστες της δεύτερης γενιάς, που γεννήθηκαν στη Μεγάλη Βρετανία και ήταν teenagers στα 70’ς, ενσωματώθηκαν πιο εύκολα και σε μεγαλύτερο βαθμό στη βρετανική κοινωνία σε σύγκριση με τους γονείς τους – τους οποίους οι γηγενείς Άγγλοι, ή τουλάχιστον μεγάλο μέρος τους, αντιμετώπισαν (στην καλύτερη περίπτωση) ως πολίτες Β’ κατηγορίας και (στη χειρότερη) με απροκάλυπτο ρατσισμό. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι δεν παρατηρούνται φυλετικές προκαταλήψεις, που συχνά προκαλούσαν συγκρούσεις, και στη δεκαετία του 70: οι επιθέσεις των οπαδών του Εθνικού Μετώπου κατά των μεταναστών είναι συχνό φαινόμενο σ’ αυτή την περίοδο, ενώ οι ταραχές που ξέσπασαν στο Notting Hill στο Καρναβάλι του 1976 και που απαθανατίστηκαν στο “White Riot” των Clash, καταδεικνύουν ότι ήταν μακρύς ο δρόμος προς την πλήρη ενσωμάτωση των μεταναστών από την Καραϊβική και την Αφρική. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, σε σχέση με τους γονείς τους, οι μετανάστες της δεύτερης γενιάς αντιμετώπιζαν, στο πλαίσιο της κοινωνικής κινητικότητας, με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση την προοπτική της ανέλιξης και τη διεκδίκηση μιας ισότιμης ζωής. Η αισιοδοξία αυτή αντανακλάται στη μουσική του lover’s rock, που είναι γενικά αυτό που λέμε feelgood.

Ποια είναι όμως η τυπολογία αυτής της μουσικής: Σ’ ένα πρώτο επίπεδο, θα μπορούσε να μιλήσει κανείς για μια επιστροφή από τους πιο σκληρούς ρυθμούς της roots reggae στις πιο χαλαρές και μελωδικές γραμμές του rocksteady∙ αυτό όμως δεν συνιστά επ' ουδενί αναβίωση. Η επιστροφή αυτή φιλτράρεται πλέον μέσα από την εμπειρία της sweet soul του 70, του ήχου της Φιλαδέλφειας, του dub ή ακόμη και της πρώιμης disco. Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο, σε αντιπαραβολή πάντα με την ανδροκρατούμενη και πιο militant roots reggae, είναι η κυριαρχία των γυναικών: πάνω από το 90% των ηχογραφήσεων του lover’s rock έχουν γυναικεία φωνητικά και οι περισσότερες από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του είδους ανήκουν σε ερμηνεύτριες όπως η Janet Cay, η Carroll Thompson, η Louisa Mark ή η Sandra Cross. Μπορεί με ασφάλεια να ειπωθεί ότι το lover’s rock επανέφερε στην πρώτη γραμμή το πρότυπο των Supremes και των άλλων γυναικείων φωνητικών γκρουπ της Motown, και το ενέγραψε στη δική του εποχή, τόσο μουσικά όσο και κοινωνικά, ώστε να αντικατοπτρίζει την βελτιωμένη θέση της δυτικοϊνδικής καταγωγής Βρετανίδας των μέσων του 70 σε σύγκριση με τη μαύρη Αμερικανή των μέσων του 60.

Σε ό,τι αφορά, πάντως, τον πυρήνα της διαλεκτικής lover’s rock και roots reggae, είναι λάθος να αντιδιαστέλλονται κάθετα τα δύο είδη με δίπολα του τύπου συντηρητικό/ριζοσπαστικό ή εύπεπτο/σκληροπυρηνικό. Περισσότερο λειτουργούν συμπληρωματικά. Δεν είναι τυχαίο το ότι ορισμένα από τα κορυφαία (και πιο μαχητικά) σχήματα της βρετανικής roots reggae των 70’ς, όπως οι Aswad, οι Steel Pulse και οι Misty In Roots, έχουν παράλληλα να επιδείξουν και υπέροχες μελωδικές lover’s rock στιγμές.

Με τον ίδιο τρόπο που η τζαμαϊκανή reggae, σε όλες της μεταμορφώσεις της, αναπτύχθηκε χάρη στα soundsystems του Kingston, και το lover’s rock είχε ως ακρογωνιαίο λίθο τα soundsystems του Brixton, του Kensington και του Notting Hill. Με μία ουσιαστική διαφορά: ο μουντός βρετανικός καιρός δεν ευνοεί τα υπαίθρια ανοιχτά πάρτυ. Έτσι, τα soundsystems αναγκαστικά βρήκαν διέξοδο σ’ ένα πιο υπόγειο κύκλωμα από αλλεπάλληλα πάρτυ σε σπίτια (blues party) ή σε αποθήκες (house party), στοιχείο που επηρέασε καταλυτικά την εξέλιξη της τόσο προσφιλούς στους Άγγλους dance culture. Επιπρόσθετα, πάντα σε αναλογία με τη Τζαμάικα του 60: η μεν τζαμαϊκανή reggae εξελίχτηκε –και- μέσα από τον επιθετικό –έως και βίαιο- ανταγωνισμό των ντόπιων soundsystems, με κύριους ανταγωνιστές τους τον Duke Reid του Trojan και τον Sir Coxsone Dodd του Studio One∙ το δε lover’s rock ωφελήθηκε από την αμοιβαία εκτίμηση των δύο κορυφαίων παραγωγών του είδους: του Dennis Bovell, που γεννήθηκε στα νησιά Μπαρμπάντος το 1953 και εγκαταστάθηκε στη Μεγάλη Βρετανία το 1965, και του Τζαμαϊκανού Lloyd Coxsone (ψευδώνυμο φόρος-τιμής στον ιδρυτή του Studio One), o οποίος έφτασε στην Αγγλία το 1962 σε ηλικία δεκαοκτώ ετών. Αναφέρεται ότι ο σεβασμός του ενός για την δουλειά του άλλου ήταν τόσο μεγάλη ώστε δήλωναν από κοινού: “them systems will never clash” – το them σημαίνει our στην αγγλική ιδιόλεκτο που χρησιμοποιείται στη Τζαμάικα. Οι δυο τους έχουν συμμετοχή σε κάμποσες από τις εικοσιπέντε συνολικά ηχογραφήσεις που περιλαμβάνονται στις ανθολογίες Harmony, Melody & Style: Lover’s Rock In The UK 1975-1992 της εταιρείας Soul Jazz.

Επειδή ο χώρος δεν επαρκεί για να αναφερθώ διεξοδικά σε ένα προς ένα τα εικοσιπέντε αυτά κομμάτια, θα περιοριστώ στα highlights – που και πάλι δεν είναι λίγα.

Τον πρώτο τόμο εισάγουν οι La Famile, ένα γυναικείο studio group, δημιούργημα του παραγωγού Alan Weeks. Τις ακούμε στο κλασικό soul “All Night Long”, που έγραψε ο Rick James για τις Mary Jane Girls∙ ξεχωρίζει με τη μία η φωνή της νεαρής εδώ Caron Wheeler, που αργότερα έκανε καριέρα με τους Soul II Soul, τραγουδώντας, μεταξύ άλλων, το “Keep On Moving”. Ακολουθεί το κομμάτι που θεωρείται ο ύμνος του lover’s rock και η μεγαλύτερη επιτυχία του είδους: το “Caught You In A Lie”, που γράφτηκε το 1960 στη Νέα Ορλεάνη από τον Lee Diamond, ηχογραφήθηκε εκ νέου το 1975 στο Λονδίνο με τη 14χρονη τότε Louisa Mark στα φωνητικά και εδώ εμφανίζεται σε ένα μεταγενέστερο ρεμίξ για δωδεκάιντσο από το 1979. Την παραγωγή υπογράφει ο Lloyd Coxsone, ενώ ο Dennis Bovell παίζει όλα τα όργανα. Το “Sing Me A Love Song” της Carroll Thompson είναι παρμένο από το ιδιαίτερα επιτυχημένο album “Hopelessly In Love” του 1981. Το στιλ αλλά και η φωνή της Thompson φέρνει λίγο στη Betty Wright της περιόδου “I Love The Way You Love”, όπερ σημαίνει ότι έχουμε να κάνουμε μ’ ένα από εκείνα τα αργόμπιτα soul που μπορούν να τσαλακώσουν συναισθηματικά ακόμα και σκληρούς σαν τον Φίλιπ Μάρλoου. Αξιοσημείωτη η συμμετοχή του Don Drummond Jr. (a.ka Vin Gordon) που στα 60’ς ηχογραφούσε για το Studio One. Ο γεννημένος στη Τζαμάικα Winston Curtis έχει συνεργαστεί με ερμηνευτές όπως ο Owen Gray, ενώ έχει ηχογραφήσει για διάφορες μικρές εταιρείες, πολλές από τις οποίες ίδρυσε ο ίδιος, όπως η Empire Records, η Diamond και η World International. Συμμετέχει με μια πιστή αλλά όμορφη διασκευή στο αξεπέραστο sweet soul anthem “Be Thankful For What You Got” του William DeVaughan, που, ηχογραφημένη το 1984, προηγείται πέντε και πλέον χρόνια της διασκευής των Massive Attack στο ίδιο τραγούδι – η πρωτοπορία του ήχου του Μπρίστολ σαν ν’ άργησε λίγο. O μελλοντικός, πάντως, συνεργάτης των Massive Attack Mad Professor δίνει το παρόν ως παραγωγός στο “Stop Look Listen (1987), κομμάτι των Stylistics που ερμηνεύει εδώ η Paulette Tajah. Παραγωγή του Winston Curtis είναι αντίστοιχα η άνετη διασκευή της Eva Smart στο “Upside Down” (1980) της Dianna Ross. Η Janet Cay, που ακολουθεί, είναι κατ’ εμέ η πιο χαρισματική ερμηνεύτρια του είδους. Άξιον απορίας (ή επίδειξη αχρείαστου ελιτισμού από τους compilers της Soul Jazz;) το γεγονός ότι δεν ανθολογείται με τον soul-reggae ύμνο “Silly Games”, αλλά με το “Feel No Way” του 1980. Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για ένα επίσης υπέροχο κομμάτι, με την υπογραφή του Dennis Bovell στην παραγωγή.

Τον δεύτερο τόμο ανοίγει ο (George) Fullwood με τους Soul Syndicate που κάνουν dub στο “Am I The Same Girl” (που τραγούδησε πρώτη το 1968 η Barbara Acklin για λογαριασμό της ετικέτας Brunswick) και το μεταγγράφουν ως “Stop And Think It Over”. Παλιές, δοκιμασμένες τζαμαϊκανικές πρακτικές δημιουργικής ανακύκλωσης… H Christine White ηχογράφησε για την Trojan στα 70’ς και στη συνέχεια συνεργάστηκε με τον παραγωγό Danny Ray, που την καθοδηγεί στο “Caught By Love” (1979). Θυμίζει λιγάκι στο ύφος τα πιο μελωδικά του Studio One, ιδιαίτερα τις επιτυχίες της Marcia Griffith ή της Hortence Ellis. Το ίδιο θα μπορούσε να λεχθεί και για το “Paradise” (1980) της Jean Adebambo, η οποία δεν έχει σχέση με τη Τζαμάικα ∙ ο πατέρας της ήταν Νιγηριανός και η μητέρα της καταγόταν από το νησί Μονσερά των Μικρών Αντιλλών. Ο Trevor Hartley, που παίρνει τη σκυτάλη, είχε συνεργαστεί με τον Dennis Bovell στο σχήμα των Black State (στο άλμπουμ Selasie I, Matumbi Rec.) φιγουράρει με το ρυθμικό “It Must Be Love”, που ακούγεται ακόμη και σήμερα στα soundystems του Brixton. H Yvonne Archer έκανε όλη κι όλη μία ηχογράφηση (1981) στη βραχύβια καριέρα της και πόνταρε στα σίγουρα: είναι πράγματι δύσκολο να διασκευάσει κάποιος άσχημα ή αδιάφορα το “Ain’t Nobody”, σύνθεση των Gamle & Huff για τη φωνή της Chaka Khan. Η προαναφερθείσα Louisa Mark επανέρχεται με το “Even Though You ’Re Gone”, μια μπαλάντα για ραγισμένες αλήτικες καρδιές, που στη μελωδία συγγενεύει με το “Leader Of The Pack” των Shangri La’s – με ό,τι συνεπάγεται αυτό το τελευταίο. Οι Cool Notes από την πλευρά τους διασκευάζουν σε reggae το “People Make The World Go Round” (1982) των Stylistics, έχοντας πιθανότατα κατά νου την εκτέλεση της Hortence Ellis στο ίδιο τραγούδι (βλέπε τη συλλογή Studio One Soul Vol. 2 της Soul Jazz). Ειδικής μνείας χρίζει για την μελωδική γραμμή του και το “Thinking Of You” (1981) της Candie McKenzie, που είναι μάλιστα σύνθεση της ίδιας. Γεννημένη στη Μεγάλη Βρετανία, η Mc Kenzie ηχογράφησε το 1977 έναν –σήμερα σπάνιο- προσωπικό δίσκο στο Black Ark του Κίνγκστον με παραγωγό τον Lee Scratch Perry, ενώ, την ίδια χρονιά, δάνεισε τη φωνή της σ’ ένα από τα έργα ζωής του Scratch: το οριακό για το dub “Heart Of The Congos”. Αυτή είναι όμως μια άλλη ιστορία…

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΣΧΕΤΙΚΑ (Ή ΑΣΧΕΤΑ)

Μαθήματα ιστορίας: Το Αντιναζιστικό Καρναβάλι (Λονδίνο, 28 Μαΐου 1994)...

Πώς ο Lee «Scratch» Perry διαμόρφωσε τον ήχο της ρέγκε...

Βob Marley: Μερικές φωτογραφίες, δέκα αποφθέγματα και μια ιστοριούλα...

15 πράγματα που ίσως δεν ξέρετε για τον Bob Marley... 

 


image

Θανάσης Μήνας

Ο Θανάσης Μήνας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1971. Σπούδασε δημοσιογραφία, είναι ραδιοφωνικός παραγωγός (Rock FM, Ρόδον 94,4, Εν Λευκώ, Στο Κόκκινο) και αρθρογραφεί κυρίως για θέματα σχετικά με τη μουσική και το βιβλίο (Αυγή, Εποχή, Fractal Press, Merlin’s Music Box, Avopolis, The Zone)
 
 
 
image

Θανάσης Μήνας

Ο Θανάσης Μήνας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1971. Σπούδασε δημοσιογραφία, είναι ραδιοφωνικός παραγωγός (Rock FM, Ρόδον 94,4, Εν Λευκώ, Στο Κόκκινο) και αρθρογραφεί κυρίως για θέματα σχετικά με τη μουσική και το βιβλίο (Αυγή, Εποχή, Fractal Press, Merlin’s Music Box, Avopolis, The Zone)
 
 
 
image

Θανάσης Μήνας

Ο Θανάσης Μήνας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1971. Σπούδασε δημοσιογραφία, είναι ραδιοφωνικός παραγωγός (Rock FM, Ρόδον 94,4, Εν Λευκώ, Στο Κόκκινο) και αρθρογραφεί κυρίως για θέματα σχετικά με τη μουσική και το βιβλίο (Αυγή, Εποχή, Fractal Press, Merlin’s Music Box, Avopolis, The Zone)
 
 
 

 

Γραφτείτε στο Νewsletter του Merlin

FEATURED VIDEOS

  • 1