Γράφει ο Μιχάλης Πούγουνας
Πριν λίγες μέρες είδα σε ένα βίντεο τραβηγμένο το 2015 στο Green Door του Brighton την ογδοντάχρονη Vi Subversa να τραγουδάει μπροστά σε ένα συγκινημένο κοινό το “Old Tart's Song” των Poison Girls, ένα τραγούδι που εκφράζει με έξυπνο τρόπο τον ρόλο των δύο φύλων.
Οι στίχοι του τραγουδιού λένε: «Αν ξαναγεννιόμουν, θα ήθελα να επιστρέψω σαν άνδρας, Αν ξαναγεννιόμουν, να ήμουν ένας κόκορας και όχι μια κότα. Δεν θέλω να είμαι σαν την μητέρα μου, να ακολουθώ, να μένω πίσω, να περιμένω πρώτα όλους τους άλλους. Αν ζούσα ξανά, θα παντρευόμουν μια γυναίκα να με φροντίζει μέρα – νύχτα. Δεν θέλω να είμαι σαν την μητέρα μου, να ακολουθώ, να μένω πίσω, να περιμένω πρώτα όλους τους άλλους. Παλιά ήμουν χάρμα οφθαλμών και πουλούσα τον εαυτό μου σαν έργο τέχνης. Τώρα νιώθω σαν την μητέρα μου, είναι φτηνή και δεν την νοιάζει. Όλοι έχουμε την τιμή μας. Άντε και γαμηθείτε!»
Δύο μήνες μετά από εκείνη την βραδιά στο Brighton, και πιο συγκεκριμένα στις 19 Φεβρουαρίου 2016, ο Pete Fender, ο γιος της Vi Subversa (κατά κόσμον Frances Sokolov), ανακοίνωσε τον θάνατο της μητέρας του έπειτα από σύντομη ασθένεια.
Θυμήθηκα το “One Good Reason”, το 45άρι των Poison Girls που είχα αγοράσει στις αρχές της δεκαετίας του ’80 και αναρωτήθηκα γιατί τόσα χρόνια δεν είχα διαβάσει σε ελληνικά μουσικά έντυπα κάτι γι αυτούς. Το ενδιαφέρον κάποιων Ελληνικών μουσικών περιοδικών περιοριζόταν στους Crass, παραμελώντας τους Poison Girls με τους οποίους περιόδευαν μαζί. Σήμερα οι στίχοι των δύο αυτών συγκροτημάτων τυχαίνουν εκτενούς ανάλυσης σε κάποια Πανεπιστήμια της Μεγάλης Βρετανίας.
Σε ηλικία 40 ετών, η Vi Subversa αποφάσισε να παίξει δυνατά την παραμορφωμένη κιθάρα της και να τραγουδήσει για την ζωή, την αγάπη και τις πολιτικές της απόψεις, μπροστά σε ένα κοινό που το αποτελούσαν παιδιά που δεν είχαν ούτε τα μισά της χρόνια. Και ξέρετε κάτι; Τα κατάφερε μια χαρά!
Αν στην δεκαετία του ’70 ήσουν σαραντάρης, θεωρούσαν ότι η ζωή σου είχε πλέον τελειώσει. Η κοινωνία θεωρούσε ότι η ηλικία γάμου είχε περάσει, ότι τα χρόνια της προσωπικής επανάστασης είχαν περάσει και ότι σίγουρα αυτή δεν ήταν η κατάλληλη ηλικία για να δημιουργήσει μια punk μπάντα μια γυναίκα! Η Vi όμως έμεινε στην rock ιστορία (πέρα από το punk) ως μια μοναδική φωνή, ως μια πρωτοπόρος πολιτική φιλόσοφος και στιχουργός, ενώ η μπάντα της, οι Poison Girls, έβαλε τις βάσεις για το αναρχοφεμινιστικό κίνημα που εξερράγη στη δεκαετία του '80.
ΟΛΑ ΑΡΧΙΖΟΥΝ ΕΔΩ
Η Frances Sokolov ήταν μοναχοπαίδι, γεννημένη το καλοκαίρι του 1935. Οι γονείς της, Sarah και Sydney Sokolov, ανήκαν στην εβραϊκή προσφυγική κοινότητα που εγκατέλειψαν κυνηγημένοι κάποιο άγνωστο μέρος της βορειοανατολικής Πολωνίας και εγκαταστάθηκαν στο East End του Λονδίνου.
Με την αρχή του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η Frances στάλθηκε μαζί με τα περισσότερα παιδιά που ζούσαν στο Λονδίνο έξω από την πόλη για να προστατευθεί από τους βομβαρδισμούς των Γερμανών. Της έβαλαν μια ταμπελίτσα γύρω από τον λαιμό και την έστειλαν με ένα τραίνο γεμάτο παιδάκια στην Νότια Ουαλία, σε οικογένειες που είχαν δηλώσει εθελοντικά πρόθυμες να φιλοξενήσουν κάποιο παιδί. Η Frances, ως εβραιοπούλα από το φτωχικό East End, «ανατέθηκε» τελευταία σε δύο θρησκόληπτες κυρίες μεγάλης ηλικίας. Όταν έφυγε από το Λονδίνο ήταν τεσσάρων χρονών και έζησε στην Ουαλία σε όλη την διάρκεια του πολέμου. Οι αναμνήσεις από εκείνα τα χρόνια ήταν ευχάριστες και αργότερα, όταν πια μεγάλωσε, επισκεπτόταν συχνά τις πρώην οικοδέσποινές της.
Αγάπησε τη φύση παίζοντας στα ρυάκια και στα λιβάδια και συνειδητοποίησε από νωρίς ότι για να είναι ένας άνθρωπος καλός, ευγενικός και γενναιόδωρος οι θρησκευτικές πεποιθήσεις δεν παίζουν κανένα ρόλο. Κάτι με το οποίο διαφωνούσε κάθετα η μητέρα της.
Όταν πια σταμάτησαν οι βομβαρδισμοί και τα παιδιά μπορούσαν να επιστρέψουν στο Λονδίνο, οι γονείς της αποφάσισαν να την αφήσουν κι άλλο στην Ουαλία. Η Frances το εξέλαβε σαν προσωπική απόρριψη και αυτό έδωσε το έναυσμα για μια μόνιμη κόντρα με την μητέρα της, μια κόντρα που διήρκεσε σε όλη της τη ζωή.
Ο πατέρας της πέθανε όταν ήταν ακόμα έφηβη και η μητέρα της δεν έπαψε ποτέ να ελπίζει ότι η κόρη της θα δημιουργούσε φαμίλια με κάποιο "καλό Εβραιόπουλο".
ΣΥΝΑΝΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ
Στην δεκαετία του ’50 η Frances σπούδασε κεραμική, έστησε ένα στούντιο και προμήθευε με τις δημιουργίες της το κατάστημα επίπλων Heals του Λονδίνου. Κάποια στιγμή η δουλειά της τράβηξε την προσοχή του γνωστού γλύπτη Nehemia Azaz που αναγνώρισε το ταλέντο της και την πήρε μαζί του στο Νότιο Ισραήλ. Εκεί η νεαρή κοπέλα έζησε για δύο χρόνια σε ένα Κιμπούτς, ενώ στην Βρετανία η δουλειά της άρχιζε να προκαλεί εντύπωση.
Στη δεκαετία του ’50 η Frances πολιτικοποιήθηκε. Έγινε μέλος του καλλιτεχνικού κόσμου του Soho και αγάπησε την jazz. Της άρεσαν ιδιαίτερα καλλιτέχνες όπως η Sophie Tucker, η Mahalia Jackson, και η Ella Fitzgerald, ενώ σύχναζε στα γραφεία της αναρχικής εφημερίδας Freedom, βοηθώντας στη σύνταξη των κειμένων και στη διανομή της εφημερίδας στους δρόμους. Εκεί γνώρισε τον γνωστό αναρχικό καλλιτέχνη, ακτιβιστή και αντιρρησία συνείδησης Philip Sansom με τον οποίον συνδέθηκε και τελικά συγκατοίκησε. Στις δεκαετίες του ’50 και του ’60 ο Sansom ήταν ένας χαρισματικός ομιλητής του Speakers’ Corner στο Hyde Park.
Καθώς ο Ψυχρός Πόλεμος άρχισε να φουντώνει, η Frances εντάχθηκε στο αντιπυρηνικό κίνημα και αυτό ήταν η αρχή μιας πασιφιστικής εκστρατείας που συνέχισε σε όλη της τη ζωή.
Η επόμενη δεκαετία τη βρήκε να δουλεύει στις δημόσιες σχέσεις και στον χώρο της διαφήμισης, μέχρι που τελικά αποφάσισε ότι ο κόσμος των επιχειρήσεων την άφηνε αδιάφορη και έτσι προτίμησε την ανασφάλεια των πολιτιστικών δρώμενων και την ελευθερία που τα περιέβαλε. Επέλεξε έναν εναλλακτικό, σχεδόν χίπικο τρόπο ζωής, και μετακόμισε με τον Sansom στο Suffolk όπου έφερε στον κόσμο τα δύο τους παιδιά, τον Dan (Pete Fender) το 1964 και την Gemma (Gem Stone) το 1967.
Όντας απογοητευμένη από την απομόνωση της επαρχίας, γράφτηκε στο Πολυτεχνείο του Βορείου Λονδίνου για να πάρει πτυχίο στις Εφαρμοσμένες Συμπεριφορικές Σπουδές, μια πρωτοποριακή διερεύνηση εναλλακτικών εκπαιδευτικών ιδεών και ένα θέμα που την ενδιέφερε ιδιαιτέρως, κυρίως για τα δύο παιδιά της. Καθηγητής της ήταν ο Lance d’Boyle, και όταν στις αρχές της δεκαετίας του ΄70 χώρισε με τον Sansom , η Frances μετακόμισε στο σπίτι του d’Boyle στο Brighton για να μείνουν μαζί, σύντροφοι και φίλοι για πάντα.
Την εποχή εκείνη το Brightοn ήταν η βάση της ριζοσπαστικής πολιτικής και της σεξουαλικής απελευθέρωσης. Έτσι η Frances άρχισε να ασχολείται σοβαρά με το φεμινιστικό κίνημα (που τότε λεγόταν ακόμα Womens Lib), συμμετέχοντας σε μια διάσκεψη για την σεξουαλικότητα και δημιουργώντας ομάδες για τη συνειδητοποίηση των γυναικών και ομάδες ψυχοθεραπείας για γυναίκες.
Όμως οι ακραίες αντιλήψεις του φεμινιστικού κινήματος ήρθαν σε αντίθεση με τις «αυτονομιστικές» αντιλήψεις της Frances και ακολούθησαν έντονες διαφωνίες και συγκρούσεις. Αργότερα το κίνημα αυτό θα της συμπαραστεκόταν ελάχιστα επειδή έπαιζε σε μια punk μπάντα και, επιπλέον, επειδή συνεργαζόταν με άντρες! Η Frances τους έδωσε πληρωμένη απάντηση: «Έχω κι έναν γιο, οπότε τι έγινε;»
Αυτή η αντιαυταρχική της φύση και οι αντιλήψεις της σχετικά με την εναλλακτική εκπαίδευση την παρακίνησαν να συνεργαστεί με το Ελεύθερο Σχολείο του Brighton και στο σημείο αυτό, το καλοκαίρι του 1975 η 40χρονη πλέον Frances Sokolov μπαίνει στην ζωή μας.
ΚΥΡΙΕΣ ΚΑΙ ΚΥΡΙΟΙ, Η VI SUBVERSA!
Στο μεγάλο χωνευτήρι της Βρετανικής πανκ σκηνής συγκεντρώθηκαν για να αποτυπώσουν τον τρόπο έκφρασής τους rock ’n’ roll μπάντες, φιλόσοφοι του δρόμου, beat ποιητές, μόδιστροι, πολιτικοποιημένες προσωπικότητες, συγγραφείς, φοιτητές των καλών τεχνών και όλη αυτή η μείξη δημιούργησε μια νέα έκφραση που άσκησε τεράστια επιρροή στην κοινωνία.
Ειδικότερα όσον αφορά στους Poison Girls, η Subversa με τον σύζυγό της και ντράμερ του συγκροτήματος, Lance D'Boyle (πέθανε στην Ισπανία το 2017) και τον συν-τραγουδιστή της Richard Famous, συσπειρώθηκαν εναντίον αυτού που ονόμασαν “φόβο απέναντι στην ελευθερία”, την αδυναμία δηλαδή της κάθε γυναίκας να μιλήσει για τον εαυτό της. Η ροκ μουσική μπορεί να είχε δείξει μια υποκριτική φεμινιστική διάθεση μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’70, αλλά η Subversa ήταν εκείνη που κυριολεκτικά έθεσε τις φεμινιστικές βάσεις στην δεκαετία του ’80. Πολέμησε μόνη της για να τις υπερασπιστεί και δεν την ένοιαξε καθόλου αν θα ερχόταν κάποιος άλλος να την βοηθήσει ή όχι.
“Επέστρεψα από μια σπατάλη συναισθημάτων, ηττημένη από το τόλμημα να νικήσω το αυξανόμενο κόστος της αποπλάνησης.
Δεν είναι μόνο ατυχές να περπατάω πάνω στις ρωγμές που έχουν οι πλάκες του δρόμου, δεν είναι καν ασφαλές να πατάω στα χωρίσματα που υπάρχουν ανάμεσά τους.
Προσπαθώ να θυμηθώ πότε αυτός ο πόνος του κορμιού μου έγινε καθημερινότητα κι όχι μόνο κάτι που χρειάζεται γιατρό.
Όταν διάβασα στην εφημερίδα το άρθρο ότι το αλκοόλ επηρεάζει το συκώτι μιας γυναίκας, μια ζωτική οργανική παρενόχληση, είμαι σίγουρη πως έχω καταλάβει απόλυτα τα βασικά στοιχεία.
Αυτό που πραγματικά θέλω, χωρίς πλάκα, είναι δυνατά, σταθερά δάχτυλα να τρίβουν το σώμα μου όταν ξαπλώνω, ναι…
Καλά θα κάνεις να φροντίσεις να τραβάς το ενδιαφέρον, Κυρία μου.
Να καταφέρεις να διατηρήσεις την καλή σου εμφάνιση για λίγο ακόμα.
Αλλά έχε τον νου σου στις πλάκες των δρόμων.
Χριστέ μου, πόσο βαριά είναι τα μπουκάλια!
Ίσως θα πρέπει να τους λέω να μου τα φέρνουν”
“Whiskey Voice”
Πως όμως έκανε αυτή την στροφή;
Όπως το περιέγραφε η ίδια, είχε αποφασίσει να περάσει την υπόλοιπη ζωή της αραχτή, κοιτάζοντας τα σύννεφα, όταν μια μέρα, την προσκάλεσαν να συμμετάσχει σε κάτι διαφορετικό που έστηναν ένα μάτσο φοιτητές, πρώην χίπηδες και κάμποσα άλλα φύρδην μίγδην άτομα (ανάμεσά τους οι Richard Famous, Bella Donna και ο Lance, με τους οποίους μπήκαν οι βάσεις για τους πρώιμους Poison Girls) για να γράψουν και να παρουσιάσουν τραγούδια για μια δραστηριότητα του Πανεπιστημίου του Sussex με τίτλο The Body Show.
To The Body Show ήταν μια σπονδυλωτή παράσταση με σκετσάκια και τραγούδια με θέμα τη σεξουαλική πολιτική. Στήθηκε στο Εδιμβούργο και γνώρισε πολύ μεγάλη επιτυχία παρόλο που το τοπικό Δημοτικό Συμβούλιο απαγόρευσε να γίνει σε χώρο του Δήμου επειδή δεν τους είχαν δώσει τα κείμενα της παράστασης και υπήρχε φόβος προσβολής της δημοσίας αιδούς.
Έτσι, βρήκαν μια αίθουσα πάνω από ένα γκαράζ λεωφορείων και παρόλο που δεν υπήρχε περίπτωση να εμφανιστεί στην σκηνή κάποιος ηθοποιός γυμνός, η απαγόρευση και μόνο έκανε τον κόσμο να γεμίσει ασφυκτικά τον χώρο.
Εκεί η Vi Subversa τραγούδησε για πρώτη φορά στην ζωή της και, ενθουσιασμένοι από την επιτυχία τους πάνω κάτω οκτώ μουσικοί άρχισαν να κάνουν πρόβες μόλις επέστρεψαν στο Brighton και να εμφανίζονται ζωντανά για όλη την επόμενη χρονιά με διάφορα ονόματα όπως: Bellybuttons, Goldrush, Ordinary Decent Englishmen, Liz and the Corgi’s, Bare Hands, Vacant Lot και άλλα. Το φθινόπωρο του 1976 όμως άκουσαν το πρώτο demo των Buzzcocks και αμέσως κατάλαβαν ότι συνέβαινε κάτι καινούργιο . Έτσι οι Poison Girls εμφανίστηκαν για πρώτη φορά με αυτό το όνομα στην μουσική σκηνή του Brighton.
“Δραστηριοποιήθηκα επειδή το πανκ μου έδινε τη δυνατότητα να πω πράγματα, τα οποία ως μητέρα θεωρούσα πολύ σημαντικά”, λέει η Vi στο ντοκιμαντέρ She’s A Punk Rocker UK που σκηνοθέτησε τo 2010 η Zillah Minx των Rubella Ballet, καθώς στα πλάνα που ακολουθούν φαίνεται να τραγουδάει “Καταγγέλλω το σύστημα που δολοφονεί τα παιδιά μου/ καταγγέλλω το σύστημα που καταγγέλλει την ύπαρξή μου /καταριέμαι το σύστημα που μετατρέπει τα παιδιά μου σε μηχανές ”.
Από εκείνο το φθινόπωρο του 1976 και πέρα, η ιστορία των Poison Girls και η ανάδειξη της Vi Subversa σε μια μοναδική τραγουδίστρια, φανταστική στιχουργό και μπροστάρισσα του αναρχοφεμινιστικού ειρηνευτικού κινήματος είναι καλά καταγεγραμμένη. Ο Richard Cross, μάλιστα, έχει γράψει ένα ολοκληρωμένο δοκίμιο σχετικά με τους Poison Girls στο βιβλίο του The Hippies Now Wear Black.
Η εγκαταλειμμένη έπαυλη στην οποία έκαναν τις πρόβες τους οι Poison Girls ήταν μια κατάληψη στον αυτοκινητόδρομο M25 ή London Orbital Motorway όπως επίσης λέγεται, έναν σημαντικό δρόμο που περιβάλλει σχεδόν όλο το ευρύτερο Λονδίνο, και απείχε μόλις τέσσερα μίλια από τη βάση των Crass.
Τα επόμενα χρόνια τα δύο αυτά συγκροτήματα έπαιξαν μαζί σε 97 συναυλίες και έπειτα από τρία χρόνια παραμονής στην έπαυλη οι Poison Girls μετακόμισαν στο Leytonstone του Ανατολικού Λονδίνου, όπου η Vi με τον Richard Famous και τον Lance d’Boyle έστησαν τη δημιουργική μηχανή των Poison Girls.
"Ο μουσικός τύπος με παρουσίασε σαν μια πανκ μαμά των προαστίων και πραγματικά τη μίσησα αυτή την ταμπέλα. Δεν μου άρεσε το στερεότυπο της μαμάς αν και ίσως έπρεπε να το δω το πράγμα πιο θετικά. Ήθελα περισσότερο να είμαι εκεί για την ομορφιά της μουσικής, για να ανταλλάσσω απόψεις και να παίρνω μέρος στην δράση, παρά να μιλάω μόνο για τα προβλήματα των γονιών. Για τον γιο και την κόρη μου τα πράγματα ήταν λίγο δύσκολα στο σχολείο, επειδή δεν έμοιαζα με τις υπόλοιπες μητέρες. Υπήρχε ένα έντονο στοιχείο ανταγωνισμού ανάμεσα σε εμένα και τα παιδιά μου, αλλά στην τελική μοιραστήκαμε πράγματα, έμαθαν πολλά, γνώρισαν συνομήλικούς τους και ήρθαν μαζί μου στις περιοδείες", λέει η Vi στο προαναφερθέν ντοκιμαντέρ.
Η πρώτη εμφάνιση τους ως Poison Girls έγινε στο Vault του Brighton το 1977 και η τελευταία τους δώδεκα χρόνια αργότερα, το 1989, στο Ζάγκρεμπ, ακριβώς πριν τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας.
Σε μια συνομιλία μου με τον Mick Mercer, τον είχα ρωτήσει αν είχε την ευκαιρία να γνωρίσει την Vi Subversa, μιας και εκείνος αρθρογραφούσε από το 1976 μέχρι το 1992 για το Record Mirror, το περιοδικό ZigZag και την εβδομαδιαία εφημερίδα Melody Maker."Αν και είδα τους Poison Girls να παίζουν live, δεν την συνάντησα ποτέ για να κουβεντιάσουμε", μου απάντησε. "Πάντως το συγκρότημα ήταν φανταστικό και τους είδα κάνα δυο φορές να παίζουν μαζί με τους Crass. Μάλιστα, εκείνη την εποχή η αρχική εντύπωση σχετικά με τους Crass είχε πλέον ξεθωριάσει και ήταν καλό που έπαιζαν μαζί τους οι Poison Girls επειδή ήταν μια μπάντα που μπορούσες πραγματικά να απολαύσεις και να περάσεις καλά".
Στο μεταξύ, είχαν δώσει πάνω από 500 συναυλίες στην Βρετανία, στην Ευρώπη, στις ΗΠΑ και στον Καναδά, κυκλοφόρησαν τέσσερα δωδεκάιντσα στούντιο άλμπουμ, άλλα δύο ηχογραφημένα ζωντανά και μια χούφτα δωδεκάιντσα EP και επτάιντσα σιγκλάκια, καθώς και τέσσερα τεύχη του φανζίν The Impossible Dream, με ποίηση, κολάζ, στίχους και άλλα πολλά, το οποίο επιμελούνταν ο Lance d’Boyles.
Το 1985 η Vi γιόρτασε τα πεντηκοστά της γενέθλια με μια συναυλία στο κατάμεστο Ritzy του Brixton (με εισιτήριο £1 συν ένα δωράκι για την εορτάζουσα) και όταν εκείνες τις μέρες έπαιξαν στο φεστιβάλ του Glastonbury, περίπου 10.000 άτομα που βρίσκονταν στο κοινό της τραγούδησαν το "Ηhappy Βirthday".
Από τα μέσα της δεκαετίας του ΄80 και μετά όμως, το μουσικό και πολιτικό κλίμα άλλαξε και το ενδιαφέρον της Vi στράφηκε σε πιο πολυδιάστατους καλλιτέχνες. Το συγκρότημα άρχισε να συνεργάζεται με καλλιτέχνες του ήχου του εναλλακτικού καμπαρέ και με πανκ ποιητές, ενώ η Vi και ο Richard άρχισαν να εμφανίζονται σαν ντουέτο με το όνομα That Famous Subversa, τόσο σαν εναλλακτικοί καλλιτέχνες του καμπαρέ όσο και ανοίγοντας της συναυλίες των Poison Girls.
Το 1989, η Vi με τους Poison Girls έγραψαν τη μουσική και τους στίχους για την θεατρική παραγωγή του θιάσου "Lenya Hobnoobs" AIDS - Τhe Musical ενώ, σύμφωνα με τον Steven Wells, η ίδια έπαιξε σε μία παραγωγή ντυμένη σαν πάστορας και κρατώντας στα χέρια της μια Βίβλο με τον τίτλο Holy Shit στο εξώφυλλο. Πάντως, καθώς ο θίασος "Lenya Hobnoobs" συνέχισε να κάνει παραγωγές, η Vi συνέχισε να συνεισφέρει τραγούδια.
"Μου άρεσε πάρα πολύ η Vi Subversa", μου απάντησε ο Andi Sex Gang όταν τον ρώτησα τη γνώμη του για τους Poison Girls. "Αφού διασκευάσαμε και ένα τραγούδι τους", πρόσθεσε και συμπλήρωσε, "Ναι! το 'I've Done It All Before' στο άλμπουμ μας Blind!"
ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΤΟΥΣ POISON GIRLS, ΤΙ;
Από τις αρχές των 90s, όταν πλέον οι Poison Girls είχαν πάψει να υπάρχουν, η Vi επέστρεψε σε αυτά που τη χαροποιούσαν παλιότερα, συμμετέχοντας ενεργά στο Parent Network, έναν οργανισμό διδασκαλίας ομάδων από γονείς σχετικά με την διαπαιδαγώγηση των παιδιών, ενώνοντας κάποιους δήμους του Λονδίνου στο δίκτυο και εφαρμόζοντας το κοινοτικό πρόγραμμα.
Το 1995, χίλια άτομα συγκεντρώθηκαν στο Astoria του Λονδίνου όπου η Vi γιόρτασε τα 60ά γενέθλιά της με μια συναυλία επανασύνδεσης των Poison Girls. Ήταν μια διοργάνωση της δισκογραφικής εταιρίας Cooking Vinyl για να γιορτάσει την κυκλοφορία ενός τετραπλού CD με όλο το ηχογραφημένο υλικό του συγκροτήματος.
Η δεύτερη sold-out συναυλία τους ήταν στο The Kob ενα café/cinema υπό κατάληψη στο Βερολίνο, το οποίο ήταν ο αγαπημένος συναυλιακός χώρος των Poison Girls. Αυτή ήταν η τελευταία συναυλία που έδωσε ποτέ το συγκρότημα.
Με τη διάλυση τους η Vi ακολούθησε την συμβουλή του γιατρού της να ζήσει σε πιο ξηρά κλίματα. Πούλησε όλα της τα υπάρχοντα και το 1993 μετακόμισε στη Νότια Ισπανία. Έπαψε να είναι η Vi Subversa και ξανάγινε η Frances Sokolov. Εκεί αγόρασε ένα μικρό σπίτι και ασχολήθηκε τόσο με τον κήπο της και την κηπουρική που τόσο είχε αγαπήσει όταν ήταν παιδί στην Ουαλία, όσο και με μουσικά δρώμενα, περιστασιακές ζωντανές εμφανίσεις σε διάφορες πόλεις στην Ισπανία μαζί με τον Lance, ενώ συνέχισε να γράφει και να συνθέτει για 19 χρόνια.
Το 2012 επέστρεψε στην Βρετανία για να είναι κοντά στα τρία εγγόνια της και πραγματοποίησε μερικές ακόμα ζωντανές εμφανίσεις με έναν παλιό φίλο της, τον Michael Coates, με το όνομα Naughty Thoughts.
Μία από αυτές ήταν και εκείνη για τα 80ά της γενέθλια το καλοκαίρι του 2015, που όταν την είδα σε βίντεο καποφάσισα να γράψω αυτό το κείμενο...
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΣΧΕΤΙΚΑ ΣΤΟ MERLIN'S:
Ντοκουμέντο: Το κείμενο της διάλυσης των Crass (1984)
ΔΕΝ ΦΤΑΝΟΥΝ ΤΑ ΩΡΑΙΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΑ... (κείμενο ενός μέλους της αναρχοπάνκ κολεκτίβας των Crass)
Oh Bondage! Up yours!: H συνθετική γοητεία της Poly Styrene...
BLOG και ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΕΣ ΤΟΥ MIΧΑΛΗ ΠΟΥΓΟΥΝΑ:
https://tribe4mian.wordpress.com/
ΑΚΟΥΣΤΕ ΤΙΣ ΕΚΠΟΜΠΕΣ ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΗ ΠΟΥΓΟΥΝΑ στο Blackout Radio Show...
Μιχάλης Πούγουνας
Ο Μιχάλης Πούγουνας γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα. Σπούδασε σκηνοθεσία κιν/φου, έχει κάνει δυο ντοκιμαντερ με τιτλο Όταν η Καλλιθέα Πήγαινε Cinema (υπάρχουν στο YouTube) και βραβεύτηκε για την ταινία μικρού μήκους “Vlad ο Δαιμων” στο Διεθνες Φεστιβαλ Ταινιών της Πάτρας. Ήταν ιδρυτικό μέλος και τραγουδιστής των Flowers of Romance απο το 1981 ως το 1998 και των Nexus απο το 1999 ως το 2005. Το 2000 δημιούργησε την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρία Cyberdelia ενω απο το 2011 μεχρι σήμερα παρουσιάζει την δύωρη ραδιοφωνική εκπομπή The Blackout Radio Show with Mike Pougounas που μεταδίδεται απο ενα Αμερικάνικο ραδιοφωνικό σταθμό στα FM, τρεις Αγγλικούς ιντερνετικούς, έναν Ελληνικό κι έναν Κυπριακό. Έχει κυκλοφορήσει το βιβλίο “Rock’n’Roll rules ok?” με κείμενα σχετικά με την αλληλεπίδραση του ροκ και της κοινωνίας, καθως και τα μυθιστορήματα «To Κλειδί της Εύας» και «Μαύρο Χιόνι». Απο το 2006 είναι ο τραγουδιστής των New Zero God. Έχει κυκλοφορήσει συνολικά 13 στούντιο άλμπουμ.
Μιχάλης Πούγουνας
Ο Μιχάλης Πούγουνας γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα. Σπούδασε σκηνοθεσία κιν/φου, έχει κάνει δυο ντοκιμαντερ με τιτλο Όταν η Καλλιθέα Πήγαινε Cinema (υπάρχουν στο YouTube) και βραβεύτηκε για την ταινία μικρού μήκους “Vlad ο Δαιμων” στο Διεθνες Φεστιβαλ Ταινιών της Πάτρας. Ήταν ιδρυτικό μέλος και τραγουδιστής των Flowers of Romance απο το 1981 ως το 1998 και των Nexus απο το 1999 ως το 2005. Το 2000 δημιούργησε την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρία Cyberdelia ενω απο το 2011 μεχρι σήμερα παρουσιάζει την δύωρη ραδιοφωνική εκπομπή The Blackout Radio Show with Mike Pougounas που μεταδίδεται απο ενα Αμερικάνικο ραδιοφωνικό σταθμό στα FM, τρεις Αγγλικούς ιντερνετικούς, έναν Ελληνικό κι έναν Κυπριακό. Έχει κυκλοφορήσει το βιβλίο “Rock’n’Roll rules ok?” με κείμενα σχετικά με την αλληλεπίδραση του ροκ και της κοινωνίας, καθως και τα μυθιστορήματα «To Κλειδί της Εύας» και «Μαύρο Χιόνι». Απο το 2006 είναι ο τραγουδιστής των New Zero God. Έχει κυκλοφορήσει συνολικά 13 στούντιο άλμπουμ.
Μιχάλης Πούγουνας
Ο Μιχάλης Πούγουνας γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα. Σπούδασε σκηνοθεσία κιν/φου, έχει κάνει δυο ντοκιμαντερ με τιτλο Όταν η Καλλιθέα Πήγαινε Cinema (υπάρχουν στο YouTube) και βραβεύτηκε για την ταινία μικρού μήκους “Vlad ο Δαιμων” στο Διεθνες Φεστιβαλ Ταινιών της Πάτρας. Ήταν ιδρυτικό μέλος και τραγουδιστής των Flowers of Romance απο το 1981 ως το 1998 και των Nexus απο το 1999 ως το 2005. Το 2000 δημιούργησε την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρία Cyberdelia ενω απο το 2011 μεχρι σήμερα παρουσιάζει την δύωρη ραδιοφωνική εκπομπή The Blackout Radio Show with Mike Pougounas που μεταδίδεται απο ενα Αμερικάνικο ραδιοφωνικό σταθμό στα FM, τρεις Αγγλικούς ιντερνετικούς, έναν Ελληνικό κι έναν Κυπριακό. Έχει κυκλοφορήσει το βιβλίο “Rock’n’Roll rules ok?” με κείμενα σχετικά με την αλληλεπίδραση του ροκ και της κοινωνίας, καθως και τα μυθιστορήματα «To Κλειδί της Εύας» και «Μαύρο Χιόνι». Απο το 2006 είναι ο τραγουδιστής των New Zero God. Έχει κυκλοφορήσει συνολικά 13 στούντιο άλμπουμ.