Γράφει ο Θανάσης Μήνας
Μια αναδρομή στην ιστορία της Arhoolie Records, με αφορμή την επανέκδοση της συλλογής Hear Me Howling! Blues, Ballads, & Beyond*
Η ιστορία της λαϊκής αμερικανικής μουσικής κατά τον 20ό αιώνα καθρεφτίζεται στο ρεπερτόριο των ανεξάρτητων εταιρειών. Οι μετανάστες από την Κεντρική Ευρώπη και από την Ευρασία αξιώνουν σημαντικό μερίδιο σ’ αυτή την ιστορία: οι Πολωνοί αδελφοί Leonard και Phil Chess (Aristocrat και κατόπιν Chess), ο Γερμανοεβραίος Alfred Lion (Blue Note) κι ο Τούρκος Ahmet Ertegün (Atlantic), είναι μερικά μόνο από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα μεταναστών που ίδρυσαν και διεύθυναν σπουδαία ανεξάρτητα -αρχικά- label. Ο Chris Stratchwitz, στις αρχές της δεκαετίας του 1960, ίδρυσε στο Σαν Φρανσίσκο την Arhoolie. Η μουσική της συνδέθηκε με το κίνημα της Αντικουλτούρας και με την αμερικανική Νέα Αριστερά.
Chris Stratchwitz (1 Ιουλίου 1931 – 5 Μαΐου 2023)
O Γερμανοπολωνός Chris Stratchwitz γεννήθηκε το 1931 στην περιοχή της Κάτω Σιλεσίας. Η οικογένειά του μετανάστευσε στις ΗΠΑ το 1947. Αρχικά εγκαταστάθηκαν στο Ρίνο και εν συνεχεία μετακόμισαν στον Κόλπο του Σαν Φρανσίσκο, πολύ κοντά στο Όκλαντ. Ο Stratchwitz σπούδασε στο ελευθεριακό Πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϊ, στο οποίο είχε ήδη συγκροτηθεί ένας πυρήνας από beat ποιητές και μουσικούς και aficionados της folk, της jazz και του blues· ο ίδιος θυμάται ότι γνώρισε τους δίσκους 78 στροφών που του έφερε η μητέρα του ύστερα από ένα ταξίδι της στην Αμερική. Σύντομα βάλθηκε να γίνει κι ο ίδιος, όχι συλλέκτης, αλλά ντετέκτιβ δίσκων 78 και 45 στροφών.
Στο Όκλαντ ο Stratchwitz συνδέθηκε με ντόπιους bluesmen, όπως ο Jesse Fuller και ο K.C. Douglas, με protest folk singer-song writers όπως ο Phil Huffman και ο Dave Fredrickson και με ιστορικούς του blues όπως ο Sam Charters· το βιβλίο The Country Blues (Rinehart 1959, Da Capo Press 1975) του τελευταίου είναι έργο αναφοράς. Ο Stratchwitz άρχισε να ηχογραφεί στα πέριξ του Όκλαντ ήδη από το 1954 όμως έπρεπε να περιμένει έως τις πρώτες μέρες του ‘60 για να βάλει μπρος τη δισκογραφική του. Ο Stratchwitz υπήρξε επίσης αφοσιωμένος συλλέκτης της μεξικανικής folk μουσικής. Όταν αυτή άρχισε, προς τα μέλη της δεκαετίας του 1960, να προσλαμβάνει ψυχεδελικά ηχοχρώματα με μπάντες όπως οι Los Chijuas, La Libra Expresion, Les Blank, Los Dug Dug's, La Revolution De Emiliano Zapata, προώθησε αυτό το υλικό μέσα από τη θυγατρικό label της Folk-Lyric Records (που μεταξύ άλλων, έκανε διανομή στην Καλιφόρνια στις κυκλοφορίες των μεξικανικών label Ideal, Falcon και Discos Smith). Επιπλέον, ο Stratchwitz υπήρξε κινηματογραφιστής και το 1963 γύρισε το ντοκιμαντέρ Down Home Music: A Journey Through the Heartland 1963, που συνιστά μια αυτοβιογραφική αναζήτηση ξεχασμένων μουσικών της folk και του blues στην αμερικανική ενδοχώρα και στο Μεξικό.
Το πρώτο LP της Arhoolie είδε το φως της κυκλοφορίας στις 3 Νοεμβρίου του 1960 και τυπώθηκε σε 250 μόλις αντίτυπα. Στον τίτλο αναγράφει “Mance Lipscomb - Texas Sharecropper and Songster”. O Beau De Glen Mance Lipscomb γεννήθηκε το 1895 κοντά στη Ναβαζότα του Τέξας. Αν και έπαιζε μουσική από μικρός ουδέποτε ηχογράφησε ως το ‘60. Εργαζόταν ως επιστάτης σε μια φάρμα όταν τον ανακάλυψε ο Stratchwitz σε μια εξόρμησή του στο Νότο με τη βοήθεια του Βρετανού ιστορικού Paul Oliver – που έγραψε τελικά τις σημειώσεις στο οπισθόφυλλο του δίσκου. Οι τρεις τους έπεισαν τον γηραιό bluesman να έρθει μαζί τους στο Όκλαντ για να τον ηχογραφήσουν. Κανόνισαν μάλιστα να εμφανιστεί στο Folk Festival του Μπέρκλεϊ, που θεωρείτο σημαντικό γεγονός – ειδικά σ’ εκείνα τα χρόνια της αναβίωσης του country blues. Ο Lipscomb θα συνέχιζε να ηχογραφεί για την Arhoolie ως τον θάνατό του το 1976.
Ο Lipscomb ήταν μόνο ένας από τους πολλούς σημαντικούς bluesmen που ηχογράφησαν για την Arhoolie στα χρόνια του ‘60 και του ‘70 ή και αργότερα – η εταιρεία λειτουργεί σήμερα. Πέρα από το blues του Νότου, το ρεπερτόριο της ετικέτας φανερώνει την προτίμηση του Chris Stratchwitz στην folk και την country, στο rhythm n’ blues καθώς και μουσικά ιδιώματα της Νέας Ορλεάνης, ιδιαίτερα στο zydeco και στην dixie jazz.
Οι σημαντικότερες ηχογραφήσεις της Arhoolie Records συγκεντρώνονται στην ανθολογία Hear Me Howling! Blues, Ballads, & Beyond. Τέσσερα cd, με 72 εγγραφές που επιμελήθηκε ο Stratchwitz ανάμεσα στο 1954 και στο 1971, με έμφαση στη δεκαετία του 60. Πρόκειται για μια άκρως περιποιημένη έκδοση σε μορφή σκληρόδετου βιβλίου - προσφέρει αναλυτικά ιστορικά στοιχεία για τις ηχογραφήσεις και τους συμμετέχοντες και συνοδεύεται από πλούσιο φωτογραφικό υλικό. Ακόμη πιο εντυπωσιακό είναι το ασπρόμαυρο κόμικ που περιγράφει την ιστορία του label, το οποίο θυμίζει τις αντίστοιχες δημιουργίες του μεγάλου Robert Crumb – λάτρη και συλλέκτη του blues.
Τα κομμάτια είναι παραταγμένα κατά χρονολογική σειρά. Το πρώτο cd εισάγει ο Jesse Fuller (1896 - 1976) με δυο τραχιές ηχογραφήσεις του (“Hump In My Back”, “Brother Low Down”) από το 1954. Ο Dylan αλλά κι ο Woody Guthrie έχουν παραδεχτεί ότι του χρωστάνε πολλά. Αρκεί. Ακολουθεί η Skip Band που παραδίδει μια γλεντζέδική εκδοχή του κρεολικού “Junko Partner”, με το washaboard να κανοναρχεί τον ρυθμό. Η σκυτάλη περνά έπειτα στους Bearcats του τρομπονίστα Bob Mielke, που παίζουν απλή και τίμια dixie jazz. Το βαρύ πυροβολικό έπεται. Κατά σειρά: μπρούτο blues του Δέλτα διά χειρός Big Joe Williams (1903 -1982), με τέσσερις ηχογραφήσεις (“Highway 49”, “Oakland Blues”, “Greystone”) απ’ τον Οκτώβριο του 60· το ίδιο ισχύει και για τον παραγνωρισμένο K.C. Douglas (1913 - 1975), που επίσης συμμετέχει με τέσσερα κομμάτια απ’ το 1963 (“I Know You Don’t Want Me”, “Night Skirt Blues”, “Stop Time”, “Hear Me Howling”). O Douglas υπήρξε μαθητής του Tommy Johnson (“Canned Heat Blues”), πριν μετακινηθεί απ’ τα λασπόνερα του Μισισίπι στα νερά του Ειρηνικού.
Ο Lonnie Johnson (1899 - 1970) λογίζεται σαν ένας από τους πιο βιρτουόζους κιθαρίστες της Νέας Ορλεάνης, γνωστός για το γλυκό του χάιδεμα στις χορδές· συμμετέχει με δύο κομμάτια (“Stand Alone Blues”, Brenda”), εκ των οποίων το δεύτερο έχει εκδοθεί και από την Prestige.
Το “Changed The Lock On My Door” (1960) χρεώνεται δίκαια στον αρμονικίστα Sonny Terry (1911-1986), μιας κι είναι δική του σύνθεση* τον συνοδεύουν ο αχώριστός του Browne McGee και οι Lonnie Johnson και Mance Lipscomb σ’ ένα τζαμάρισμα της στιγμής.
Τα πράγματα γίνονται πιο ζόρικα παρακάτω, καθώς παραφυλά το θεριό που ακούει στο όνομα Bukka White (1906 - 1977). To “Bald Eagle Town” είναι βαρύ κι ασήκωτο ακουστικό blues, στην παράδοση του Charley Patton. Κεφάλαιο από μόνος του είναι κι ο Τεξανός Sam Lightning Hopkins (1912 - 1982) που τρέχει την κιθάρα του σε δυο καθαρόαιμα boogie (“Tom Moore’s Boogie”, 1963 και “Up On The Telegraph”, 1969). Το πρώτο cd κλείνει με το “Lady Luck” (1961) του rhythm n’ blues πιανίστα Mercy Dee (Walton), ο οποίος έχει κάνει καλές ηχογραφήσεις και στην ετικέτα της Speciality.
Το δεύτερο cd, που εστιάζει περισσότερο στην folk και την country, εισάγεται με το γνωστότερο κομμάτι της ανθολογίας: το αντιπολεμικό απάνθισμα “I Feel Like I’ M Fixin’ To Die Rag” των Country Joe & The Fish· εδώ το συναντάμε στην πρωτόλεια εκδοχή του, όπως είχε ηχογραφηθεί στο σπίτι του Stratchwitz τον Οκτώβριο του 1965, εκτέλεση που αρχικά κυκλοφόρησε σε 100 μόλις αντίτυπα από την Rag Baby. Από εκεί και πέρα φιγουράρουν singer-song writers (Τ.Α. Talbott, Janet Smith, Debbie Green, Bob Neuwirth κ.ά.). Ας σταθούμε σε δύο. Η Toni Brown γεννήθηκε στη Μασαχουσέτη αλλά μετακόμισε στο Σαν Φρανσίσκο γοητευμένη από την beat υποκουλτούρα της πόλης. Συμμετέχει με τρία κομμάτια (“You Turned Your Back”, “How Could I Stand It”, “Don’t Forget Me, My Love”), που θυμίζουν Hank Williams στο παίξιμο και Λόρενς Φερλινγκέτι στους στίχους. Ενδιαφέρουσα περίπτωση είναι ο κιθαρίστας Perry Lederman, που το παίξιμό του στα οργανικά “Eventually” και “Impressions Of John Henry” φέρνει λιγάκι στον Άγγλο τραγουδοποιό Bert Jansch.
Το blues παίρνει και πάλι κεφάλι στο τρίτο cd, όπου τη μερίδα του λέοντος κατέχουν τέσσερις θρυλικοί bluesmen. Ο Mance Lipscomb εκπροσωπείται με τέσσερις ηχογραφήσεις του country blues revival, από το 1964 (“Willie Poor Boy”, “The Titanic”,”Mean Boss Man” –παραλλαγή στο γνωστό του Jimmy Reed- και “Sugar Babe”). O αυτοχρισμένος Reverend Gary Davis (1896 - 1972) είναι περίπτωση sui generis. Τυφλός από τα δέκα του, μάστορας στην κιθάρα αλλά και στο μπάτνζο, έκανε τις πρώτες του ηχογραφήσεις στη δεκαετία του 1930 και ανακαλύφθηκε κι αυτός εκ νέου στις αρχές του ‘60. Ο αιδεσιμότατος είχε τον τρόπο του στο λεγόμενο gospel-blues στιλ του Piedmont. Ακούγεται στα “I’m A Soldier”, “Floor Sweepin’ Rag” και “Courtin’ Boy”, η χρονολογία των οποίων αγνοείται.
Ο Mississippi Fred McDowell (1904 - 1972) υπήρξε η σημαντικότερη ίσως φιγούρα του Βόρειου Μισισίπι – σε αντιδιαστολή με το Δέλτα. Οι περισσότεροι τον θυμούνται σήμερα για εκείνο το “You Gotta Move”, που διασκεύασαν οι Stones στο “Sticky Fingers”. Το “Shake Em On Down” (το είπαν ωραία και ο John Lee Hooker, αλλά και οι Black Keys) είναι tour de force, αλλά και τα “Louise” και “Write Me A Few Of Your Lines” (όλα σε εγγραφές του ‘65), δεν πάνε πίσω. Φουλ, με τον Nehemiah Curtis Skip James (1902 – 1969). Βαθιά σκοτεινιασμένη φωνή, ασορτί ακομπανιαμέντα στην κιθάρα, ο Skip James πέρασε στο πάνθεον του blues με κομμάτια όπως το “Devil Got My Woman” και το “I’m So Glad” (που διασκεύασαν οι Cream). Τον συναντάμε σε πέντε κομμάτια (“Low Down Dirty Things”, “22-20 Blues (Mr. Kress)”, “Sea Walking Jesus”, “No Special Lover”, “Peace in the Valley”) που γράφτηκαν μια και έξω στο σπίτι του Chris Stratchwitz, ένας θεός ξέρει πότε ακριβώς.
Το τέταρτο cd ξεκινά με bluegrass από τους Vern & Ray ( στο “Done Me Wrong” του Bill Monroe”, συνεχίζει με το zydeco του Κρεολού ακορντεονίστα Clifton Chenier (“Mr. Charlie”, 1971 και “Louisiana Rock”, 1966) και ολοκληρώνεται –να’ τη η έκπληξη- με την κολτρεηνική free jazz του σαξοφωνίστα Sonny Simmons (“The Beauty Of Isis”, 1970).
Κάπου στη μέση στην ροή των κομματιών παρεμβάλλεται, για να κλέψει την παράσταση, η Willie Mae Big Mama Thornton (1926 – 1984). Ακούμε την πληθωρική ερμηνεία της στο “Fore Day In The Morning” (1966), στο δικό της “Hound Dog” (μεταγενέστερη εγγραφή του 1970) και, βεβαίως, στην πρώτη εκτέλεση του “Ball And Chain”· του ίδιου “Ball And Chain” που έκαναν σουξέ οι Big Brother & The Holding Company. Τα χρονικά του blues αναφέρουν ότι μια ανοιξιάτικη βραδιά του 1966, η Janis Joplin και μερικοί ακόμη απ’ τους Big Brother άκουσαν ζωντανά την Thornton να τραγουδά το “Ball And Chain” σε κάποιο club στο Σαν Φρανσίσκο. Η Janis ενθουσιάστηκε με το τραγούδι και ζήτησε από τη Thornton να την γράψει τους στίχους σε μια χαρτοπετσέτα, κάτι που η τελευταία έκανε πρόθυμα. Όταν κυκλοφόρησε μερικούς μήνες μετά το λατρεμένο “Cheap Thrills” των Big Brother, που περιείχε το “Ball And Chain” και πούλησε εκατοντάδες χιλιάδες αντίτυπα, κάποιος ξέχασε να πάρει τηλέφωνο την Big Mama για τα δικαιώματα της σύνθεσης.
ΠΗΓΕΣ:
https://folkways.si.edu/arhoolie
*Δημοσιεύθηκε σε πρώτη μορφή στο περιοδικό Jazz + Τζαζ το 2011.
ΔΕΙΤΕ ΣΧΕΤΙΚΑ:
Down-Home Music, the story of Arhoolie Records
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΣΧΕΤΙΚΑ:
Το folkradio.gr είναι ένα πραγματικό κόσμημα για την ελληνική μουσική δημοτική παράδοση...
Josh White: Όταν τα blues και τα gospel συνάντησαν την folk και το τραγούδι διαμαρτυρίας...
Μαθήματα Ιστορίας: Η "εξέγερση" των Beatniks, Νέα Υόρκη, Απρίλιος 1961
Woody Guthrie: «Ένα τραγούδι πρέπει να διαρκεί όσο η ιστορία που προσπαθεί να πει…»
Odetta: Μια φωνή βροντερή σαν κεραυνός...
Θανάσης Μήνας
Ο Θανάσης Μήνας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1971. Σπούδασε δημοσιογραφία, είναι ραδιοφωνικός παραγωγός (Rock FM, Ρόδον 94,4, Εν Λευκώ, Στο Κόκκινο) και αρθρογραφεί κυρίως για θέματα σχετικά με τη μουσική και το βιβλίο (Αυγή, Εποχή, Fractal Press, Merlin’s Music Box, Avopolis, The Zone)
Θανάσης Μήνας
Ο Θανάσης Μήνας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1971. Σπούδασε δημοσιογραφία, είναι ραδιοφωνικός παραγωγός (Rock FM, Ρόδον 94,4, Εν Λευκώ, Στο Κόκκινο) και αρθρογραφεί κυρίως για θέματα σχετικά με τη μουσική και το βιβλίο (Αυγή, Εποχή, Fractal Press, Merlin’s Music Box, Avopolis, The Zone)
Θανάσης Μήνας
Ο Θανάσης Μήνας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1971. Σπούδασε δημοσιογραφία, είναι ραδιοφωνικός παραγωγός (Rock FM, Ρόδον 94,4, Εν Λευκώ, Στο Κόκκινο) και αρθρογραφεί κυρίως για θέματα σχετικά με τη μουσική και το βιβλίο (Αυγή, Εποχή, Fractal Press, Merlin’s Music Box, Avopolis, The Zone)