Γράφει ο Μιχάλης Πούγουνας
Το The Sky’s Gone Out είναι το τρίτο άλμπουμ των Bauhaus. Κυκλοφόρησε από την Beggars Banquet στις 22 Οκτωβρίου του 1982 και για εμένα είναι ίσως το καλύτερο άλμπουμ τους. Εδώ έχουμε την ολοκλήρωση μιας εικόνας αντίστοιχης με εκείνη του David Bowie και του Mick Ronson, με τον Peter Murphy και τον Daniel Ash να έχουν πάρει αντίστοιχα τις θέσεις τους, ηχογραφώντας μουσικές συμφωνίες ίσκιων...
Το άλμπουμ ανοίγει με μια διασκευή του τραγουδιού «Third Uncle» από το άλμπουμ Taking Tiger Mountain (By Strategy) που είχε κυκλοφορήσει οκτώ χρόνια πριν, το 1974, ο Brian Eno. Στην πρωτότυπη σύνθεση, ο μπασίστας Brian Turrington δανείστηκε την ιδέα που είχαν οι Pink Floyd να χρησιμοποιήσουν delay στο μπάσο του τραγουδιού «One of These Days» και πάνω σε αυτό χτίστηκε το τραγούδι, με τις κιθάρες του συμπαίκτη του στους Roxy Music, Phil Manzanera, και τα κρουστά του Robert Wyatt. Αργότερα, ο Turrington συνεργάστηκε με τον John Cale στο Fear, με τον Robert Calvert των Hawkwind στο Lucky Leif And The Longships και ξανά με τους Eno, Manzanera κλπ. Αποκαλύπτεται, δηλαδή, εξαρχής η αγάπη και η εκτίμηση που έτρεφαν οι Bauhaus για τον Eno.
Φυσικά, η μουσική των Bauhaus δεν αποτελεί προϊόν παρθενογένεσης και, όπως άλλα συγκροτήματα της γενιάς τους (οι Japan του David Sylvian, για παράδειγμα), είχαν κι αυτοί επηρεαστεί βαθύτατα από τον David Bowie, τους Roxy Music και το glam rock. Επομένως, η διασκευή του «Third Uncle» δεν θα πρέπει να ξενίζει κανέναν.
Oι Bauhaus κατάγονταν από το Northampton, μια πόλη 100 χιλιόμετρα βορειοδυτικά του Λονδίνου και επέλεξαν έναν «σκοτεινό» μουσικό δρόμο, σε αντιδιαστολή με τους Λονδρέζους Japan. Δημιουργήθηκαν το 1978, όταν ο κιθαρίστας Daniel Ash έπαιζε σε διάφορες τοπικές μπάντες με τον μπασίστα David J. Haskins και τον μικρό του αδερφό, Kevin, και έπεισε τον συμμαθητή του, Peter Murphy, έναν υπάλληλο τυπογραφείου, να ενταχθεί στο νέο συγκρότημα.
Η σχέση των μελών του συγκροτήματος με τις τέχνες γενικότερα δεν ήταν επιφανειακή. Σε μια συνομιλία για την εκπομπή μου The Blackout Radio Show που μου είχε παραχωρήσει ο Kevin Haskins σχετικά με το βιβλίο του, Bauhaus – Undead: The Visual History and Legacy of Bauhaus, είναι εμφανής η αισθητική του συγκροτήματος. Υπάρχουν πολλά σχέδια που ζωγράφισε ο Haskins κατά την διάρκεια των περιοδειών του συγκροτήματος για να σκοτώνει την ώρα του.
Αρχικά το συγκρότημα ονομάστηκε Bauhaus 1919, αντλώντας έμπνευση από την καλλιτεχνική και αρχιτεκτονική σχολή που ιδρύθηκε από τον Walter Gropius και λειτούργησε κατά την περίοδο 1919-1933 στη Γερμανία. Ωστόσο, σύντομα άφησαν το όνομα απλά Bauhaus και για λογότυπό τους επέλεξαν το έμβλημα του Bauhaus που είχε σχεδιάσει ο Oskar Schlemmer το 1922.
Ο Schlemmer έγινε διεθνώς γνωστός με την πρεμιέρα του avant-garde πειραματικού μπαλέτου «Triadisches Ballett» στη Στουτγάρδη το 1922. Η προσφορά του στο Bauhaus και η ενασχόλησή του με το θέατρο είναι σημαντικοί παράγοντες στο έργο του που πραγματεύεται κυρίως το πρόβλημα της ανθρώπινης μορφής στον χώρο. Οι άνθρωποι, τυπικά στυλιζαρισμένες απρόσωπες γυναικείες φιγούρες, συνέχισαν να είναι το κυρίαρχο θέμα στη ζωγραφική του. Ενόσω συμμετείχε στο Bauhaus, ανέπτυξε το διεπιστημονικό μάθημα Der Mensch (Ο άνθρωπος). Στην ανθρώπινη μορφή έβλεπε ένα μέτρο που θα μπορούσε να υπογραμμίσει τη διχόνοια στην εποχή του. Αφού χρησιμοποίησε τον κυβισμό ως εφαλτήριο για τις δομικές του μελέτες, ο Schlemmer άρχισε να ενδιαφέρεται για τις δυνατότητες των μορφών και τη σχέση τους με τον χώρο γύρω τους όπως για παράδειγμα στο «Εγωκεντρικές Διαστημικές Γραμμές» (Εgocentric Space Lines, 1924). Οι χαρακτηριστικές μορφές του Schlemmer φαίνονται στα γλυπτά του αλλά και στους πίνακές του. Ωστόσο, έστρεψε επίσης την προσοχή του στη σκηνογραφία και ασχολήθηκε για πρώτη φορά με αυτήν το 1929, δημιουργώντας σκηνικά για την όπερα «Το Τραγούδι του Αηδονιού» και το μπαλέτο «Renard» του Igor Stravinsky.
Ο χορός, εμφανίζεται σε αρκετά τραγούδια των Bauhaus, όπως στο «Dancing» του άλμπουμ Μask, όπου κάνουν αναφορά στον Vaslav Nijinsky ή στο «St. Vitus Dance» από το πρώτο τους άλμπουμ, In the Flat Field, όπου αναφέρονται με σκοτεινό χιουμοριστικό τρόπο στο ξέσπασμα μιας ανεξήγητης μανίας για... χορό (πιθανώς επρόκειτο για ομαδική ψύχωση) το 1518, η οποία ονομάστηκε και «χορευτική πανούκλα» και θανάτωσε εκατοντάδες. Ένα πράγμα που μπορεί να πει κάποιος για τους Bauhaus είναι πως δεν είναι ακαλλιέργητοι...
Το δεύτερο τραγούδι της πρώτης πλευράς του The Sky’s Gone Out είναι το «Silent Hedges» και εδώ το συγκρότημα ακούγεται σαν να πιάνει το φως και να το πνίγει μέσα σε έναν λάκκο γεμάτο σκοτάδι. Το κομμάτι ξεχειλίζει από θεατρικότητα και η κιθάρα του Daniel Ash παίζει ένα folk μοτίβο και το τραγούδι χτίζεται πάνω σε στίχους που μιλούν για την αίσθηση μιας καθόδου στην κόλαση και για το κάψιμο των Παραδείσων που έχουν δημιουργήσει τα όνειρα, καθώς το ρολόι μετρά τον χρόνο που περνά. Μήπως παρέπεμπαν στη ζωή στην επαρχιακή Αγγλία, καθώς η κιθάρα ακούγεται σαν να καλπάζει δίπλα σε σιωπηλούς φράχτες;
Το εξώφυλλο του άλμπουμ είναι ένα έργο του Ash που παλιότερα είχε παρακολουθήσει μια καλλιτεχνική σχολή. Είχε ξεκινήσει να παίζει κιθάρα στα 15, αλλά επειδή ήταν πολύ τεμπέλης, όπως έχει δηλώσει, τα τρία πρώτα χρόνια είχε μάθει να παίζει μόνο τις τρεις από τις έξι χορδές της κιθάρας. Έτσι κι αλλιώς ουδέποτε τον ενδιέφεραν τα σόλο επειδή αφορούν στον εγωισμό ενός μουσικού. Τον ενδιαφέρει περισσότερο η σύνθεση και η παραγωγή ενός τραγουδιού.
Το «In The Night» που ακολουθεί, ανοίγει με ένα ουρλιαχτό του Murphy. O Haskins παίζει ένα tribal ρυθμό στα τύμπανα, όσο ο αδερφός του κρατάει τον ρυθμό πίσω από στο μονότονο παίξιμο του Ash. Ο σκοπός της κιθάρας εδώ είναι να δημιουργήσει ένα τρομακτικό και απειλητικό περιβάλλον και αυτό ο Ash το πετυχαίνει με τους ήχους που έχει παίξει στο background. Οι στίχοι μιλούν για μια αποτυχημένη ζωή, αποτυπωμένη σε φωτογραφίες νέων ανθρώπων που παραπλανήθηκαν και βλέπουν την αυτοκτονία σαν την μόνη λύση επειδή… «ποτέ δεν ξέρεις», όπως λέει το ρεφρέν. Αν κάποιος πιστεύει πως ο θάνατος είναι το κύριο θέμα των gothic συγκροτημάτων, τότε προφανώς έχει στο μυαλό του τους Bauhaus, ίσως επειδή ο θάνατος και η ζωή είναι το άσπρο και το μαύρο , τα χρώματα που προτιμούν στις φωτογραφίες που χρησιμοποιούν, μια επιλογή που σίγουρα έχει να κάνει με την αγάπη τους για τον Γερμανικό εξπρεσιονισμό.
Όταν το 1979 είχαν διαλέξει τον ηθοποιό Bela Lugosi ως το θέμα για το πιο γνωστό τραγούδι τους, ήταν μια περίεργη επιλογή γιατί στην Αγγλία η κλασσική βαμπιρική φιγούρα δεν ήταν ο Lugosi αλλά ο Vincent Price. Από όλους εκείνους τους γοτθικούς χαρακτήρες, δεν μπορούσες να πάρεις στα σοβαρά το τέρας του Φράνκενσταϊν, αλλά, πώς να το κάνουμε, ο Δράκουλας ασκεί μια ερωτική έλξη. Για αυτό οι Bauhaus επέλεξαν το «Bela Lugosi Is Dead», που ναι μεν μπορεί να ακουγόταν ως παρωδία, αλλά ο χαρακτήρας στον οποίον αναφέρονται ήταν απόλυτα αναγνωρίσιμος. Το βαμπίρ είναι ο απόλυτος ροκ σταρ για το gothic rock. Κάνει ναρκωτικά, πίνει, και ρουφάει την ενέργεια από τα θύματά του...
Στο «Swing the Heartache» το συγκρότημα φλερτάρει με το industrial. Feedbacks της κιθάρας σκίζουν τα ηχεία, η μπότα των τυμπάνων έχει μεταμορφωθεί σε μια μπάσα συχνότητα που ίσως αντικαθιστά το μπάσο του David J., με τον Haskins να κοπανά το παραμορφωμένο ταμπούρο.
Το «Spirit» που κλείνει την πλευρά, θα μπορούσε να είναι ένα τραγούδι των Joy Division - σε κάποια άλλη φάση. Είχε προηγηθεί όμως μια άλλη εκτέλεση αυτού του τραγουδιού, όταν τον Ιούνιο του 1982 είχε κυκλοφορήσει ως επτάιντσο σινγκλ σε παραγωγή του Hugh Jones, ο οποίος είχε συνεργαστεί με τους Echo & The Bunnymen, τους Modern English, τους Del Amitri και άλλους. Το τραγούδι, με αυτή την παραγωγή, πάσχει κατά την γνώμη μου ως προς το ύφος, κάτι που τελικά διορθώνεται στο άλμπουμ. Η θέση που πήρε όμως το σινγκλ στα τσαρτ ήταν απογοητευτική (#42) και ο Jones απολύθηκε. H αλήθεια είναι πως για ελάχιστα δευτερόλεπτα η εισαγωγή της εκδοχής του «Spirit» που υπάρχει στο άλμπουμ, μου θυμίζει το «Arnold Lane» των Pink Floyd. Είναι τόσο κεφάτο όσο μια παρέα ανθρώπων του Μεσαίωνα που έχουν μεθύσει με μπύρα και χορεύουν γύρω από τον Χάρο.
ΠΑΡΕΝΘΕΣΗ: Θα μπορούσαν άραγε τα χειρόγραφα κάποιου να αποκαλύψουν την πραγματική του φύση; Μπορεί κάποιος να δοκιμάσει να μάθει περισσότερα πράγματα για τον Peter Murphy διαβάζοντας το βιβλίο που εξέδωσε το 2023 με τίτλο Τhe Line Between the Devil’s Teeth and That Which Cannot be Repeat. Πρόκειται για μια συλλογή των στίχων του Peter Murphy από το 1980-2014, από τους Bauhaus και τους Dali’s Car μέχρι και τη σόλο δουλειά του, και περιλαμβάνει χειρόγραφα προσχέδια, φωτογραφίες και άλλα πολλά από τα τραγούδια που συμπεριλαμβάνονται. Διαβάζοντάς το χρονολογικά, γίνεται εμφανής η μεταστροφή του από την ανατροφή του ως καθολικός στον σουφισμό και πώς αυτό επηρέασε τα έργα του, με τον κόσμο του «ιερού» να εμφανίζεται τόσο στην μουσική των Bauhaus σε κομμάτια όπως το «Stigmata Martyr» μέχρι τα πιο πρόσφατα «Eliza» και «SubhanAllah». Ωστόσο, ακόμα κι εδώ, ο Murphy φροντίζει να παραμένει μυστηριώδης…
Πριν μιλήσω για την δεύτερη πλευρά του The Sky’s Gone Out και για τα τρία «The Three Shadows», θα βάλω αυτό εδώ το βίντεο το οποίο θα μπορούσε να ήταν Bauhaus και να ανήκε σε τούτη την πλευρά. Ένας φίλος μου είχε παίξει αυτό το τραγούδι για να αποδείξει πως η μουσική έχει συνέχεια. Θα μπορούσε να είναι Bauhaus, αλλά δεν είναι… Είναι ένα τραγούδι των Animals από το Newcastle upon Tyne, μια πόλη τέσσερις ώρες από το Northampton, γραμμένο 15 χρόνια πριν. Μπορεί κανείς να πει ότι δεν το είχαν ακούσει οι Bauhaus;
Οι Bauhaus απέχουν πολύ από τις μέρες της πρώτης τους εμφάνισης που είχαν κάνει με τους Pretenders. Δεν ήταν κάτι που γνώριζε το συγκρότημα της Chrissie Hynde. Οι Pretenders είχαν βρεθεί στο Northampton καλεσμένοι από το δεκαπενταμελές του σχολείου των Bauhaus. Θα έπαιζαν στο γυμναστήριο του σχολείου και ο Murphy με την παρέα του, που έκαναν πρόβα σε μια αίθουσα εκεί κοντά, έβαλαν τα τύμπανά τους και τους ενισχυτές από ένα παράθυρο και μάνι-μάνι τα έστησαν κάτω από τη σκηνή μπροστά, από το συγκεντρωμένο ακροατήριο. Κάποιος από το δεκαπενταμελές έτρεξε και τους ρώτησε ποιοι είναι και ο Murphy του απάντησε ότι ήταν η σαπόρτ μπάντα των Pretenders. O νεαρός, επειδή δεν είχε καμιά τέτοια πληροφόρηση, πήγε να ρωτήσει τους δικούς του που διοργάνωναν την συναυλία και οι Bauhaus άρχισαν να παίζουν. Φυσικά, οι διοργανωτές επέστρεψαν και τους πέταξαν έξω αλλά όχι πριν οι Bauhaus προλάβουν να παίξουν τέσσερα ολόκληρα τραγούδια μπροστά στο ανυποψίαστο κοινό.
Στo «The Three Shadows Part II» κυριαρχεί πάλι η κιθάρα, στοιχειώνοντας την ατμόσφαιρα του τραγουδιού, ενώ στα τύμπανα ακούγεται ένα ρυθμικό χτύπημα της μπότας. Οι στίχοι επίσης είναι δυσνόητοι καθώς ο Murphy προκαλεί κάποιους τυπικούς, φαντάζομαι, συντηρητικούς κυρίους να πουν τις προσευχές τους προς τον άνεμο της πορνείας. Δεν θα προσπαθήσω να το αναλύσω…
To «The Three Shadows Part III» είναι κάτι εντελώς διαφορετικό από τα δύο πρώτα μέρη. Οι στίχοι ακούγονται σαν απάντηση/συνέχεια του δεύτερου μέρους και η μουσική έχει εμπλουτιστεί με τη χρήση πιάνου και βιολιού.
Το «All We Ever Wanted Was Everything» ξεκινά με την πρόταση «Life is But a Dream» από το γνωστό ποίημα του Άγγλου ποιητή Lewis Carroll (ο συγγραφέας της Αλίκης στην Χώρα των Θαυμάτων). Η πολυκάναλη μπομπίνα του στούντιο Rockfield στο οποίο ηχογραφούσαν, ακούγεται να παίζει ανάποδα και ο David J. ηχογραφεί από πάνω το μπάσο. Η φωνή επαναλαμβάνει αρκετές φορές πως «η ζωή δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα όνειρο» και ένα πιάνο ντουμπλάρει το μπάσο. Ο Kevin χτυπά μονότονα ρυθμικά το ταμπούρο. Είναι ψυχεδέλεια όλο αυτό; Θα ρωτήσει κάποιος. Ναι! θα απαντήσω εγώ… Είναι ψυχεδέλεια ανάλογη κάποιων μικρών περασμάτων που υπήρχαν και στο Their Satanic Majesties Request των Rolling Stones.
Τελευταίο τραγούδι του άλμπουμ είναι το «Exquisite Corpse». Ο όρος πηγάζει από το γαλλικό cadavre exquis (εξαίσιο πτώμα) και ουσιαστικά πρόκειται για μια συλλογική προσπάθεια ομαδικού σχεδιασμού που χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από σουρεαλιστές καλλιτέχνες προκειμένου να δημιουργούν παράξενα και διαισθητικά σχέδια. Είναι ένα παιχνίδι στο οποίο οι συμμετέχοντες γράφουν εκ περιτροπής ή ζωγραφίζουν σε ένα φύλλο χαρτιού, το διπλώνουν για να κρύψουν αυτό που έφτιαξαν και μετά το δίνουν στον επόμενο παίκτη για να συνεχίσει. Κάτι τέτοιο έκαναν ξανά οι Bauhaus στο flipside του σινγκλ «Passion of Love» το 1981. Εδώ δανείζονται ιδέες όπως ας πούμε ο βήχας που υπάρχει κάποια στιγμή, είναι ιδέα παρμένη από το «Q Quarters» των Associates. Προφανώς, κάθε μέλος είχε συνθέσει από ένα μέρος του τραγουδιού, όπως o Kevin Haskins, για παράδειγμα, με το δικό του που είναι reggae. Όλα συνδέονται από τον ανάποδο ρυθμό των τυμπάνων και τον Daniel Ash που ουρλιάζει «The Sky’s Gone Out». Ακούγεται το ροχαλητό του ηχολήπτη τους, Derek Thomkins, προφανώς για να τονίσουν με χιούμορ ότι «η ζωή δεν είναι παρά ένα όνειρο».
Μετά από αυτό το άλμπουμ θα ακολουθούσε η μεγαλύτερη επιτυχία τους, η κυκλοφορία της διασκευής του «Ziggy Stardust».
Για εμένα όμως εδώ σταματά η τριλογία των άλμπουμ In The Flat Field, Mask και The Sky’s Gone Out. Θεώρησα το επόμενο άλμπουμ τους, το Burning From The Inside, κάτι διαφορετικό, και μάλιστα τη στιγμή που είδα το έγχρωμο εξώφυλλο. Ίσως εδώ οι Bauhaus που ξέραμε έπρεπε να είχαν τραβήξει μια γραμμή...
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΣΧΕΤΙΚΑ:
Kevin Haskins: Μια αποκλειστική συνέντευξη με τον ντράμερ των Bauhaus...
Εκατό χρόνια Bauhaus: Χτίζοντας προς όφελος μιας εξισωτικής κοινωνίας...
Adrian Borland: «Κάποιος θα σε αγαπήσει σήμερα, περίμενε και κάποιος θα νοιαστεί...»
BLOG και ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΕΣ ΤΟΥ MIΧΑΛΗ ΠΟΥΓΟΥΝΑ:
https://tribe4mian.wordpress.com/
ΑΚΟΥΣΤΕ ΤΙΣ ΕΚΠΟΜΠΕΣ ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΗ ΠΟΥΓΟΥΝΑ στο Blackout Radio Show...