Γράφει ο Χρήστος Κορναράκης
Ο Paul Thomas Anderson είναι ένας σκηνοθέτης των μαχών - όχι μόνο των εξωτερικών, αλλά κυρίως εκείνων που συμβαίνουν κάτω από το δέρμα. Από το υπαρξιακό ποτάμι του There Will Be Blood, όπου ο Daniel Plainview παλεύει με τον Θεό και τη δίψα του για εξουσία, μέχρι το The Master, όπου ο Freddie Quell συγκρούεται με τον εαυτό του μέσα από τη λατρεία ενός ψευδο-προφήτη, και το Inherent Vice, που περιπλανιέται μέσα στο παραισθητικό ναυάγιο της Αμερικής των ’70s, ο Anderson πάντα κατέγραφε ανθρώπους που πολεμούν ενάντια στο ίδιο τους το βλέμμα.
Το Phantom Thread (2017) μοιάζει με το πιο ήσυχο αλλά και το πιο ωμό κεφάλαιο αυτής της εσωτερικής σειράς συγκρούσεων. Αν στις προηγούμενες ταινίες ο σκηνοθέτης αναζητούσε τη λύτρωση μέσα από την καταστροφή, εδώ αναζητά τη συγχώρεση μέσα από την αδυναμία. Ο Reynolds Woodcock (Daniel Day-Lewis, στην προτελευταία του κινηματογραφική εμφάνιση) είναι ένας ράφτης-μύθος στο Λονδίνο της δεκαετίας του ’50, ένας άνθρωπος που ζει μέσα στην πειθαρχία της ομορφιάς, όπου κάθε ραφή και κάθε λεπτομέρεια είναι πράξη ελέγχου. Η Alma (Vicky Krieps) μπαίνει στη ζωή του όπως ένα λάθος ύφασμα που δεν ταιριάζει στο σχέδιο - κι όμως, ακριβώς αυτό το «λάθος» γίνεται το μόνο πραγματικό κομμάτι της ύπαρξής του.

Η σχέση τους είναι μια αόρατη πάλη ανάμεσα στην κυριαρχία και την παράδοση, στον έλεγχο και τη φροντίδα. Δεν υπάρχει θεαματική κορύφωση• υπάρχει μόνο η σταδιακή διάβρωση. Ένα βλέμμα, ένα σιωπηλό δείπνο, μια κουρασμένη αναπνοή. Μέχρι που η δηλητηρίαση, πράξη βίας και τρυφερότητας ταυτόχρονα, γίνεται η πιο αληθινή ερωτική σκηνή του Anderson. Ο Woodcock πρέπει να καταρρεύσει για να αγαπήσει• να δεχτεί το δηλητήριο για να παραδοθεί στη φροντίδα.
Η φωτογραφία, την οποία ο ίδιος ο Anderson συνυπογράφει (χωρίς επίσημο credit), είναι ένας ύμνος στη λεπτομέρεια και στη σιωπή του φωτός. Η κάμερα κινείται σαν χέρι που ψηλαφίζει μετάξι• κάθε σκιά επάνω στο πρόσωπο του Day-Lewis μοιάζει ραμμένη με προσοχή, όπως τα υφάσματα που κατασκευάζει. Οι εσωτερικοί χώροι φωτίζονται με φυσικό φως που θυμίζει πίνακες του Vermeer - απαλό, σχεδόν ερωτικό. Οι εξωτερικές λήψεις, θολές και κρύες, μοιάζουν με αναπνοές ανάμεσα στις εντάσεις. Είναι από τις πιο «απτές» φωτογραφίες του σύγχρονου σινεμά: νιώθεις την υφή των ρούχων, τον ήχο του ψαλιδιού, το βάρος της σιωπής.
Η μουσική του Jonny Greenwood - ίσως η κορυφαία στιγμή του συνεργάτη του Anderson — είναι το συναισθηματικό υποσυνείδητο της ταινίας. Σαράντα διαφορετικά θέματα, πλούσια σε έγχορδα, πιάνο και διακριτικά πνευστά, συνομιλούν με το δράμα σαν παλμός που αλλάζει ρυθμό ανάλογα με τη συναισθηματική ένταση. Δεν ντύνει τις σκηνές, τις αγκαλιάζει. Άλλοτε γλιστρά σαν μετάξι (στο “House of Woodcock”), άλλοτε σφίγγει με μελαγχολία (στο “For the Hungry Boy”). Η μουσική λειτουργεί σαν αντίβαρο στο ψυχρό μεγαλείο του Reynolds - ορίζει έναν κόσμο αισθησιακό, αλλά και οριακά θρηνητικό. Είναι η καρδιά που χτυπά πίσω από το τέλειο ράψιμο.

Το Phantom Thread είναι μια ταινία για την αγάπη ως πράξη αναίμακτης παράδοσης. Δεν υπάρχει εδώ η έκρηξη του There Will Be Blood ή η εμμονική διαλεκτική του The Master• υπάρχει κάτι πιο ύπουλο, πιο ανθρώπινο. Ο Anderson δείχνει πως η πιο βαθιά σύγκρουση δεν είναι με τον άλλον, αλλά με το ίδιο μας το σχήμα: με τη μορφή που φτιάξαμε για να κρύψουμε την ευθραυστότητά μας.
Στο τέλος, όταν ο Woodcock κοιτάζει την Alma και δέχεται το δηλητήριο με σχεδόν παιδική εμπιστοσύνη, η ταινία βρίσκει τη λύτρωσή της: μια ήσυχη συμφωνία ανάμεσα στον πόνο και τη φροντίδα. Ο έρωτας, φαίνεται, δεν είναι ποτέ εξημερωμένος. Είναι ένα ρούχο που ράβεται ξανά και ξανά, που φθείρεται και επιδιορθώνεται, ώσπου να γίνει κομμάτι του σώματος.
Αν το One Battle After Another αποτελεί τη νέα, έντονη και ανοιχτή εξομολόγηση του Paul Thomas Anderson, τότε το Phantom Thread λειτουργεί ως ο διακριτικός, πιο εσωστρεφής πρόλογός της. Στο One Battle After Another η αφήγηση είναι μια αδυσώπητη, σχεδόν κραυγαλέα εξερεύνηση του πολέμου και των πολυσύνθετων ανθρώπινων συγκρούσεων, όπου η ένταση και η βιαιότητα κυριαρχούν. Αυτή η ταινία παρουσιάζει τη μάχη με όλη τη σκληρότητά της, μια δυνατή φωνή που δεν κρύβεται. Αντίθετα, το Phantom Thread απομακρύνεται από την κραυγή και μετατρέπει τον πόλεμο σε ψίθυρο - μια λεπτή, τρυφερή και επικίνδυνα εύθραυστη αφήγηση. Εκεί, η ένταση της βίας υποχωρεί στο απαλό άγγιγμα, το αίμα γίνεται μετάξι, και ο ήρωας μετατρέπεται σε άνθρωπο πιο ευάλωτο και πολύπλοκο. Η αγάπη που εμφανίζεται δεν είναι φωναχτή, αλλά ψιθυριστή, γεμάτη από ωριμότητα και ευαισθησία.
Αυτή η σαφής διαχωριστική προσέγγιση ανάμεσα στα δύο έργα αποκαλύπτει την καλλιτεχνική εξέλιξη του Anderson: από τη σκληρή και αντικειμενική ματιά σε ένα πολυεπίπεδο δράμα με έντονη αίσθηση ανθρώπινης ευαλωτότητας και ψυχικής έντασης.
Με το Phantom Thread, ο Anderson απαλλάσσει το θέμα από τη βία των πρώτων ταινιών του, αναδεικνύοντας μια πιο βαθιά, σύνθετη και τρυφερή μορφή αφήγησης.
Με λίγα λόγια: το One Battle After Another είναι η ηχηρή, εξωστρεφής εξομολόγηση του πολέμου και της ανθρώπινης ψυχής, ενώ το Phantom Thread η σιωπηλή, εσωτερική μελέτη που μετατρέπει αυτή τη φωνή σε ψίθυρο με έντονη συγκίνηση και ώριμη δημιουργικότητα
Punch-Drunk Love: Όταν η αγάπη έρχεται σαν γροθιά στο στομάχι...
There Will Be Blood: Μια ταινία σαν σεισμός
The Master - Εξάρτηση, πίστη και το κενό της αμερικανικής ψυχής
Inherent Vice – Ο παραισθητικός ίλιγγος του Paul Thomas Anderson
Magnolia: Όταν το σινεμά παύει να είναι τέχνη και γίνεται εξομολόγηση...
Hard Eight - Το πρώτο χαρτί είναι πάντα το πιο αποκαλυπτικό...
Χρήστος Κορναράκης
Ο Χρήστος Κορναράκης γεννήθηκε μια ζεστή μέρα του Ιούλη στην Αθήνα. Παράλληλα με τις σπουδές του (υποκριτική, μάρκετιγκ και επικοινωνία) και όντας συλλέκτης δίσκων από τα παιδικά του χρόνια, αρθρογράφησε επί μία δεκαετία στο blog fromthebasement.com και στην μετέπειτα εξέλιξη του, το ypogeio.gr. Η ένταξη του στην ομάδα του Merlin’sMusic Box αποτελεί φυσική εξέλιξη.
Χρήστος Κορναράκης
Ο Χρήστος Κορναράκης γεννήθηκε μια ζεστή μέρα του Ιούλη στην Αθήνα. Παράλληλα με τις σπουδές του (υποκριτική, μάρκετιγκ και επικοινωνία) και όντας συλλέκτης δίσκων από τα παιδικά του χρόνια, αρθρογράφησε επί μία δεκαετία στο blog fromthebasement.com και στην μετέπειτα εξέλιξη του, το ypogeio.gr. Η ένταξη του στην ομάδα του Merlin’sMusic Box αποτελεί φυσική εξέλιξη.