Γράφει ο Θανάσης Μήνας
Τον Μάιο του 1970, ο παντοδύναμος Howlin’ Wolf ταξίδεψε στο Λονδίνο, για ένα session που έμελλε να αποδειχθεί ιστορικό. Για δύο κυρίως λόγους: πρώτον, επειδή ήταν το πρώτο session σε ευρωπαϊκό έδαφος τόσο για τον ίδιο τον «Λύκο» αλλά και για την εταιρεία Chess και δεύτερον, επειδή στο στούντιο έδωσε το παρόν η αφρόκρεμα του βρετανικού ροκ της εποχής εκείνης.
Είναι κοινό μυστικό ότι το βρετανικό rock και rhythm ‘n’ blues των 60’ς οφείλει τα μέγιστα στον Howlin’ Wolf και στα τραγούδια του, καθώς και σ’ αυτά που είχε γράψει για τον «Λύκο» της Chess ο Willie Dixon. Χρειάζονται τεκμήρια; Οι Yardbidrs διασκεύασαν το «Smokestruck Ligtning», οι Rolling Stones το «Little Red Rooster», οι Cream το «Spoonful», ενώ είναι δεκάδες τα ονόματα που δανείστηκαν ποιητική αδεία τα riffs του «Killing Floor» ή του «Forty Four». Ο Howlin’ Wolf ήταν θρύλος στους ροκ κύκλους της γενιάς του Swingin’ London, γεγονός που γνώριζε καλά ο Norman Dayron, ο άνθρωπος που συνέλαβε την ιδέα και ανέλαβε την παραγωγή αυτών των ηχογραφήσεων. O Dayron ήταν καλά δικτυωμένος. Γνώριζε προσωπικά τον Marshall Chess, ενώ είχε διασυνδέσεις και στους βασικούς «παίκτες» της βρετανικής σκηνής. Έναν χρόνο πριν εξάλλου, ο ίδιος είχε κάνει την παραγωγή και στο album Father & Sons, που ηχογράφησε ο Muddy Waters παρέα με τον Mike Bloomfield και τον Paul Butterfield.
O Dayron είχε πάντως να επιλύσει αρκετά προβλήματα, εκ των οποίων ορισμένα αφορούσαν τον ίδιο τον «Λύκο». Γεννημένος στο West Point του Μισισίπι στις 10 Ιουνίου 1910 με το όνομα Chester Arthur Burnett, ο Howlin’ Wolf είχε να ηχογραφήσει μακριά από το Σικάγο από το 1954. Οι προγενέστερες ηχογραφήσεις του είχαν επίσης γίνει πιο κοντά στην «έδρα του», στα στούντιο της Sun στο Μέμφις, εκεί δηλαδή όπου έκοψε σε σινγκλ τα αθάνατα «How Many More Years» και «Moanin’ at Midnight» (1951). Επιπλέον, ο Wolf, που ήδη είχε πατήσει τα 60, αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα υγείας. Για τους λόγους αυτούς ο ίδιος αρχικά αισθανόταν άβολα με την ιδέα του ταξιδιού στο Λονδίνο, και απ’ ό,τι λέγεται ο Dayron κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια για να τον πείσει. Όταν τελικά ο Wolf πείστηκε, ο Dayron δεν συνάντησε κανένα απολύτως πρόβλημα να προωθήσει το σχέδιο στην απέναντι πλευρά του Ατλαντικού. Οι περισσότεροι από τους Βρετανούς ρόκερ, που είχε στο μυαλό του δήλωσαν εξαρχής κάτι παραπάνω από απλώς πρόθυμοι να συνδράμουν τον «Λύκο» στο στούντιο, με πρώτους-πρώτους τον Eric Clapton, τον Charlie Watts και τον Bill Wyman.
Στις αρχές του Μάη του 1970 ο Howlin’ Wolf ταξίδεψε στο Λονδίνο παρέα με τον Dayron και δύο εξαιρετικούς μουσικούς από το Σικάγο, τον «μόνιμο» κιθαρίστα του, Hubert Sumlin, και τον μόλις 19χρονο αρπίστα και αρμονικίστα Jeffrey Carp. Μαζί τους πέταξε επίσης και η horn section των Joe Miller, Jordan Shandkle και Dennis Lansing.
Ο Dayron έκανε επίσης καλή δουλειά στην επιλογή του στούντιο, κλείνοντας τα φημισμένα Olympic Studios, στα οποία εργαζόταν και ο ικανότατος μηχανικός ήχου και μετέπειτα περιζήτητος παραγωγός Glyn Johns. Όπως αναφέρεται και στις σημειώσεις του cd του The London Howlin’ Wolf Sessions, η διαδικασία των ηχογραφήσεων εξελίχτηκε σε «ένα από τα πιο πολυσυζητημένα κοινωνικά γεγονότα της χρονιάς» για το Λονδίνο των αρχών των 70’s. Μέλη των Beatles των Rolling Stones και άλλα πρωτοκλασάτα “faces” (κατά πως θα ’λεγαν οι mods) της λονδρέζικης σκηνής, μαζί με τους αυλικούς τους (groupies), περνούσαν καθημερινά από τα Olympic Studios, είτε για να τζαμάρουν με τον «Λύκο» είτε για να δώσουν απλώς το παρόν.
Η ατμόσφαιρα πάντως που επικρατούσε, αρχικά τουλάχιστον, στο στούντιο δεν ήταν χαλαρή και ξένοιαστη. Ο «Λύκος» αρχικά αισθανόταν άβολα και έξω από τα νερά του, και συμπεριφερόταν μάλλον επιθετικά στους υπόλοιπους. Σύμφωνα με τις αναμνήσεις του Norman Dayron, «τρόμαζε τους συμμετέχοντες» με τον τεράστιο όγκο του και τον εκρηκτικό του χαρακτήρα. Ο Clapton θυμάται ότι στη διάρκεια μιας διαφωνίας τους, ο «Λύκος» τον γράπωσε από τον λαιμό… Η ένταση στην ατμόσφαιρα, συνεχίζει ο Dayron, αποτυπώθηκε και στα κομμάτια που έγραψαν την πρώτη μέρα, τα οποία δεν βγήκαν όπως έπρεπε. Εκτός από τον Clapton, στις ηχογραφήσεις συμμετείχε εξαρχής ένας μυστηριώδης ντράμερ, που στα credits του δίσκου εμφανίζεται ως «Richie» και δεν ήταν άλλος από τον… Ringo Starr.Τη δεύτερη μέρα έφθασαν στο στούντιο ο Watts, ο Wyman και ο Mick Jagger. Με τη δική tτους προσθήκη στην παρέα, ο «Λύκος» άρχισε σιγά-σιγά να χαλαρώνει, ίσως επειδή γνώριζε τους Stones από «παλιά», από το 1965, όταν τον είχαν καλέσει να εμφανιστεί ως guest μαζί τους σε ένα μουσικό show της αμερικανικής τηλεόρασης. Ο Dayron αναφέρει στις σημειώσεις ότι ο πάγος έλιωσε τελείως όταν ο Clapton ζήτησε από τον Howlin’ Wolf να του δείξει πώς να παίζει «σωστά» το «Little Red Rooster» (aka «The Red Rooster») στην κιθάρα. Ήταν ενδεχομένως μια ένδειξη «respect» που απαιτούσε ο «Λύκος» από τα «παιδιά του», πόσω μάλλον όταν ο σεβασμός αυτός αποδίδεται από τον μεγαλύτερο Βρετανό κιθαρίστα της εποχής. Όπως ακούγεται χαρακτηριστικά στο «φάλτσο» ξεκίνημα και στον διάλογο που εισάγει το «The Red Rooster», ο Wolf, αν και αρχικά ήταν απρόθυμος να παίξει κιθάρα, εισήγαγε το κομμάτι μ’ ένα ανατριχιαστικό bottleneck, ενώ οι υπόλοιποι μουσικοί άρχισαν ο ένας μετά τον άλλο να τον σιγοντάρουν, ακολουθώντας τον «τρόπο του». Ύστερα απ’ αυτό λύθηκαν όλοι…
Από τους υπόλοιπους συμμετέχοντες στις ηχογραφήσεις, ξεχωρίζουν ο «6ος Stone», Ian Srewart, στο πιάνο και ο μπασίστας Klaus Voorman. O Jagger εμφανίζεται σε φωτογραφίες που τραβήχτηκαν στο στούντιο, όμως δεν φέρεται να συμμετέχει σε κάποιο κομμάτι, τουλάχιστον όχι σε αυτά που έχουν εμφανιστεί σε δίσκο. Τα keyboards του Stevie Winwwod προστέθηκαν αργότερα με overdub. Κάποια λίγα επιπρόσθετα μέρη, για να δέσει το γλυκό, ηχογραφήθηκαν λίγο μετά στα στούντιο της Chess στο Σικάγο, από τον πιανίστα Lafayette Leake και τον κιθαρίστα Phil Upchurch – αμφότεροι από την παρέα του Willie Dixon.
Συνολικά ηχογραφήθηκαν 15 κομμάτια (16 αν προσμετρήσει κανείς και τη «φάλτσα» εισαγωγή στο «The Red Rooster» που αφέθηκε επί τούτω), συν κάποια εναλλακτικά takes, ανάμεσα στις 2 και στις 7 Μαΐου του 1970. Από αυτά, 13 εμφανίστηκαν στο The London Howlin’ Wolf Sessions που κυκλοφόρησε από την Chess το καλοκαίρι του 1971. Τρία χρόνια μετά, η ίδια εταιρεία εξέδωσε το άλμπουμ London Revisited, με τρία επιπλέον κομμάτια. Το 2002 κυκλοφόρησε σε cd η «ενισχυμένη» deluxe έκδοση που περιλάμβανε όλα τα tracks από το αυθεντικό άλμπουμ και από το London Revisited, συν ένα επιπλέον cd με ανέκδοτες έως τότε εκτελέσεις στα ίδια κομμάτια.
Η επιλογή των τραγουδιών που τελικά ηχογραφήθηκαν έγινε από τον Norman Dayron. Ο ίδιος δήλωσε αργότερα ότι τα επέλεξε κατά τέτοιο τρόπο ώστε να αντιπροσωπεύουν τόσο τις πιο «κλασικές» όσο και τις πιο «άγνωστες» στιγμές του Howlin’ Wolf αλλά και εν γένει του Chicago blues. Στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν το «Poor Boy» που είχε ηχογραφηθεί για πρώτη φορά το 1957, το «What A Woman», το οποίο είχε αποδώσει ο Wolf με τίτλο «Commit A Crime» το 1966, καθώς και το «αρχαίο» «Rockin’ Daddy» από το πρώτο session που είχε κάνει ο «Λύκος» για λογαριασμό της Chess, όταν ανέβηκε από τον Νότο στο Σικάγο (Μάρτιος του 1954). Και τα τρία, όπως εμφανίζονται στο London Sessions, με τη συνδρομή των Εγγλέζων κερδίζουν σε όγκο και ρυθμό, υπερτονίζοντας συγχρόνως το «γρύλισμα» - σήμα κατατεθέν του «Λύκου».
Όσον αφορά τα «κλασικά», ο Clapton και η rhythm section των Stones δίνουν τα ρέστα τους στο «I Ain’t Supersticious» του Willie Dixon, που εδώ προκύπτει πιο κοφτό και groovy σε σχέση με το πρωτότυπο, ενώ το παίξιμο του ίδιου του «Λύκου» στην αρμόνικα είναι που δίνει αυτό το κάτι παραπάνω στην παρούσα εκδοχή του «Sitting On The Top of the World». Κατ’ αντιστοιχία, το 12μετρο bar blues του «Worried About My Baby» εδώ επιταχύνεται και ρολάρει στο φουλ, κάτι που ισχύει και για το «Killing Floor», ενώ στο «Wang Dang Doodle», επίσης του Dixon, το παίξιμο είναι λίγο πιο αργόσυρτο, όμως η ερμηνεία του Wolf κόβει την ανάσα. Εδώ ο «Λύκος» όχι μόνο «θρηνεί» αλλά «αλυχτά τα μεσάνυχτα»… Αργό και ασήκωτο ακούγεται και το πολυδιασκευασμένο «Going Down Slow», με τον Wolf να βαριανασαίνει από πάνω, ακριβώς όπως ταιριάζει σ’ αυτό το θρυλικό κομμάτι του St. Louis Jimmy Oden… Η εκτέλεση στο «Who’s Been Talking» είναι απλώς συγκλονιστική. Την παράσταση εδώ κλέβει το hammond του Winwood, αλλά κι η κιθάρα του Clapton, που δανείζεται το βασικό riff του «All Your Love» του Otis Rush – κομμάτι, εξάλλου, που είχε παίξει με εξαιρετικό τρόπο ο «Slowhand» την εποχή που συμμετείχε στους Bluesbreakers του John Mayall. Για την ιστορία, το tracklisting συμπληρώνουν άλλα τρία κομμάτια του Willie Dixon («The Red Rooster», «Built For Comfort», «Do the Do»), το «Highway» του Joe Williams και το «I Want to Have A Word With You» του ίδιου του Howlin’ Wolf, όλα τους παιγμένα θαυμάσια. Διόλου άσχημες είναι και οι 12 εναλλακτικές εκδοχές που απαρτίζουν το δεύτερο cd της «ενισχυμένης» έκδοσης, αν και νομίζω ότι θα μπορούσε να κάνει κανείς και δίχως αυτές….
O Dayton αναφέρει στις σημειώσεις του άλμπουμ ότι, «όταν γυρίσαμε πίσω (στις ΗΠΑ), (ο Wolf) έκανε μια περιοδεία στον Νότο, παίζοντας σε “juke joints” και “roadhouses”. Κάποιος μου είπε αργότερα ότι ποτέ δεν φαινόταν καλύτερα στην υγεία του και ήταν πιο ευτυχισμένος από τότε». Παρ’ όλα αυτά, ο «Λύκος» δεν είχε πολλά χρόνια μπροστά του καθώς έμελλε να περάσει στην άλλη πλευρά στις 10 Ιανουαρίου του 1976.
Σχεδόν τρεις δεκαετίες μετά, ενθυμούμενος το πέρασμά τους από το Λονδίνο και τα τζαμαρίσματα με τους Εγγλέζους, ο Norman Dayron καταλήγει στο εξής: «Νομίζω ότι η αρχική εντύπωση του Wolf ήταν ότι αυτοί οι τύποι δεν ήξεραν να παίζουν και ότι δεν θα κατόρθωναν ποτέ να φτιάξουν έναν blues δίσκο. Και νομίζω ότι όταν έφυγε (από το Λονδίνο) ήταν έκπληκτος και χαρούμενος από το γεγονός ότι τελικά ήταν ένα πολύ καλό session. Αυτοί οι τύποι είχαν παίξει τα blues….»
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΣΧΕΤΙΚΑ:
Ο Willie Dixon και τα Blues του Σικάγο...
Charley Patton : Τo blues του Δέλτα...
Ο Muddy Waters και πώς ηχογράφησε τα δυο πρώτα του τραγούδια...
Η μουσική του διαβόλου – Ο μύθος του Ρόμπερτ Τζόνσον
Mississippi John Hurt: Ο γνωστός – άγνωστος των blues...
Blues: Η φωνή του σκλαβωμένου μαύρου λαού, από τις βαμβακοφυτείες μέχρι τον πόλεμο του Βιετνάμ...
Θανάσης Μήνας
Ο Θανάσης Μήνας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1971. Σπούδασε δημοσιογραφία, είναι ραδιοφωνικός παραγωγός (Rock FM, Ρόδον 94,4, Εν Λευκώ, Στο Κόκκινο) και αρθρογραφεί κυρίως για θέματα σχετικά με τη μουσική και το βιβλίο (Αυγή, Εποχή, Fractal Press, Merlin’s Music Box, Avopolis, The Zone)Θανάσης Μήνας
Ο Θανάσης Μήνας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1971. Σπούδασε δημοσιογραφία, είναι ραδιοφωνικός παραγωγός (Rock FM, Ρόδον 94,4, Εν Λευκώ, Στο Κόκκινο) και αρθρογραφεί κυρίως για θέματα σχετικά με τη μουσική και το βιβλίο (Αυγή, Εποχή, Fractal Press, Merlin’s Music Box, Avopolis, The Zone)Θανάσης Μήνας
Ο Θανάσης Μήνας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1971. Σπούδασε δημοσιογραφία, είναι ραδιοφωνικός παραγωγός (Rock FM, Ρόδον 94,4, Εν Λευκώ, Στο Κόκκινο) και αρθρογραφεί κυρίως για θέματα σχετικά με τη μουσική και το βιβλίο (Αυγή, Εποχή, Fractal Press, Merlin’s Music Box, Avopolis, The Zone)