Γράφει ο Γιάννης Καστανάρας
«Λένε ότι οι Cream γέννησαν το heavy metal. Αν αυτό ισχύει, έπρεπε να είχαμε κάνει έκτρωση...» (Ginger Baker)
O Ginger Baker σίγουρα ήταν ασυμβίβαστος ως προς το μουσικό του όραμα. Επιδίωξε να συνδυάσει τη ροκ με την τζαζ και τους αφρικανικούς ρυθμούς και ακολούθησε αυτό το όραμα ανεξάρτητα από εμπορικές σκοπιμότητες ή τις απόψεις των άλλων. Η προσήλωσή του στην καλλιτεχνική ακεραιότητα και την καινοτομία τον βοήθησαν να πρωτοπορήσει σε νέες τεχνικές και στυλ ντραμς, αφήνοντας για πάντα τη σφραγίδα του στον κόσμο της μουσικής.
Ένας από τους πρώτους σταρ ντράμερ της ροκ, ο Baker ήταν γνωστός ως ένας δημιουργικός ντράμερ και ως μια προσωπικότητα που εκτός από το πεδίο της εκτελεστικής τους δεινότητας φημιζόταν για μια γλώσσα που τσάκιζε κόκαλα και που πολύ συχνά έσταζε δηλητήριο τόσο για πολλούς από τους στενούς συνεργάτες του όσο και για άλλους συναδέλφους του μουσικούς. Αντλώντας έμπνευση από τους αυτοσχεδιασμούς στην τζαζ (δεν έπαιζε σχεδόν ποτέ ένα ευθύ backbeat), αρχικά έγινε διεθνώς γνωστός ως μέλος του σούπερ γκρουπ των Cream από τα μέσα ως τα τέλη της δεκαετίας του '60, αλλά σε όλη του τη ζωή συμμετείχε σε μια εντυπωσιακή σειρά από τζαζ, ροκ και αφρικανικά σχήματα.
Ο Peter Edward («Ginger», εξαιτίας των κατακόκκινων μαλλιών του) Baker γεννήθηκε στις 19 Αυγούστου 1939 στο Λιούισχαμ του νοτιοανατολικού Λονδίνου και ήταν γιος του Frederick Louvain Formidable Baker, ενός εργολάβου οικοδομών που σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, όταν ο Ginger ήταν μόλις τεσσάρων ετών. Πριν φύγει για να πολεμήσει τους ναζί και τελικά να χάση ζωή του κατά την Εκστρατεία των Δωδεκανήσων το 1943, ο δεκανέας πατέρας του άφησε πίσω του ένα γράμμα από το οποίο ο Ginger θα παρέθετε συχνά την εξής φράση: «Να χρησιμοποιείς τις γροθιές σου, πολύ συχνά είναι οι καλύτεροι φίλοι σου». Και όπως έμελλε να αποδειχθεί, κατά τη διάρκεια της ζωής του ο σπουδαίος ντράμερ φρόντισε να τηρεί με θρησκευτική ευλάβεια αυτήν την πατρική συμβουλή.
Ο Ginger ήταν ένα υπερκινητικό παιδί. Εκείνη την εποχή πίστευαν ότι η περίπτωσή του αντιμετωπιζόταν με τη χορήγηση χαπιών, αλλά εκείνος προτίμησε να την ανακουφίσει παίζοντας ντραμς. Ανέπτυξε μια ερωτική σχέση με τα τύμπανα από τα δεκαπέντε και σπούδασε κοντά στον Άγγλο ντράμερ της τζαζ Phil Seaman, ο οποίος θα συμμετείχε στους Ginger Baker’s Air Force, μια από τις μελλοντικές μπάντες του Baker, και θα πέθαινε από υπερβολική δόση ηρωίνης το 1972.
Στις αρχές τις δεκαετίας του ’60, ο Baker άρχισε να παίζει αρχικά με τους Blues Incorporation όταν ο Charlie Watts τον σύστησε στον επικεφαλής της μπάντας και πρωτοπόρο των βρετανικών μπλουζ Alexis Korner, και στη συνέχεια με τους Graham Bond Organisation, την τζαζ/μπλουζ μπάντα του οργανίστα Graham Bond που άσκησε σημαντική επιρροή στους πρώιμου κύκλους των Βρετανών μουσικών της ροκ. Στους τελευταίους ο Baker γνώρισε τον Jack Bruce που εκτός από μπάσο έπαιζε φυσαρμόνικα και τραγουδούσε. Μέχρι τον Νοέμβριο του 1966, οι Baker και Bruce είχαν σχηματίσει τους προαναφερθέντες Cream μαζί με τον κιθαρίστα και τραγουδιστή Eric Clapton, πρώην μέλος των Yardbirds και των Bluesbreakers του John Mayall. Οι Cream χώρισαν το 1968 εν μέσω προστριβών (κυρίως ανάμεσα στον Bruce και τον Baker – ο δεύτερος αργότερα θα ισχυριζόταν ότι ο πρώτος ήταν υπεύθυνος για τη μερική απώλεια της ακοής του επειδή άνοιγε τον ενισχυτή του μπάσου του στο τέρμα), έχοντας περιοδεύσει εκτενώς και ηχογραφώντας τέσσερα άλμπουμ, το τελευταίο από τα οποία κυκλοφόρησε μετά τη διάλυση του εκρηκτικού βρετανικού τρίο. Επειδή όμως το θέμα του παρόντος είναι αποκλειστικά ο ντράμερ του συγκροτήματος, περισσότερα για τους Cream μπορείτε να διαβάσετε ΕΔΩ.
Το επόμενο εγχείρημα του Baker ήταν άλλο ένα επίσης βραχύβιο σούπερ γκρουπ. Εκτός από τον ίδιο, στους Blind Faith συμμετείχαν ο συνεργάτης τους στους Cream, Eric Clapton, ο Steve Winwood των Traffic και ο μπασίστας των Family, Rich Grech. Οι Blind Faith έδωσαν την πρώτη τους συναυλία στις 7 Ιουνίου 1969 στο Χάιντ Παρκ του Λονδίνου ενώπιον 100.000 θεατών και τον επόμενο μήνα κυκλοφόρησαν το ένα και μοναδικό ομώνυμο άλμπουμ τους, το οποίο θεωρείται πλέον κλασικό αλλά προκάλεσε πλήθος αντιδράσεων εξαιτίας της φωτογραφίας του εξωφύλλου που απεικόνιζε ένα 11χρονο κορίτσι γυμνό από τη μέση και πάνω. (Στις ΗΠΑ κυκλοφόρησε με διαφορετικό εξώφυλλο). Οι Blind Faith διαλύθηκαν μετά από μια αμερικανική περιοδεία τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς.
Αφού σχημάτισε το επίσης βραχύβιο ενδεκαμελές σχήμα Ginger Baker’s Air Force για δυο άλμπουμ και τους Ginger Baker Drum Choir για ένα και μοναδικό σινγκλ, το 1971 ο Baker ταξίδεψε στη Νιγηρία και δημιούργησε ένα στούντιο ηχογράφησης στο Λάγος. Έγινε φίλος (όσο φίλος μπορούσε να γίνει με κάποιον ο Baker εξαιτίας των ιδιοτροπιών του) με τον μάγο της afrobeat Fela Anikulapo Kuti συμμετέχοντας στο ζωντανά ηχογραφημένο στο στούντιο άλμπουμ του που είχε τίτλο Live! (1971) και ο Αφρικανός ανταπέδωσε παίζοντας πλήκτρα και τραγουδώντας στο πρώτο, ουσιαστικά, σόλο άλμπουμ του Baker, Stratavarious (1972), μια από τις πρώτες ηχογραφήσεις όπου η ροκ συναντούσε την afrobeat – o Baker θεωρείται από τους πρωτοπόρους του fusion. Η επόμενη προσπάθειά του ήταν άλλο ένα ροκ συγκρότημα, τους Baker-Gurvitz Army, μαζί με τους αδελφούς Paul και Adrian Gurvitz που αν και δεν γνώρισε μεγάλη επιτυχία κατάφερε να κυκλοφορήσει τρία στούντιο άλμπουμ μεταξύ 1974-76.
Ο Baker αγαπούσε την ηρωίνη – μέχρι που, φυσικά, σταμάτησε να την αγαπάει. Είχε πάρει μια πρώτη γεύση παίζοντας στα τζαζ κλαμπ του Λονδίνου κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '50 και στις αρχές της δεκαετίας του '60. Προσπάθησε να απαλλαγεί από το ναρκωτικό 29 φορές πριν εγκαταλείψει τη Βρετανία για φορολογικούς λόγους το 1981 και εγκατασταθεί σε ένα μικρό ελαιώνα στην Ιταλία, πριν τελικά κόψει οριστικά την καταστροφική του συνήθεια έπειτα από ένα ταξίδι στην έρημο Σαχάρα. Ο θάνατός του ανακοινώθηκε κάμποσες φορές από διάφορα μέσα ενημέρωσης και μια φορά μάλιστα, σύμφωνα με τον ίδιο, ενώ οδηγούσε παρέα με τρεις αιθέριες υπάρξεις πληροφορήθηκε από το ραδιόφωνο ότι είχε βρεθεί νεκρός στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου από υπερβολική δόση ηρωίνης!
Ο χρόνιος εθισμός του Baker στην ηρωίνη τον έκανε λιγότερο παραγωγικό στις δεκαετίες του ’80 και του ’90 και τον αποξένωσε από συναδέλφους και συνεργάτες. Κυρίως ζούσε στα απόνερα της κρίσης ταυτότητας του μέλους ενός σούπερ γκρουπ. Ωστόσο εμφανίστηκε σε μερικά εκπληκτικά περιβάλλοντα, συμπεριλαμβανομένης της βραχύβιας συμμετοχής του στο ψυχεδελικό συγκρότημα των Hawkwind. Το 1992, ο Baker συμμετείχε στους Masters of Reality, το χαρντ ροκ συγκρότημα του Chris Goss, και μαζί τους ηχογράφησε το άλμπουμ Sunrise on the Sufferbus. Για ένα χρόνο (1993-94) συμμετείχε σε ένα ακόμη σούπερ γκρουπ, τους BBM, μαζί με τον Jack Bruce και τον κιθαρίστα Gary Moore, για ένα και μοναδικό άλμπουμ, το Around The Next Dream. Το 1994 σχημάτισε τους Ginger Baker Trio με τον μπασίστα Charlie Haden και τον κιθαρίστα Bill Frisell.
Συνεργάστηκε παραγωγικά στο στούντιο με τον ιδιόρρυθμο Νεοϋορκέζο παραγωγό και μουσικό Bill Laswell, ο οποίος χρησιμοποίησε τον Baker σε πολλές ηχογραφήσεις (συμπεριλαμβανομένου του Album των Public Image Ltd), ενώ ανέλαβε την παραγωγή σε δύο σόλο άλμπουμ του Βρετανού ντράμερ.
Τα τρία μέλη των Cream συναντήθηκαν ξανά το 1993, όταν το συγκρότημα μπήκε στο Rock and Roll Hall οf Fame. Τελικά, μετά από πολλές εσφαλμένες εκκινήσεις, οι Cream επανασυνδέθηκαν τον Μάιο του 2005 για μια σειρά συναυλιών στο Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη. Παρά την επιτυχία που γνώρισαν και την ηχογράφηση τεσσάρων συναυλιών του τρίο στο Royal Albert Hall του Λονδίνου για την κυκλοφορία ενός άλμπουμ το φθινόπωρο του 2005, οι παλιές εντάσεις ανάμεσα στον Baker και τον Bruce αναζωπυρώθηκαν και το συγκρότημα δεν συνέχισε.
Αν και έπασχε από χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια, o Baker δημιούργησε το συγκρότημα Jazz Confusion και περιόδευσε με επιτυχία μαζί του το 2013-14, ανακοινώνοντας συχνά επί σκηνής ότι σκόπευε να πεθάνει κατά τη διάρκεια της συναυλίας. Την επόμενη χρονιά η υγεία του ανέκαμψε και ο Baker ανακοίνωσε την αναβίωση των Air Force. Ωστόσο, η κατάστασή του επιδεινώθηκε ξανά και το νέο συγκρότημα πρόλαβε να δώσει μόνο μία συναυλία στο Λονδίνο τον Ιανουάριο του 2016. Αυτή έμελλε να είναι η τελευταία για τον Baker που εγκατέλειψε οριστικά τον δρόμο και, τελικά, τα εγκόσμια, αφήνοντας την τελευταία του πνοή στις 6 Οκτωβρίου 2019 σε ηλικία 80 ετών. Είχε προλάβει να γράψει και να εκδώσει την αυτοβιογραφία του που δημοσιεύτηκε το 2010 με τίτλο Hellraiser: The Autobiography of the World's Greatest Drummer.
Ο Ginger Baker, o άνθρωπος που είχε χαρακτηρίσει τον Mick Jagger «ηλίθιο της μουσικής, αλλά ιδιοφυία στα οικονομικά», δηλώνοντας συχνά πυκνά την απέχθειά του για τους Rolling Stones, ήταν ένας άνθρωπος που χρόνο με το χρόνο γινόταν όλο και πιο «παράξενος». Έχοντας βρεθεί κοντά στο θάνατο περισσότερες φορές από όσες μπορούσε να μετρήσει, κάποτε ισχυρίστηκε ότι ο Θεός τον κρατούσε ζωντανό επειδή ήθελε να τον τιμωρεί εσαεί για τον ανήθικο χαρακτήρα του. Ένας άνθρωπος που κλότσησε ένα σωρό προσοδοφόρες ευκαιρίες και προτάσεις, καίγοντας περισσότερες γέφυρες από κάθε άλλον συνάδελφό του. Έκανε τέσσερις γάμους, απέκτησε τρία παιδιά (ο ένας γιος του, ο Kofi, είναι κι αυτός ντράμερ, έχοντας συνεργαστεί με τον Glenn Hughes και τον Uli Jon Roth) και θαύμαζε τον Jimi Hendrix περισσότερο για την ικανότητά του να «τραβάει γκόμενες» παρά για τα ταχυδακτυλουργικά κόλπα που μπορούσε να κάνει με έξι χορδές. Ο Baker ισχυριζόταν ότι κάποτε πέρασε μια νύχτα με τη Αυστραλέζα φεμινίστρια, συγγραφέα και διανοούμενη Germaine Greer. Λάτρευε τα ποδήλατα – το παιδικό του όνειρο ήταν να γίνει επαγγελματίας ποδηλάτης. Επέμενε ότι η ποδηλασία μεγάλων αποστάσεων τον είχε προετοιμάσει για την καριέρα του πίσω από τα τύμπανα. Και αγαπούσε τα άλογα – στην Αφρική ασχολήθηκε με το πόλο και μάλιστα άνοιξε μια σχολή που όμως χρεοκόπησε και ο Baker έχασε όλα τα χρήματά του.
Ηχογράφησε για πρώτη φορά δίσκο το 1957 με τον Acker Bilk και ισχυριζόταν ότι είχε κερδίσει τα πρώτα του αληθινά χρήματα δίνοντάς ένα δικό του τραγούδι στους Who για 1500 λίρες, τις οποίες χρησιμοποίησε για να αγοράσει το πρώτο του αυτοκίνητο. Ποτέ του δεν αισθάνθηκε άνετα με τον χαρακτηρισμό του ροκ ντράμερ, παρόλο που η φήμη του χτίστηκε πάνω σε αυτό το είδος. Προτιμούσε να αυτοχαρακτηρίζεται «τζαζίστας» και όπως είχε πει, «Άρχισα σαν τζαζίστας και δεν νομίζω να έπαιξα κάτι άλλο στη ζωή μου».
Ο Baker αναγνωρίζεται ευρέως ως μια σημαντική επιρροή στα ροκ τύμπανα αν και ο ίδιος είχε αποκηρύξει ορισμένα από τα στυλ που τον διεκδικούν. Το στήσιμό του ήταν μοναδικό, με τα τομ τοποθετημένα επίπεδα αντί να σχηματίζουν γωνία, και με μια χαρακτηριστική συγκοπή. Αν και η καριέρα του ξεκίνησε στον χώρο της παραδοσιακής τζαζ, οι επιρροές από το μπίμποπ, κυρίως από τον Roy Haynes, ήταν εμφανείς, ενώ μοναδικός ήταν ο τρόπος που συνδύαζε το χάι-χατ με την μπότα του ντραμς για να δημιουργεί χαμηλά μελωδικά σχήματα.
Στη διάρκεια της καριέρας του, εκτός από τις πολλές συνεργασίες του, ο Baker ηχογράφησε περίπου είκοσι σόλο ενδιαφέροντα αλλά άνισα άλμπουμ, δημιουργώντας ένα νέο επίπεδο καλλιτεχνικής αξίας για το όργανό του – ένας αξεπέραστος και ευφάνταστος σολίστας, ένας ροκ αστέρας από μόνος του. Για τον Eric Clapton, τον παλιό του συνεργάτη, ο Baker ήταν ένας πλήρως καταρτισμένος μουσικός που η μουσική του δεινότητα κάλυπτε όλο το φάσμα». Μαζί με τον Keith Moon θεωρείται ένας από τους πρώτους ντράμερ που έπαιξαν με δυο μπότες στο σετ των τυμπάνων τους.
Μπορεί να ακούγεται ειρωνικό, αλλά το ντοκιμαντέρ του Jay Bulger, Beware of Mr. Baker (2012), έριξε φως στον προβληματικό χαρακτήρα του ντράμερ (στην αρχή της ταινίας, μάλιστα, ένας Baker σε έξαλλη κατάσταση φαίνεται να επιτίθεται στον σκηνοθέτη με το σιδερένιο μπαστούνι του). Ήταν μια ειλικρινής προσπάθεια να αποτυπωθεί ένας πολύπλοκος και αλλοπρόσαλλος καλλιτέχνης, και χάρισε στον Baker τη μεγαλύτερη αναγνωρισιμότητα που είχε εδώ και χρόνια…
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΣΧΕΤΙΚΑ:
John Bonham: Ο τυμπανιστής που ενέπνευσε, εμπνέει και θα εμπνέει γενιές από ντράμερ...
Charlie Watts: Καιρός να απονείμουμε στον ντράμερ τα εύσημα που του αξίζουν...
Ποιο punk, ρε γατάκια... KEITH MOON ή αλλιώς “Moon the Loon”...
Ο Keith Richards στην Τζαμάικα...
Όταν ο Keith Moon σκότωσε τον οδηγό του...
Γιάννης Καστάναρας
Ο Γιάννης Καστάναρας είναι καθ' έξιν και κατ΄ επάγγελμα slacker, συνεκδότης και executive producer (ο,τι κι αν σημαίνει αυτό το πράγμα) του φανζίν Merlin's Music Box.
Γιάννης Καστάναρας
Ο Γιάννης Καστάναρας είναι καθ' έξην και καθ΄ επάγγελμα slacker, συνεκδότης και executive producer (ο,τι κι αν σημαίνει αυτό το πράγμα) του φανζίν Merlin's Music Box.
Γιάννης Καστάναρας
Ο Γιάννης Καστάναρας είναι καθ' έξην και καθ΄ επάγγελμα slacker, συνεκδότης και executive producer (ο,τι κι αν σημαίνει αυτό το πράγμα) του φανζίν Merlin's Music Box.