Το ντοκιμαντέρ του BBC, Punk Rock Britannia, ξεκινά με ένα δοκίμιο του Mick Farren που είχε δημοσιεύσει η εφημερίδα New Musical Express τον Ιούνιο του 1976, κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου, με τίτλο «The Titanic Sails at Dawn», ένα στίχο δανεισμένο από το τραγούδι του Bob Dylan «Desolation Row» Dylan. Ο Farren δεν ήταν αυτός που επινόησε το κίνημα του πανκ ροκ, αλλά στο συγκεκριμένο κείμενο εξέθετε την αυξανόμενη δυσαρέσκεια του αναγνωστικού κοινού της εφημερίδας απέναντι στους καλλιτέχνες της ροκ σκηνής, οι οποίοι «άραζαν» τρώγοντας τα χρήματα που είχαν αποκτήσει τα ανθηρά χρόνια της δεκαετίας του '60.
«Ο κόσμος δεν ανεχόταν πλέον να πληρώνει 3 λίρες για να πηγαίνει σε μια συναυλία και να παρακολουθεί ένα συγκρότημα στριμωγμένος, σκυφτός ή χωμένος πίσω από κάποια κολώνα, ενώ οι Who θα χαριεντίζονται με την Liz Taylor, ο Rod Steward με τη βασίλισσα και ο Mick Jagger με την πριγκίπισσα Μαργαρίτα».
Ο Farren δεν ήταν άγνωστος στη βρετανική κοινωνία. Ήταν συγγραφέας, μουσικός συντάκτης, προβοκάτορας, τραγουδιστής και μουσικός, ο ηγέτης του συγκροτήματος των Deviants και μέχρι την εποχή αυτού του διάσημου κειμένου στην ΝΜΕ είχε περάσει μια δεκαετία ως εξέχον μέλος της αντικουλτούρας του Λονδίνου.
Με μια τεράστια αφάνα, ζώνη με καρφιά και το δερμάτινο μπουφάν του, ο Farren ήταν ο επικεφαλής του βρετανικού παραρτήματος του Κόμματος των Λευκών Πανθήρων (White Panthers Party), μιας αντιρατσιστικής πολιτικής κολεκτίβας που είχε ιδρυθεί τον Νοέμβριο του 1968 στο Ντιτρόιτ από τον μάνατζερ των MC5, John Sinclair, σε ένδειξη συμπαράστασης στον αγώνα των Μαύρων Πανθήρων.
To μόνο που είχαν καταφέρει να κάνουν οι Βρετανοί White Panthers, ήταν να συμμαχήσουν με τους Hell’s Angels, τη σοσιαλιστική νεολαία των Νέων Φιλελευθέρων, και με φοιτητές από τη Γαλλία, τη Γερμανία και την Ολλανδία για να γκρεμίσουν έναν σιδερένιο φράχτη ύψους τριών μέτρων γύρω από το χώρο διεξαγωγής του Isle of Wight Festival τον Αύγουστο του 1970.
Ο Mick Farren γεννήθηκε το 1943 στο Cheltenham και έγινε μέλος της σκηνής του Λονδίνου στις αρχές της δεκαετίας του '60. Όταν ο Bob Dylan έπαιξε στο Albert Hall το 1966 ο Farren ήταν εκεί αλλά είχε αποχωρήσει από τη συναυλία τονίζοντας την ανάγκη της εμφάνισης «μιας νέας φυλής φρικιών». Ήταν η συναυλία όπου ο Dylan αποκάλυψε τον νέο ηλεκτρικό ήχο του εξοργίζοντας τους Βρετανούς θαυμαστές του, όπως είχε εξοργίσει λίγο νωρίτερα τους Αμερικανούς στο φεστιβάλ του Newport.
Την επόμενη χρονιά ο Farren άρχισε να γράφει για την International Times (ΙΤ), μια undergound εφημερίδα που είχε κυκλοφορήσει το πρώτο της φύλλο το 1966 για να κλείσει τελικά τον Οκτώβριο του 1973. Ο Farren έφερε κάτι διαφορετικό σε αυτή την παρέα των πρώην μπίτνικ, πρωτο-χίπηδων, πρωτοπόρων της λογοτεχνίας, αναρχικών και επαναστατών που αποτελούσαν το προσωπικό της International Times. «Για αυτόν, το underground ήταν η λογική προέκταση της αρχικής εξέγερσης του rock 'n' roll», έγραψε ο Barry Miles, ένας από τους ιδρυτές του IT. «Νοιαζόταν με πάθος για τον Elvis Presley, τον Gene Vincent και όλους τους πρώιμους ρόκερ, και πίστευε, πολύ σωστά, ότι έπρεπε να ανήκουν στο πάνθεον μαζί με τους Μπάκμινστερ Φούλερ, Ουίλιαμ Μπάροουζ και Τζακ Κέρουακ. Θεωρούσε τους Hell’s Angels τους μοντ και τους ρόκερ σαν κομμάτι της κινητήριας δύναμης για την αλλαγή της κοινωνίας, μαζί με τη γενιά των μπιτ ή τον Τσε Γκεβάρα».
Εκείνη την εποχή, ο Farren ήταν ο τραγουδιστής του ψυχεδελικού/πρωτο-πανκ συγκροτήματος των Deviants που αρχικά ονομαζόταν Social Deviants και είχαν ως βάση τους το Landbroke Grove του Λονδίνου. Ως Social Deviants εμφανίστηκαν για πρώτη φορά στο περίφημο λονδρέζικο κλαμπ UFO, ενώ στις 29 Απριλίου του 1967 άνοιξαν το 14 Hour Technicolor Dream, ένα φεστιβάλ που πραγματοποιήθηκε στο Alexandra Palace με τη συμμετοχή ονομάτων όπως οι Pink Floyd, ο Alexis Korner, οι Pretty Things, ο Graham Bond, οι Savoy Brown, οι Crazy World of Arthur Brown, οι Soft Machine, οι Creation, η Yoko Ono, οι Move, ο Pete Townsend, οι Sam Gopal Dream και πολλοί άλλοι. Το 14 Hour Technicolor Dream ήταν ίσως ό,τι πιο κοντινό έκανε ποτέ η underground σκηνή του Λονδίνου στην προσπάθειά του να μιμηθεί τα περίφημα Acid Tests του Ken Kesey και των Merry Pranksters στην Καλιφόρνια στα μέσα της δεκαετίας του '60.
Ακολούθησαν μερικές αλλαγές στην σύνθεση του συγκροτήματος που συντόμευσε το όνομά του σε Deviants.
«Ανέκαθεν ήμουν πεπεισμένος ότι τρεις εβδομάδες μετά την επανάσταση θα με έστηναν στον τοίχο και θα με εκτελούσαν...» (Mick Farren)
Ο Farren έπιασε φιλίες με τον Nigel Samuel, τον 21χρονο γιο ενός εκατομμυριούχου και με την οικονομική του υποστήριξη οι Deviants πλήρωσαν 700 λίρες για να ηχογραφήσουν το Ptooff!, το πρώτο τους άλμπουμ, και την άνοιξη του 1967 άρχισαν να πουλούν αντίτυπα μέσω του mail order των International Times, της εφημερίδας OZ, και άλλων underground περιοδικών. Μέχρι να τους πάρει χαμπάρι η Decca Records και να το κυκλοφορήσει αυτή, το συγκρότημα είχε ήδη πουλήσει μόνο του 8.000 κόπιες.
Όπως κάνουν όλοι οι καλοί πανκηδες, οι Deviants ξεφόρτωσαν ό,τι είχαν και δεν είχαν στο ντεμπούτο τους και δεν τους απέμεινε τίποτα. Ένα δεύτερο άλμπουμ που κυκλοφόρησαν το 1968 με τίτλο Disposable είχε λίγες υπέροχες στιγμές και ένα ομώνυμο τρίτο (γνωστό και ως The Deviants 3) ακόμη λιγότερες.
Στη διάρκεια μιας αμερικανικής περιοδείας οι σχέσεις του Farren με τα άλλα τρία μέλη της μπάντας ήταν τεταμένες και έτσι ο Farren επέστρεψε στην Αγγλία όπου ηχογράφησε το άλμπουμ Mona – The Carnivorous Circus μαζί με τον Twink, τον ντράμερ των Pretty Things. Οι υπόλοιποι Deviants, δηλαδή ο Paul Rudolph (θα περάσει και από τους Hawkwind), ο Duncan «Sandy» Sanderson καιο Russell Hunter ολοκλήρωσαν σαν τρίο την περιοδεία στις ΗΠΑ και όταν επέστρεψαν στο Λονδίνο μετονομάστηκαν σε Pink Fairies με τέταρτο μέλος τον Twink.
Τον Μάρτιο του 1968 ο Farren ήταν παρών στη μεγάλη διαδήλωση που πραγματοποιήθηκε στην Grosvenor Square εναντίον του πολέμου στο Βιετνάμ. Δύο χρόνια αργότερα (24-26 Ιουλίου 1970) οργάνωσε το Phun City, ένα πρωτοποριακό free festival στο οποίο συμμετείχαν οι MC5 εκπροσωπώντας τους Λευκούς Πάνθηρες του Ντιτρόιτ. Συμμετείχαν, μεταξύ άλλων, οι Pink Fairies, οι Edgar Broughton, o Kevin Ayers, οι Pretty Things και ο Ουίλιαμ Μπάροουζ. Ανάμεσα στο κοινό που παρακολούθησε τις συναυλίες ήταν ο Mick Jones (αργότερα στους Clash) και ο Billy Idol ο οποίος, όπως θα σχολίαζε όταν θα ήταν πλέον διάσημος για τους MC5: «Δεν το συνειδητοποίησα τότε, αλλά είχα δει το μέλλον της ροκ».
Η αρχική ιδέα για το φεστιβάλ ήταν η άφιξη των Merry Pranksters και των Grateful Dead ως headliners, κάτι που δυστυχώς δεν καρποφόρησε και έτσι απέμειναν οι MC5 ως πρώτο όνομα. Την ασφάλεια του φεστιβάλ είχαν αναλάβει οι Hell’s Angels, οι οποίοι είχαν δεχτεί τον Farren ως μέλος τους και του είχαν δώσει το ραφτό που χρησιμοποίησε στο εξώφυλλο του άλμπουμ του, Mona – The Carnivorous Circus.
Τον επόμενο μήνα ο Farren ήταν ανάμεσα στις 600.000 άτομα που προσήλθαν στο Isle of Wight προκαλώντας εκνευρισμό στους διοργανωτές του φεστιβάλ με την διανομή ενός εμπρηστικού ενημερωτικού δελτίου των Λευκών Πανθήρων και βοηθώντας τους Hawkwind και τους Pink Fairies να παίξουν σε μια φουσκωτή σκηνή.
Τελικά, ο Farren έγινε συντάκτης της IT σε μια περίοδο που η κυκλοφορία της εφημερίδας ακολουθούσε φθίνουσα πορεία. Όταν η εφημερίδα έκλεισε το 1973 πέρασε ένα χρονικό διάστημα γράφοντας λεζάντες για soft porno περιοδικά, προτού πιάσει δουλειά στην NME, μαζί με αρκετούς συναδέλφους του από τον underground Τύπο, όπως ο Charles Shaar Murray (ήδη διαβόητος συνεργάτης του Schoolkids ΟΖ – ενός ειδικού τεύχους του περιοδικού ΟΖ, το οποίο απευθυνόταν σε παιδιά των τελευταίων τάξεων του δημοτικού με αποτέλεσμα την παραπομπή των τριών εκδοτών σε δίκη) και ο Nick Kent. Αυτοί οι συντάκτες θα ήταν η αιχμή του δόρατος της ΝΜΕ απέναντι στον κύριο αντίπαλό της, τη Melody Maker.
Ανάμεσα στα πιο αξιομνημόνευτα άρθρα του Farren ήταν μια συνέντευξη με έναν απίστευτα μη συνεργάσιμο Chuck Berry, έναν από τους πρώτους ήρωές του, στη διάρκεια της οποίας ο Farren έχασε σταδιακά και οδυνηρά όποιες ψευδαισθήσεις είχε για το είδωλό του.
Σύντομα η κυκλοφορία της ΝΜΕ εκτινάχθηκε ξεπερνώντας τα 200.000 αντίτυπα και, αφήνοντας πίσω τη Melody Maker. Η σχέση ανάμεσα στα επιτελεία των δύο εβδομαδιαίων εφημερίδων ήταν συχνά κάτι ανάμεσα σε περιφρόνηση και καχυποψία, αλλά ο Farren ήταν ένας χαρισματικός άνθρωπος που ήταν αδύνατον να προκαλέσει αντιπάθειες λόγω του εγκάρδιου χαρακτήρα του.
Το 1980 ο Farren μετακόμισε στις ΗΠΑ, πρώτα στη Νέα Υόρκη κι έπειτα στο Λος Άντζελες. Έγραψε 23 βιβλία μυθοπλασίας και άλλα 11 που περιλάμβαναν βιογραφίες (τέσσερα για τον Elvis Presley), αυτοβιογραφικά και ποίησης. Το ύφος του συνδύαζε στοιχεία των Michael Moorcock, JG Ballard και Jim Thompson, με τίτλους όπως The Renquist Quartet και Jim Morrison's Adventures in the Afterlife. Το 2001 δημοσίευσε το Give the Anarchist a Cigarette, ένα διασκεδαστικό βιβλίο με απομνημονεύματα από τις παλιές καλές εποχές στο Λονδίνο.
Ως μουσικός, ο Farren ηχογράφησε δύο σόλο άλμπουμ μετά την αποχώρησή του από τους Deviants: το πρώτο ήταν το προαναφερθέν Mona – The Carnivorous Circus και το δεύτερο το Vampires Stole My Lunch Money, το οποίο ηχογράφησε το 1978 με τον Wayne Kramer των MC5, την Chrissie Hynde (τότε έγραφε κι αυτή στη ΝΜΕ) και τον Wilko Johnson των Dr. Feelgood. Τα επόμενα 20 χρόνια οι Deviants επανασυνδέθηκαν και ηχογράφησαν σε διάφορες περιστάσεις αποσπώντας θετικές κριτικές.
Με τον Wayne Kramer συνεργάστηκε ξανά στα άλμπουμ των Deviants, Eating Jello With a Heated Fork (1996) και Dr. Crow (2002), ενώ ως Mick Farren/Wayne Kramer κυκλοφόρησαν το 12'' Who Shot You Dutch? (1987). Ο Farren συμμετείχε επίσης στο άλμπουμ Death Tongue του Wayne Kramer.
Συνεργάστηκε με τον Lemmy στη σύνθεση του «Lost Johnny» στο άλμπουμ Hall of the Mountain Grill των Hawkwind, αλλά και στα «Keep Us on the Road» και «Damage Case» των Motörhead.
Το 2000 επέστρεψε στην Βρετανία για λόγους υγείας. Παντρεύτηκε τρεις φορές. Από το 2003 ως το 2008 έγραφε άρθρα για τη Los Angeles CityBeat.
Ο Michael Anthony Farren πέθανε στο σαββατόβραδο της 27 Ιουλίου 2013. Είχε καταρρεύσει πάνω στη σκηνή ενώ έπαιζε με τους Deviants στο Borderline Club του Λονδίνου, στη διάρκεια του μονοήμερου φεστιβάλ Atomic Sunshine…
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΣΧΕΤΙΚΑ:
Hawkwind: Διαστημικοί μαχητές του ήχου...
Μichael Moorcock: Ο αιώνιος πρόμαχος...
Hawkwind “Urban Guerrilla” Η μικρή-μεγάλη ιστορία ενός απαγορευμένου τραγουδιού
Μιχάλης Πούγουνας
Ο Μιχάλης Πούγουνας γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα. Σπούδασε σκηνοθεσία κιν/φου, έχει κάνει δυο ντοκιμαντερ με τιτλο Όταν η Καλλιθέα Πήγαινε Cinema (υπάρχουν στο YouTube) και βραβεύτηκε για την ταινία μικρού μήκους “Vlad ο Δαιμων” στο Διεθνες Φεστιβαλ Ταινιών της Πάτρας. Ήταν ιδρυτικό μέλος και τραγουδιστής των Flowers of Romance απο το 1981 ως το 1998 και των Nexus απο το 1999 ως το 2005. Το 2000 δημιούργησε την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρία Cyberdelia ενω απο το 2011 μεχρι σήμερα παρουσιάζει την δύωρη ραδιοφωνική εκπομπή The Blackout Radio Show with Mike Pougounas που μεταδίδεται απο ενα Αμερικάνικο ραδιοφωνικό σταθμό στα FM, τρεις Αγγλικούς ιντερνετικούς, έναν Ελληνικό κι έναν Κυπριακό. Έχει κυκλοφορήσει το βιβλίο “Rock’n’Roll rules ok?” με κείμενα σχετικά με την αλληλεπίδραση του ροκ και της κοινωνίας, καθως και τα μυθιστορήματα «To Κλειδί της Εύας» και «Μαύρο Χιόνι». Απο το 2006 είναι ο τραγουδιστής των New Zero God. Έχει κυκλοφορήσει συνολικά 13 στούντιο άλμπουμ.Μιχάλης Πούγουνας
Ο Μιχάλης Πούγουνας γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα. Σπούδασε σκηνοθεσία κιν/φου, έχει κάνει δυο ντοκιμαντερ με τιτλο Όταν η Καλλιθέα Πήγαινε Cinema (υπάρχουν στο YouTube) και βραβεύτηκε για την ταινία μικρού μήκους “Vlad ο Δαιμων” στο Διεθνες Φεστιβαλ Ταινιών της Πάτρας. Ήταν ιδρυτικό μέλος και τραγουδιστής των Flowers of Romance απο το 1981 ως το 1998 και των Nexus απο το 1999 ως το 2005. Το 2000 δημιούργησε την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρία Cyberdelia ενω απο το 2011 μεχρι σήμερα παρουσιάζει την δύωρη ραδιοφωνική εκπομπή The Blackout Radio Show with Mike Pougounas που μεταδίδεται απο ενα Αμερικάνικο ραδιοφωνικό σταθμό στα FM, τρεις Αγγλικούς ιντερνετικούς, έναν Ελληνικό κι έναν Κυπριακό. Έχει κυκλοφορήσει το βιβλίο “Rock’n’Roll rules ok?” με κείμενα σχετικά με την αλληλεπίδραση του ροκ και της κοινωνίας, καθως και τα μυθιστορήματα «To Κλειδί της Εύας» και «Μαύρο Χιόνι». Απο το 2006 είναι ο τραγουδιστής των New Zero God. Έχει κυκλοφορήσει συνολικά 13 στούντιο άλμπουμ.Μιχάλης Πούγουνας
Ο Μιχάλης Πούγουνας γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα. Σπούδασε σκηνοθεσία κιν/φου, έχει κάνει δυο ντοκιμαντερ με τιτλο Όταν η Καλλιθέα Πήγαινε Cinema (υπάρχουν στο YouTube) και βραβεύτηκε για την ταινία μικρού μήκους “Vlad ο Δαιμων” στο Διεθνες Φεστιβαλ Ταινιών της Πάτρας. Ήταν ιδρυτικό μέλος και τραγουδιστής των Flowers of Romance απο το 1981 ως το 1998 και των Nexus απο το 1999 ως το 2005. Το 2000 δημιούργησε την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρία Cyberdelia ενω απο το 2011 μεχρι σήμερα παρουσιάζει την δύωρη ραδιοφωνική εκπομπή The Blackout Radio Show with Mike Pougounas που μεταδίδεται απο ενα Αμερικάνικο ραδιοφωνικό σταθμό στα FM, τρεις Αγγλικούς ιντερνετικούς, έναν Ελληνικό κι έναν Κυπριακό. Έχει κυκλοφορήσει το βιβλίο “Rock’n’Roll rules ok?” με κείμενα σχετικά με την αλληλεπίδραση του ροκ και της κοινωνίας, καθως και τα μυθιστορήματα «To Κλειδί της Εύας» και «Μαύρο Χιόνι». Απο το 2006 είναι ο τραγουδιστής των New Zero God. Έχει κυκλοφορήσει συνολικά 13 στούντιο άλμπουμ.