Merry fucking Xmas everybody!!!
- Details
- Published: Sunday, 25 December 2016 08:36
- Written by Merlin's Music Box
Γράφει ο Γιάννης Καστανάρας
«Νομίζω ότι αν γινόταν ποτέ κάποια Αποκάλυψη που θα ισοπέδωνε το Πόρτλαντ και στο μέλλον έρχονταν εξωγήινοι αρχαιολόγοι για να μελετήσουν τα ερείπια, θα έβρισκαν το σύμβολο των Dead Moon παντού, σε ολόκληρη την πόλη. Θα αναρωτιόντουσαν μήπως αυτό ήταν το λατρευτικό σύμβολο των πολιτιστικών ταγών αυτής της πόλης». (Eric Isaacson, ιδιοκτήτης της Mississippi Records)
Ο Fred και η Toody Cole (γεννημένοι αμφότεροι το 1948 - δυστυχώς ο Fred μας άφησε τον Νοέμβριο του 2017) υπήρξαν παντρεμένοι για σχεδόν μισό αιώνα και σίγουρα θεωρούνται από τα μακροβιότερα ζευγάρια (αν όχι το μακροβιότερο) ζευγάρια σε συναισθηματικό και καλλιτεχνικό επίπεδο. Περισσότερο γνωστοί σαν τα δυο τρίτα των Dead Moon, έχουν βάλει ένα σημαντικό λιθαράκι στο οικοδόμημα του rock ’n’ roll, χάρη στη μουσική τους αλλά και την ιδιοσυγκρασία τους. Για τους Dead Moon τα πολλά λόγια είναι περιττά, καθώς ο Fred και η Toody είναι από τα πιο προσφιλή πρόσωπα ανάμεσα στους φίλους της ελληνικής undrground σκηνής χάρη στις επανειλημμένες εμφανίσεις τους – ποιος από όσους βρέθηκαν εκεί μπορεί να ξεχάσει το εκρηκτικό πρώτο τους live στο An Club το φθινόπωρο του 1992 με καλεσμένους τους Last Drive και το συγκλονιστικό και ατέλειωτο τζαμάρισμα-φινάλε στο “Gloria” με τους Drive και με τον Chuck Prophet, o οποίος το ίδιο βράδυ έπαιζε με τους Green On Red στο ΡΟΔΟΝ και μόλις τέλειωσε το σετ του ήρθε να παρακολουθήσει τους Dead Moon; Μαζί με τον συμπαθέστατο (και κατά πολύ νεότερο) ντράμερ Andrew Loomis που από πέρσι δεν βρίσκεται πια στη ζωή, οι Dead Moon κατάφεραν να διατηρηθούν αναλλοίωτοι στο πέρασμα του χρόνου.
(φωτο: Τηλέμαχος Παπαδόπουλος (QoQ)
Φθάνω στο Βέλγιο την Τετάρτη 30 Νοεμβρίου και κατά σύμπτωση η αδελφή μου μένει στις Βρυξέλλες. Πηγαίνω, τη βλέπω, κοιμάμαι το βράδυ εκεί και το επόμενο πρωί έρχεται να με παραλάβει ο Jean-Paul. O Jean-Paul είναι ο κολλητός του Fabrice, ο οποίος με είχε δει στο πρώτο φεστιβάλ που με είχαν καλέσει στο Βέλγιο το 2013, στο Βίλβορντε (Vilvoorde), στο φλαμανδικό Βέλγιο. Είχα στείλει το προηγούμενο μου άλμπουμ το North of Africa για review σε ένα φλαμανδικό ιντερνετικό περιοδικό, διάβασαν οι διοργανωτές μια προφανώς καλή κριτική και με κάλεσαν να παίξω στο φεστιβάλ. Παρά την ηλικία τους, ο 55χρονος Fabrice και ο 64χρονος Jean Paul δουλεύουν ως backliners σε διάφορα φεστιβάλ από χόμπι, αγάπη για την μουσική και για κανένα έξτρα μεροκάματο. Κουβαλούν ενισχυτές, φροντίζουν καλλιτέχνες κλπ.
Με αφορμή την χρονιά που διανύουμε και που σε λίγες μέρες εκπνέει καταθέτω εδώ,στο μαγικό κουτί μερικές σκέψεις-κουρέλια
με την ελπίδα ο αόρατος μάγος να τα μετατρέψει σε ρούχα προκειμένου να καλύψω την γύμνια μου, όχι μόνο εγώ, αλλά και άλλοι
συνοδοιπόροι της γενιάς μου, ξεβράκωτοι όλοι μαζί και ο καθένας χώρια.
Την χρονιά των αναχωρήσεων ή περίπου έτσι θα την περιγράφουμε όταν θα μας ρωτάνε. Την χρονιά των ανώφελων υποχωρήσεων
των τέρμα κολλημένων στον τοίχο, θα σκεφτόμαστε φωναχτά, γιατί μπορεί αυτός στο Βερολίνο τότε να έπεσε, αλλά ο δικός μας έχει
την ιδιότητα να είναι στατικό δομικό στοιχείο του ουρανού που μας σκεπάζει ή έτσι πιστεύουμε.
(photo: Aylos Abies Sylos)
Η διόγκωση των πόλεων και η ανάπτυξη διαφόρων κοινωνικών προβλημάτων στην Ελλάδα των αρχών του αιώνα, αντιμετωπίστηκε με βάση ένα σχέδιο το οποίο συνδύασε τον οικιστικό εξωραϊσμό με τον κοινωνικό ευπρεπισμό. Η σταδιακή περιθωριοποίηση και αποδιοργάνωση απείθαρχων κοινωνικών ομάδων, οι οποίες δεν είχαν θέσεις στις αστικές αντιλήψεις για την πόλη, ήταν αποτέλεσμα αυτού του σχεδιασμού. Τέτοιες κοινωνικές εστίες του παρελθόντος είναι η Τρούμπα στον Πειραιά, η Μπάρα στη Θεσσαλονίκη και ο Λάκκος στο Ηράκλειο. Σήμερα, ορισμένες δεκαετίες μετά την άνθησή τους, αυτοί οι κόσμοι του παρελθόντος σκεπάζονται από ένα πέπλο λήθης. Η επίσημη ιστορία τις αγνοεί, στις δημόσιες εκδηλώσεις μνήμης δεν έχουν θέση και στην ακαδημαϊκή κοινότητα το ενδιαφέρον είναι περιορισμένο.
Της τηλεφώνησα. Στη μέση της κουβέντας, μου είπε, «Τι θα γούσταρες να κάνεις αυτή τη στιγμή;». Με τον ίδιο τόνο φωνής που κάποιος θα έλεγε «Θα ήθελα ένα σάντουιτς με τόνο», της απάντησα, «Θέλω να γαμηθούμε». Μια στιγμή σιωπής. Έπειτα, το ίδιο αδιάφορα, είπε, «Εντάξει. Έλα από δω». Έβγαλα φτερά και πέταξα, και ήμουν εκεί σε χρόνο μηδέν. Μου άνοιξε την πόρτα φορώντας το παλιό, φθαρμένο κιλοτάκι της, με τα μαλλιά της μπερδεμένα, άβαφτη, ξυπόλητη, νυσταγμένη, συναισθηματικά ουδέτερη απέναντι στον κόσμο. Σκέφτηκα ότι ήταν ό,τι πιο σέξι είχα δει στη ζωή μου. Ειδικά με αυτό το σχεδόν κουρελιασμένο, παλιό κιλοτάκι. Μου φαινόταν απίστευτο ότι σε λίγο θα κρατούσα στα χέρια μου κάτι τόσο υπέροχο, μία τέτοια γυναίκα, μία αρχέγονη θηλυκή θεότητα της Μάνας Γης, ένα τέτοιο χυμώδες δημιούργημα του Παντοδύναμου ο οποίος βρίσκεται στον Παράδεισο ή στην Κόλαση -δεν με ένοιαζε πού-, και επιπλέον, ότι αυτό το πλάσμα είχε και μυαλό! Η ζωή δεν θα μπορούσε να γίνει καλύτερη! Όπως τραγούδησε κάποτε ο Σουόμπ Ντογκ: «Αν αύριο πέθαινα, θα είχα ζήσει απόψε!» Δίκιο έχει! Καρφάκι δεν μου καιγόταν αν ο Δυτικός Πολιτισμός βυθιζόταν στην εντροπία ή γκάζωνε με τα χίλια καταπάνω στον Αρμαγεδδώνα – έτσι κι αλλιώς ποτέ δεν μπόρεσα να ξεδιαλύνω τί απ’ τα δύο συνέβαινε. Όλη η φιλοσοφία που είχα διαβάσει ήταν ένα μάτσο ακαταλαβίστικες μπούρδες, και έτσι κι αλλιώς ο Δυτικός Πολιτισμός ήταν ένας κουβάς γεμάτος σκατά. Και λοιπόν, τι έγινε;
Οι Maximum High είναι εδώ. Γνώριμα μέλη της Αθηναϊκής σκηνής και όχι μόνο, ένωσαν τις δυνάμεις τους σε ένα νέο γκρουπ. Ο Θάνος Αμοργινός με πολύχρονη πορεία ως μέλος των The Last Drive και The Earthbound, μουσική για κινηματογράφο και θέατρο αλλά και ως παραγωγός δίσκων πολλών Ελληνικών συγκροτημάτων, ο Νίκος Ζωγράφος, ιδρυτικό μέλος των Closer αλλά και συνεργάτης πολυάριθμων συγκροτημάτων και καλλιτεχνών, ο Δημήτρης Κουτσιουρής με θητεία στην Αμερική και Αγγλία σε μπάντες όπως οι the Strays (US), Black Drummer (UK) με τον Toby Marriot (γιο του θρυλικού Steve Marriot - Small Faces ) και παραγωγό τον Dave Cobb
"Δεν φοβάμαι το θάνατο επειδή δεν πιστεύω στο θάνατο. Απλά, βγαίνεις από ένα αυτοκίνητο και μπαίνεις σε ένα άλλο..."
ΤΡΙΤΗ 27 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2016: A Sexy Drank Xmas! The Sexy Christians, The Dead Dranks & The Jet Black, Τρίτη 27 Δεκέμβρη 2016, ΙΛΙΟΝ plus
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 27 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2017: Birthday Kicks,The Snail & Youth In Outer Space 27/1/17, ΙΛΙΟΝ plus
ΣΑΒΒΑΤΟ 28 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2017: Craang, Fuel Eater & Golden Nugget Σάββατο 28 Γενάρη 2017, ΙΛΙΟΝ plus
Συνέντευξη στον Βαγγέλη Χαλικιά και στον Γιάννη Καστανάρα
Οι Villa 21 υπήρξαν ένα από τα θρυλικά συγκροτήματα της ελληνικής rock σκηνής και η δεκάχρονη πορεία τους σε συνδυασμό με τη δισκογραφική τους παρουσία αποτελεί πραγματικά ένα μνημειώδες εγχείρημα νέων ανθρώπων με γνήσια αγάπη για το rock and roll και με πρωτοποριακές ιδέες που ακόμα και σήμερα εξακολουθούν να συναρπάζουν τη νεότερη γενιά και να προκαλούν ρίγη στους παλιότερους που βίωσαν από πρώτο χέρι τον ευρηματικό κόσμο της μπάντας. Εικοσι τρία και πλέον χρόνια από το τραγικό τέλος του ιδρυτή και βασικού συνθέτη και στιχουργού Κώστα Ποθουλάκη, τα τρία εναπομείναντα μέλη από την ιστορική σύνθεση, η Άντα Λαμπάρα, ο Μπάμπης Δαλλίδης και ο Αντρέας Παπαδόπουλος, τίμησαν το Merlin’s Music Box παραχωρώντας μια εκ βαθέων συνέντευξη στον Βαγγέλη Χαλικιά και στον Γιάννη Καστανάρα. Συγκίνηση, χαμόγελα, προβληματισμοί, ιστορικές αναδρομές, πρόσωπα που δεν υπάρχουν πλέον, λόγια σταράτα, εικόνες από ένα παρελθόν που έχει χαραχτεί ανεξίτηλα στις συνειδήσεις μας και στις καρδιές μας.
Οι Villa 21 πήραν το όνομά τους από την ομώνυμη πειραματική ψυχιατρική πτέρυγα που διεύθυνε ο υπαρξιστής-μαρξιστής (αντι-ψυχίατρος) David Cooper στο Χέρτφορντσαϊντ της Αγγλίας από το 1961 μέχρι το 1965 με στόχο την παροχή εναλλακτικών θεραπειών σε νεαρούς σχιζοφρενείς.
Κείμενο-φωτογραφίες: Γιάννης Καστανάρας
Τον Νοέμβριο του 1984 ο Nick Cave επισκέπτεται για δεύτερη φορά την Αθήνα μετά το συγκλονιστικό live των Birthday Party στο Σπόρτινγκ τον Σεπτέμβριο του 1982, αυτή τη φορά για δυο συναυλίες στο κλαμπ Hima της λεωφόρου Μεσογείων μαζί με τους Βad Seeds. Είχα την τύχη να παρακολουθήσω τόσο τους Birthday Party, όσο και την πρώτη μέρα των Bad Seeds με guests τους Yell-o-Yell, ενώ τη δεύτερη μέρα που έπαιξαν (αυτή τη φορά τους Villa 21) απείχα για λόγους που δυσκολεύομαι να θυμηθώ (πιθανόν λόγω έλλειψης χρημάτων). Ωστόσο, την πρώτη μέρα είχα φροντίσει να πάρω μαζί μου μια άθλια φωτογραφική μηχανή Kodak με αποτέλεσμα να τραβήξω μερικές φωτογραφίες της κάκιστης ώρας από τις δυο μπάντες. Παρ' όλα αυτά, σήμερα θεωρώ ότι αποτελούν ένα μικρό (έστω και πολύ πρόχειρο) ντοκουμέντο (υπάρχουν πολύ καλύτερες στο διαδίκτυο - παραθέτω κάποιο link) και τις δημοσιεύω με την ελπίδα ότι θα οι φίλοι του Merlin's Music Box θα δείξουν κατανόηση...
(Εικόνα: PlaidTidings)
(original source: www.udiscovermusic.com/stories/devils-music-myth-robert-johnson)
«Η πηγή απ’ όπου ξεπήδησε μια ολόκληρη γενιά μπλουζ και ροκ μουσικών».
«Ο πιο συναισθηματικά φορτισμένος απ’ όλους τους μπλουζ τραγουδιστές».
«Ο πιο σπουδαίος τραγουδιστής, ο πιο σπουδαίος συνθέτης».
«Ο σπουδαιότερος φολκ μπλουζ κιθαρίστας που υπήρξε ποτέ».
«Ο πιο προχωρημένος μπλουζίστας από τεχνική πλευρά και σίγουρα αυτός που άσκησε μεγαλύτερη επίδραση».
«Είναι ένας πρωτοποριακός καλλιτέχνης».
Αυτές είναι μερικές απόψεις μουσικών και δημοσιογράφων που μαγεύτηκαν από τη μουσική του Ρόμπερτ Τζόνσον. Δεν είναι παράξενο, λοιπόν, ότι η ζωή και το έργο του έχουν περάσει στη σφαίρα του θρύλου.
Μεταφράζει ο Γιάννης Καστανάρας
Το 1966, ο θρύλος της βιολέτας που ξεπρόβαλε μέσα από τους βάλτους μιας πόλης διυλιστηρίων κοντά στα σύνορα του Τέξας με τη Λουιζιάνα για να ερμηνεύσει θρηνώντας τα blues, έτσι όπως δεν είχε τραγουδήσει ποτέ άλλος λευκός, άνδρας ή γυναίκα, είχε ήδη αρχίσει να ανθίζει. Χιλιάδες κείμενα θα προσπαθούσαν να περιγράψουν την Janis σαν τραγουδίστρια – το Cashbox θα την αποκαλούσε «ένα μείγμα από Leadbelly, ατμομηχανή, Καλάμιτι Τζέιν, Bessie Smith, ένας πύργος πετρελαιοπηγής κι ένα κακής ποιότητας μπέρμπον που διοχετεύτηκε στον 20ό αιώνα κάπου ανάμεσα στο Ελ Πάσο και το Σαν Φρανσίσκο». Ελάχιστοι όμως γραφιάδες θα μπορούσαν να συλλάβουν την πραγματική της φύση. Την Janis Joplin έπρεπε να τη δεις και να την ακούσεις. Ίσως οι καλύτεροι χαρακτηρισμοί για αυτήν αναφέρονταν σε μια γνήσια τραγουδίστρια των blues που σεβόταν τη μουσική – κάποια που έπρεπε να τραγουδάει και όχι κάποια που απλώς ήθελε να τραγουδάει – και ότι αισθανόταν μεγάλη ανασφάλεια από τη στιγμή που ανέβαινε στη σκηνή. Κατά συνέπεια, όλα έβγαιναν στη φόρα. «Χάρη στο ταλέντο της, η Janis Joplin σου δημιουργούσε την εντύπωση ότι κάθε βράδυ έβγαζε τα άντερά της τραγουδώντας», είχε παρατηρήσει ο Bill Graham. «Κατ’ αυτή την έννοια, ήταν σαν την Piaf. Παρακολουθούσες ένα κερί να καίγεται χωρίς άλλο υλικό για να αντικαταστήσει το εξαντλημένο».