Γράφει ο Μιχάλης Πούγουνας
Στο βιβλίο του Fear and Loahing in Las Vegas (1971), ο Hunter S. Thompson είχε γράψει μια σύντομη φράση για την ζωή: «Αγόρασε το εισιτήριο, κάνε τη βόλτα». Ο Lemmy σίγουρα αγόρασε το εισιτήριο και σίγουρα έκανε την βόλτα με όσα αυτή συνεπάγεται. Με χαρές και λύπες, με πόνο και γέλιο. Ήταν όμως μια βόλτα στον κόσμο του rock ’n’roll. Μια άγρια βόλτα που τον ανέδειξε σε μια πολύ σημαντική μορφή για πάρα πολλά συγκροτήματα και καλλιτέχνες. Πιστεύω ότι αυτός είναι η κατ’ εξοχήν φιγούρα που έχουμε όλοι στο μυαλό μας, εντελώς αόριστα, όταν μιλάμε για rock ’n’ roll για, επειδή ενώνει τα όνειρα των εφήβων των 50s με τα 80s κι ακόμα πιο πέρα. Σαν τον αλητάκο, που τριγυρνάει με πονηριά για να βρει χρήματα στο τσάμπα, κάνει φιγούρα στα κορίτσια και πίνει ότι βρει.
Νομίζω πως μόλις περιέγραψα την εφηβεία του, μέχρι που βρήκε τον δρόμο του...
Ήταν όμως δουλευταράς στην μουσική ο Lemmy. Μέγας πλακατζής, με πολλά ανέκδοτα διαθέσιμα οποιαδήποτε στιγμή για να ευθυμήσει η παρέα, μανιακός παίκτης του κουλοχέρη, τζέντλεμαν με τις Κυρίες, συλλέκτης ναζιστικών παρασήμων χωρίς να είναι φασίστας (δήλωνε αναρχικός ή ελευθεριακός),ενώ ήταν φανατικός λάτρης του Τζακ Ντάνιελς με κόκα κόλα, αλλά και της αμφεταμίνης.
Και του ποδόγυρου φυσικά…
Η ΒΟΛΤΑ ΑΡΧΙΖΕΙ
Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος τέλειωσε επισήμως στις 2 Σεπτεμβρίου του 1945 και τέσσερεις μήνες αργότερα, τα Χριστούγεννα, ο Ian Fraser Kilmister γεννήθηκε στο Burslem, μια μικρή πόλη, δίπλα στην Ουαλία, που το 1910 είχε ενωθεί με το Stoke-on-Trent.
Όταν ήταν τριών μηνών ο πατέρας του, ένας πρώην στρατιωτικός ιερέας και πιανίστας, χώρισε με την μητέρα του, και έτσι μάνα και παιδί μετακόμισαν δυτικά του Stoke, στο γειτονικό Newcastle-under-Lyme (καμία σχέση με το Newcastle των ανθρακωρύχων, που είναι 3 ώρες βορειότερα) όπου έμενε η γιαγιά του, μια πολύ τυχερή μικρή πόλη που στη διάρκεια του πολέμου είχε μείνει σχεδόν ανέπαφη από της γερμανικές βόμβες.
Δέκα χρόνια αργότερα, η μητέρα του Ian ξαναπαντρεύτηκε αλλά ο μικρός δεν συμπαθούσε καθόλου τα δύο καινούργια αδέρφια του και όταν η οικογένεια μετακόμισε σε ένα χωριό της Ουαλίας, τα πράγματα ζόρισαν, όπως θα δήλωνε σε μια μεταγενέστερη συνέντευξη «με κάπως αστείο τρόπο – το ότι ήμουν το μόνο παιδί από την Αγγλία ανάμεσα σε 700 Ουαλούς δεν ήταν η ευτυχέστερη συγκυρία, αν και είχε ενδιαφέρον από ανθρωπολογικής άποψης».
Το παρατσούκλι «Lemmy» το απέκτησε στο σχολείο και κάποιοι ισχυρίζονται ότι είχε βγει από τη φράση «lend me» («δάνεισε μου»), επειδή συνεχώς ζητούσε δανεικά και αγύριστα για τα παίζει στους κουλοχέρηδες. [Για όσους δεν γνωρίζουν, ο «κουλοχέρης» είναι ένα μηχάνημα τζόγου, το οποίο πήρε το όνομά του από την έκφραση «Οne-armed bandit» επειδή έχει μόνο ένα μοχλό στο πλάι που ενεργοποιεί την περιστροφή τριών κυλίνδρων. Σήμερα το λέμε και «φρουτάκια» λόγω των συμβόλων που υπήρχαν στους πρώτους κουλοχέρηδες και απεικόνιζαν φρούτα.
Σηκώθηκα και έψαξα να βρω το άλμπουμ Lemmy, Slim Jim & Danny B που κυκλοφόρησε το 2000 με διασκευές country, blues και rock ’n’ roll τραγουδιών, από Johnny Cash και Buddy Holly μέχρι Elvis Presley. Και, όπως θα διαπιστώσουμε παρακάτω, ήταν φυσικό να διασκευάσουν και Buddy Holly…
O Ian πήγαινε στο σχολείο (ας τον λέμε Lemmy από δω και πέρα, αφού είπαμε για τα χρόνια που άλλαξε το όνομά του) όταν παρατήρησε για πρώτη φορά ένα μαθητή που έπαιζε κιθάρα και μάζευε γύρω του όλα τα κορίτσια. Στο σπίτι του η μητέρα του είχε μια κιθάρα κι έτσι την πήρε στο σχολείο και άρχισε να μαζεύει κι αυτός γύρω του κορίτσια, ασχέτως αν δεν ήξερε να παίζει.
Κάπως έτσι μάλλον, όταν ήταν μόλις 17 ετών, γνώρισε την Cathy και έκαναν ένα παιδί, τον Sean, τον οποίον έδωσαν για υιοθεσία.
Τελειώνοντας το σχολείο, η οικογένεια μετακόμισε στο Conwy, μια πόλη μιάμιση περίπου ώρα από το Λίβερπουλ, το οποίο εκείνη την εποχή έβραζε από τους ήχους των συγκροτημάτων του Merseybeat. Εκεί ήταν ο Lemmy που είχε την τύχη να δει τους Beatles να παίζουν ζωντανά στο Cavern. Ήταν έρωτας με την πρώτη ματιά. Έπιασε αμέσως την κιθάρα κι έμαθε να παίζει, ακούγοντας το Please Please Μe, το πρώτο άλμπουμ των Beatles, ξανά και ξανά.
Για να ξεκαθαρίσω κάπως τα πράγματα, ο Lemmy ήταν μόλις πέντε χρόνια μικρότερος από τον Lennon. Ο πρώτος είχε γεννηθεί το 1945 και ο δεύτερος το 1940, κάτι που έκανε ακόμα πιο προσιτούς τους Beatles, τους βασικότερους εκπροσώπους εκείνης της γενιάς.
Αργότερα θα δήλωνε για αυτούς με τον χαρακτηριστικό του τρόπο, ότι «Ο Brian Epstein καθάρισε την εικόνα τους για μαζική κατανάλωση, αλλά κάθε άλλο παρά αδερφές ήταν. Ήταν από το Λίβερπουλ... μια ζόρικη, παραθαλάσσια πόλη, με όλους αυτούς τους λιμενεργάτες και τους ναύτες που θα σε έκαναν τούμπανο στο ξύλο έτσι και τους έκλεινες το μάτι... Οι Rolling Stones ήταν μαμμόθρεφτα – ήταν όλοι σπουδαστές από τα περίχωρα του Λονδίνου... Οι Stones έκαναν σπουδαίους δίσκους, αλλά στη σκηνή ήταν πάντα χάλια, ενώ οι Beatles ήταν το κάτι άλλο».
Φυσικά, έχουν γραφτεί τα πάντα για τους Beatles, οπότε δεν χρειάζεται να γράψω κι εγώ. Θα παραθέσω όμως μερικά στοιχεία για την εποχή, την ατμόσφαιρα και τους ήχους που δημιούργησε εκείνη η γενιά που έβαλε φωτιά στη ζωή του Lemmy.
MERSEYBEAT
O ποταμός Mersey είναι σημαντικός για την Βόρεια Αγγλία. Το όνομά του προέρχεται από τα αρχαία αγγλικά και σημαίνει «παραμεθόριο ποτάμι», πιθανώς επειδή ήταν το σύνορο μεταξύ των αρχαίων βασιλείων της Mercia και της Northumbria. Για αιώνες αποτελούσε μέρος των ορίων μεταξύ των ιστορικών κομητειών του Lancashire και του Cheshire. [Φαντάζομαι όλα αυτά τα ονόματα θα είναι γνωστά σε όσους έχουν παρακολουθήσει την τηλεοπτική σειρά Vikings…]
Ο Mersey, λοιπόν, ξεκινάει από τη συμβολή του ποταμού Tame και του ποταμού Goyt στο Stockport. Ρέει προς τα δυτικά μέσω του νότιου Μάντσεστερ, στη συνέχεια μπαίνει στο κανάλι των πλοίων του Μάντσεστερ, στο Irlam, όπου γίνεται μέρος του καναλιού διατηρώντας τη στάθμη του νερού του. Μετά από 6,4 χλμ. αφήνει το κανάλι και ρέει προς το Warrington όπου πλαταίνει και στη συνέχεια στενεύει περνώντας ανάμεσα στο Runcorn και το Widnes. Από το Runcorn ο ποταμός διευρύνεται σε μια μεγάλη εκβολή πλάτους σχεδόν 5 χιλιομέτρων στο πλατύτερο σημείο κοντά στο λιμάνι Ellesmere. Κατόπιν, η ροή του στρέφεται βόρεια, καθώς οι εκβολές στενεύουν μεταξύ του Λίβερπουλ και του Birkenhead στη χερσόνησο Wirral προς τα δυτικά και εκβάλλει στον κόλπο του Λίβερπουλ. Το συνολικό μήκος του ποταμού είναι 111 χιλιόμετρα.
To Λίβερπουλ είναι μια σκληροτράχηλη παραθαλάσσια πόλη στην βορειοδυτική ακτή της Αγγλίας και βασικό λιμάνι που συνέδεε την Βρετανία με την Αμερική. Στην δεκαετία του 1960 η πόλη έγινε γνωστή σε όλο τον κόσμο ως πρωτεύουσα της beat μουσικής και του «merseybeat» (ήχος του Mersey), που ξεκίνησε από εκεί στα τέλη της δεκαετίας του ΄50. Το είδος συνδύασε επιρροές από βρετανικό και αμερικάνικο rock and roll, rhythm and blues, skiffle, παραδοσιακή pop και music hall. Ήταν δημοφιλές στη Μεγάλη Βρετανία και την Ευρώπη μέχρι το 1963, πριν εξαπλωθεί στη Βόρεια Αμερική το 1964 με τη εισβολή των βρετανικών συγκροτημάτων. Ο beat ήχος επηρέασε σημαντικά τη λαϊκή μουσική και την κουλτούρα της νεολαίας σε μουσικά στυλ της δεκαετίας του 1960 όπως το garage rock, το folk rock και η ψυχεδελική μουσική, αλλά και το punk rock της δεκαετίας του 1970 και η britpop του 1990.
To «Mersey» στο μerseybeat είχε να κάνει φυσικά με τον ποταμό, μιας και το Λίβερπουλ βρίσκεται στην ανατολική πλευρά των εκβολών του.
Mersey Beat όμως, ήταν το όνομα μιας μουσικής εφημερίδας που εξέδιδε ένας συμμαθητής του John Lennon, ο Bill Harry, με ειδήσεις και άρθρα γύρω από τη μουσική, τις μπάντες της πόλης ή τους αστέρες που την επισκέπτονταν.
Οι Beatles είχαν στενή σχέση με τη Mersey Beat, η οποία δημοσίευε πολλές αποκλειστικές ιστορίες και φωτογραφίες του συγκροτήματος. Εκεί δημοσιεύθηκαν αρκετά από τα πρώιμα γραπτά του Lennon, συμπεριλαμβανομένης της ιστορίας του συγκροτήματος και περιστασιακά κωμικές διαφημίσεις τους. Στο βιβλίο του The Lives of John Lennon, ένα βιβλίο που περιφρονούσε βαθύτατα τον Lennon αλλά και τα υπόλοιπα μέλη των Beatles, ο Αμερικάνος ακαδημαϊκός και συγγραφέας Albert Goldman, περιγράφει σε κάποιες σελίδες του τον απίστευτο τρόπο με τον οποίο τα αγγλικά συγκροτήματα του merseybeat συνέθεταν τα τραγούδια τους. Γράφει ότι «ένα μέλος κάποιας μπάντας του Λίβερπουλ είχε θείο έναν τελωνιακό που τους έβαζε την νύχτα στο τελωνείο και αφού άνοιγαν τις κούτες με τα νέα 45άρια που μόλις είχαν φτάσει από την Αμερική, μάθαιναν επιτόπου τα τραγούδια και την επόμενη βραδιά τα παρουσίαζαν για δικά τους στο κλαμπ όπου εμφανίζονταν». Αλήθεια ή όχι, αργότερα πολλά συγκροτήματα έπαιζαν σε συναυλίες τραγούδια άλλων δήθεν ότι ήταν δικά τους. Το έκαναν και οι Metallica…
Η αλήθεια όμως είναι ότι μεγάλο ρόλο στον «εξαμερικανισμό» των Άγγλων έπαιξαν οι λεγόμενοι Cunard Yanks. Οι ναυτικοί της ναυτιλιακής εταιρίας Cunard Line του Λίβερπουλ, η οποία έκανε την γραμμή Λίβερπουλ–Νέα Υόρκη και οι οποίοι έφερναν στην πόλη ότι καινούργιο κυκλοφορούσε στην Αμερική. Από ρούχα, ποτά και τσιγάρα, μέχρι μουσικά όργανα και δίσκους. Ότι έκαναν δηλαδή και οι Έλληνες ναυτικοί. Όπως λέει χαρακτηριστικά ένας από αυτούς σε ένα ντοκιμαντέρ, «Βλέπαμε τον Tony Curtis και θέλαμε να ντυθούμε σαν τον Tony Curtis…»
Εκείνη την εποχή οι μπάντες έκαναν πρόβες σε γκαράζ και κελάρια σπιτιών και η πόλη του Λίβερπουλ έσφυζε από ζωντάνια. έβλεπες συγκροτήματα να παίζουν ζωντανά, στο φέριμποτ που διέσχιζε το ποτάμι, στην πλατεία του δημαρχείου της πόλης και, φυσικά, στα νυχτερινά κλαμπ.
Οι νέοι που είχαν γεννηθεί στη διάρκεια του πολέμου είχαν βρει δικό τους τρόπο διασκέδασης, αντικαθιστώντας, στα τέλη της δεκαετίας του ’50, το skiffle (ένα μουσικό είδος, επηρεασμένο από την αμερικάνικη λαϊκή μουσική τα blues, την country, το bluegrass, και την jazz και παιζόταν κυρίως με είδη καθημερινής χρήσης) που επικρατούσε μέχρι τότε. Ανάμεσα στους μουσικούς που έπαιξαν skiffle στην αρχή της καριέρας τους ήταν οι Quarrymen του John Lennon (οι Beatles ήταν μετεξέλιξή τους) και ο Rory Gallagher.
Μεγάλη επιρροή ήταν επίσης ο Buddy Holly με τους Crickets (για αυτό και η προτίμηση που του είχε ο Lemmy) από τον οποίο οι Beatles άντλησαν έμπνευση για να πάρουν το όνομά τους, συνδυάζοντάς το με ένα λογοπαίγνιο της λέξης beat που είχε η μουσική τους.
Η μουσική ήταν πάντα ένα μπαλάκι που το πέταγε η Αμερική στην Βρετανία, όπου οι Βρετανοί προσέθεταν δικά τους στοιχεία (π.χ .πολιτικοποιημένους στίχους στην εποχή του punk rock) και το επέστρεφαν στους Αμερικάνους. Είναι μια διαρκής πολιτιστική ανταλλαγή.
Μετά την αρχή της επιτυχίας των Beatles το 1962, ένας μεγάλος αριθμός συγκροτημάτων από το Λίβερπουλ άρχισε να τους ακολουθεί στον κατάλογο επιτυχιών, όπως οι Gerry & The Pacemakers (πήγαν στο No 1 νωρίτερα από τους Beatles), οι Searchers, η Cilla Black, ενώ άρχισαν να παίρνουν τα πάνω τους beat σκηνές από άλλες πόλεις, όπως το Μπέρμπιγχαμ με τους Spencer Davis Group και τους Moody Blues, το Νιούκαστλ με τους Animals και το Μπέλφαστ με τους Them του Van Morrison.
Μέσα σε αυτό το μουσικό κύμα βρέθηκε ως ακροατής ο νεαρός Lemmy και αυτό τον επηρέασε για όλη του την ζωή, όπως άλλωστε επηρέασε και τη νεολαία σχεδόν ολόκληρου του πλανήτη. Ποιος από εμάς θα έμενε ανεπηρέαστος αν θα βρισκόμασταν στην θέση του;
Ο Lemmy γεννήθηκε σε έναν πλανήτη κατεστραμμένο από τον πόλεμο και τώρα έβλεπε τους συνομήλικούς του να χορεύουν, να μεθούν, να ερωτεύονται και, ίσως, κάπως έτσι να κατάφερναν να αλλάξουν τον κόσμο. Η αγάπη του για τους Beatles, δεν τον εγκατέλειψε ποτέ, και το σίγουρο είναι πως αν δεν ήταν αυτοί, ίσως να μην υπήρχαν οι Motörhead, να μην γνωρίζαμε τον Lemmy ως μουσικό και να μην ακούγαμε τόσα και τόσα συγκροτήματα που έγιναν γνωστά λόγω της επιρροής που τους άσκησε.
ΤΟ ΜΟΥΣΙΚΟ ΞΕΚΙΝΗΜΑ ΤΟΥ LEMMY KILMINSTER
Τα πρώτα συγκροτήματα στα οποία προσχώρησε ο Lemmy ήταν οι Rainmakers από το Stockport, στα περίχωρα του Μάντσεστερ, με τους οποίους έπαιξε για λίγο το 1962 και μετά, από το 1962 ως το 1965, βρέθηκε στους Motown Sect, μια τετραμελή μπάντα επηρεασμένη από τους Pretty Things, των οποίων έπαιζαν τραγούδια με έναν ενισχυτή των 30 Watt, καθώς και των Yardbirds, James Brown και Chuck Berry.
Η πρωτόγονη εμφάνιση των Motown Sect με τα μακριά μαλλιά, ήταν κάτι που φόβιζε τους ατζέντηδες της εποχής επειδή φαινόντουσαν πιο ξέφρενοι από τις μπάντες του merseybeat, αλλά η μπάντα τελικά έπαιξε σε πολλά κλαμπ και καφέ των πόλεων του αγγλικού Βορρά.
Όταν έφυγε από αυτούς, ο Lemmy εντάχθηκε στους Rockin' Vickers από το Blackpool παίζοντας κιθάρα. Οι Rockin’ Vickers κυκλοφόρησαν συνολικά πέντε επτάιντσα σινγκλ με την Decca και την CBS και γνώρισαν σχετική επιτυχία στην Φινλανδία. Όσο ήταν μαζί τους, ο Lemmy έκανε άλλον έναν γιό, τον Paul Inder, τον οποίο όμως γνώρισε έξι χρόνια αργότερα επειδή η μητέρα του παιδιού δεν άντεχε να του πει ποιος ήταν ο πατέρας του.
Οι Rockin Vickers έπαιξαν επίσης, ζωντανά στη Γιουγκοσλαβία το καλοκαίρι του 1965 και το 1968 διαλύθηκαν, αλλά το 1967 ο Lemmy είχε ήδη φύγει ακόμα και από το Μάντσεστερ για το Λονδίνο, όπου έμεινε μαζί με τον Noel Redding, τον μπασίστα των The Jimi Hendrix Experience, και με τον Neville Chesters, τον μάνατζερ περιοδειών της μπάντας. Κοιμόταν στο πάτωμα του διαμερίσματος και βοηθούσε όποτε υπήρχε ανάγκη. Έτσι, έπιασε δούλεψε για τρείς μήνες ως roadie με τους The Jimi Hendrix Experience προετοιμάζοντας τις κιθάρες του Hendrix για τις εκρηκτικές του εμφανίσεις και μαζεύοντας τα κομμάτια από τα κατεστραμμένα κουτιά του fuzz μετά από κάθε παράσταση. Χάζευε τον Hendrix καθώς έπαιζε στα παρασκήνια μια παλιά κιθάρα Epiphone, όρθιος πάνω σε μια καρέκλα, μια στάση που ο Lemmy δεν μπόρεσε ποτέ να εξηγήσει.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’60 ο Lemmy υπήρξε και μάνατζερ περιοδειών των Nice, του Keith Emerson (αργότερα με τους Emerson, Lake & Palmer), και μάλιστα είχε δωρίσει στον Emerson δύο αυθεντικά μαχαίρια της Χιτλερικής Νεολαίας.
Ο Lemmy έπαιρνε ναρκωτικά. Σε όλη τη διάρκεια της καριέρας του μιλούσε ανοιχτά για την τακτική χρήση ναρκωτικών, ιδιαίτερα για τις αμφεταμίνες. Δεν το έκρυψε ποτέ και ως roadie του Jimi Hendrix καταβρόχθιζε γενναίες ποσότητες LSD. «Το να έχεις οργασμούς υπό την επήρεια LSD είναι και γαμώ», έλεγε, και η αυτοβιογραφία του με τίτλο White Line Fever είναι γεμάτο ιστορίες που αρχίζουν με κουβέντες όπως: «Όλοι έπαιρναν χάπια. Διεγερτικά, όπως Blues, Black Beauties και Dexedrine» και εγώ έμενα ξύπνιος για περίπου τρεις μέρες, παίρνοντας Dexedrine. Σε κάποια φάση παρανοούσαμε και παίρναμε μερικά ηρεμιστικά, Mandrax, αλλά επειδή η φάση αυτό δεν μας πήγαινε, συνεχίζαμε με λίγο LSD και μετά με μεσκαλίνη...»
Η χρήση των αμφεταμινών ήταν τόσο εκτεταμένη ώστε στη Μεγάλη Βρετανία αυτός που κατανάλωνε πολλές αμφεταμίνες λεγόταν motorhead. Το ίδιο και αυτός που κάπνιζε και έπινε υπερβολικά.
Στα μέσα της δεκαετίας του ’60 όλη η βρετανική σκηνή έπαιρνε LSD. «Όλοι κολυμπούσαν στο LSD φίλε!» έλεγε ο Lemmy σε μια συνέντευξή του το 2015. «Όλοι παραπατούσαν. Κάναμε παρέα με τους Pink Floyd επειδή είχαν πάντα. Αλλά όλα ήταν τρελά! Ήταν φυσιολογικό».
Έτσι ξεκίνησε μια σχέση με τα ναρκωτικά και τη ζωή στο δρόμο που θα διαρκούσε μέχρι το 2015. LSD, κοκαΐνη, αμφεταμίνες, μαριχουάνα, αλκοόλ, ηρεμιστικά... Ο Lemmy τα πήρε όλα. Αλλά όλο αυτό το διάστημα ένα πράγμα κράτησε ακόμα έξω από το σύστημά του: ποτέ δεν έκανε χρήση ηρωίνης.
Για να καταλάβει κανείς τη βαρύτητα που είχαν οι απόψεις του Lemmy για τα ναρκωτικά στη βρετανική κοινωνία, τον Νοέμβριο του 2005 προσκλήθηκε από την Εθνοσυνέλευση της Ουαλίας ως επίσημος ομιλητής από τον συντηρητικό Ουαλό πολιτικό William Graham. Όταν του ζήτησαν να διατυπώσει τις απόψεις του για τις βλαβερές συνέπειες των ναρκωτικών, ο Lemmy ζήτησε τη νομιμοποίηση της ηρωίνης δηλώνοντας ότι η νομιμοποίηση θα εξαφάνιζε τον έμπορο ναρκωτικών από την κοινωνία και θα απέφερε χρήματα από τη φορολόγησή τους, όσο δύσκολο κι αν ήταν να γίνει αυτό αποδεκτό.
Η άποψή του σχετικά με τα ναρκωτικά ήταν συνοπτικά η εξής: «Δεν θα συμβούλευα κανένα άτομο να πάρει ναρκωτικά, ποτέ, κανενός είδους. Αν νομίζεις ότι πρέπει να τα δοκιμάσεις, τότε κάνε το. Δεν μπορώ να σε σταματήσω. Αν το σκέφτεσαι, θα το κάνεις ούτως ή άλλως. Αλλά τα ναρκωτικά είναι πολύ ισχυρά πράγματα – δεν μπορείς απλά να τα δοκιμάσεις και να ξαναγίνεις όπως ήσουν πριν, επειδή θα σε αλλάξουν. Άλλοτε προς το καλύτερο, άλλοτε προς το χειρότερο. Συνήθως προς το χειρότερο. Αν τρυπιέσαι με βελόνες, τότε τα νέα είναι πολύ άσχημα. Ποτέ των ποτών».
Το 1968, ο Lemmy βρήκε νέα μπάντα για να παίξει κιθάρα, τους ψυχεδελικούς Sam Gopal. Συμμετείχε με το όνομα Ian Willis και μαζί τους κυκλοφόρησε το άλμπουμ Escalator το 1969.
Η γνωριμία του με τον ντράμερ Simon King (κατοπινό μέλος των Hawkwind) τον έκανε να ενταχθεί στους Opal Butterfly, μια άλλη λονδρέζικη ψυχεδελική μπάντα που ένα μέλος τους ο Robbie Milne, είχε παίξει στην μπάντα του Arthur Brown όταν ο τελευταίος ήταν φοιτητής στο Πανεπιστήμιο του Reading. O Lemmy έμεινε για λίγο μαζί τους και το 1971 πήγε στους Hawkwind ως μπασίστας και τραγουδιστής.
[ΠΑΡΕΝΘΕΣΗ]
Μιας και τα ναρκωτικά έπαιξαν ρόλο στην ψυχοσύνθεση του Lemmy, ας τα βάλω στο κάδρο για να ξέρουμε τι γινόταν…
Το LSD ανακαλύφθηκε για πρώτη φορά το 1938 από τον Ελβετό ερευνητή χημικό Albert Hofmann, ενώ εργαζόταν για την παραγωγή νέων φαρμάκων. Το 1943 έκανε το πρώτο ταξίδι με LSD όταν διεξήγαγε κατά λάθος ένα πείραμα στο εργαστήριό του.
Κάποιος θα μπορούσε να αναρωτηθεί πώς τόσα χρόνια αργότερα, τόσο ισχυρά ναρκωτικά όπως το LSD, βρέθηκαν στα χέρια όλων εκείνων των νέων. Για όλα υπάρχει μια αιτία, και στη συγκεκριμένη πeρίπτωση, η αιτία ήταν η CIA.
Το Project MKUltra (ή MK-Ultra) ήταν ένα πρόγραμμα που ξεκίνησε η CIA το 1953 με στόχο να βρεθούν ναρκωτικά που, αν τα χρησιμοποιούσαν σε ανακρίσεις, θα έπαιρναν τις ομολογίες που ήθελαν μέσω πλύσης εγκεφάλου και ψυχολογικών βασανιστηρίων. Για τον σκοπό αυτό, η CIA αγόρασε όλο το απόθεμα της Ελβετίας σε LSD και ξεκίνησε τα πειράματα με υψηλές δόσεις ψυχοδραστικών φαρμάκων (ιδιαίτερα LSD) και άλλων χημικών, καλώντας άτομα για να πάρουν μέρος στις έρευνες ως πειραματόζωα.
Ένα από αυτά τα άτομα ήταν ο Αμερικανός μυθιστοριογράφος και δοκιμιογράφος Ken Kesey, ο οποίος προσφέρθηκε εθελοντικά να λάβει μέρος σε μια μελέτη που αποδείχθηκε ότι ήταν χρηματοδοτούμενη από τη CIA, υπό την αιγίδα του Project MKULTRA, το οποίο φυσικά ήταν μυστικό στρατιωτικό πρόγραμμα. Ο ρόλος του Kesey ως πειραματόζωο, καθώς και η θητεία του σε νοσοκομείο Βετεράνων, τον ενέπνευσαν να γράψει το βιβλίο Στη Φωλιά του Κούκου.
Κάποια μέρα προφανώς γέμισε τις τσέπες του με LSD και από την στιγμή που το προϊόν έφτασε στα χέρια χημικών του περιθωρίου έγινε ανάρπαστο αλλά και πολύ καλύτερο σε ποιότητα. Δύο από αυτούς τους ανθρώπους, ήταν ο χημικός Nicholas Sand και ο ηλεκτρονικός Tim Scully, οι οποίοι από τα μέσα της δεκαετίας του ΄60 ανέλαβαν την ουτοπική αποστολή να σώσουν τον πλανήτη μέσω του ισχυρού παραισθησιογόνου LSD Έτσι άρχισαν να παράγουν τεράστιες ποσότητες του (νόμιμου, ακόμα) ναρκωτικού αλλά και μιας ακόμα πιο εξελιγμένης μορφής του που την ονόμασαν Orange Sunshine.
Στο μεταξύ, ο Kesey διοργάνωνε στο σπίτι του ψυχεδελικά πάρτι, τα «Acid Tests», με καλεσμένους τους αγαπημένους του Grateful Dead, τα οποία ο Allen Ginsberg περιέγραψε σε ποιήματά του αλλά και ο Hunter S. Thompson στο βιβλίο του Hell's Angels: The Strange and Terrible Saga of the Outlaw Motorcycle Gangs.
Η CIA είχε χάσει πλέον τον έλεγχο του LSD και το πρόγραμμα MK-Ultra διακόπηκε το 1973.
Ο Sand παρήγαγε ναρκωτικά από το 1966 έως το 1996 για την Brotherhood of Eternal Love (Αδελφότητα της Αιώνιας Αγάπης: έμποροι ναρκωτικών της Καλιφόρνια τους οποίους η αστυνομία αποκαλούσε «Μαφία των Χίπηδων»), ενώ ήταν μέλος της League for Spiritual Discovery (Ένωση για την Πνευματική Ανακάλυψη: ένας οργανισμός εμπνευσμένος με σκοπό το διαλογισμό, τη διορατικότητα και την πνευματική κατανόηση που αντλούσε έμπνευση από τα έργα του Timothy Leary, του περίφημου πανεπιστημιακού καθηγητή και μέντορα της ψυχεδελικής. Η ένωση έδρασε από τα μέσα έως τα τέλη της δεκαετίας του 1960 και τελικά τη διέλυσε ο Leary). Ο Sand ήταν ο πρώτος underground χημικός στην ιστορία που συνέθεσε το DMT (το ψυχοδηλωτικό διμεθυλοτρυπταμίνη) και έγινε γνωστός για την παραγωγή μεγάλων ποσοτήτων LSD.
Ο κόσμος είχε γεμίσει πλέον από γελαστές φατσούλες… Και το 1966, η Μεγάλη Βρετανία κατέταξε το ναρκωτικό αυτό στις παράνομες ουσίες…
HAWKWIND
O Lemmy δεν είχε παίξει ποτέ μπάσο στη ζωή του, αλλά όταν ο μπασίστας των Hawkwind δεν πήγε να παίξει σε μια συναυλία τους στο Notting Hill, ο Lemmy αποφάσισε να ανέβει στη σκηνή και να προσπαθήσει.
Ήταν Αύγουστος του 1971 και το συγκρότημα ήδη τον είχε δοκιμάσει για τη θέση του κιθαρίστα, αλλά τελικά τα μέλη αποφάσισαν να μην προσθέσουν άλλη κιθάρα. Επειδή όμως ο μπασίστας τους δεν είχε όρεξη να συνεχίσει, ο Lemmy έκανε την κίνησή του μένοντας μαζί τους για τέσσερα χρόνια!
Λόγω της προϋπηρεσίας του ως κιθαρίστας, το στυλ του ξεχώρισε αμέσως και χαρακτήρισε τον ήχο των Hawkwind, αφού ο Lemmy έπαιζε ακόρντα στο μπάσο αντί να παίζει μια μια τις χορδές. Επίσης, τραγουδούσε σε αρκετά από τα τραγούδια των Hawkwind, καθώς και στη μεγαλύτερη επιτυχία τους, το «Silver Machine», το αγαπημένο τραγούδι του John Lydon, το οποίο ακούσαμε να διασκευάζουν οι Sex Pistols στο γήπεδο Καραϊσκάκη το 2008. Το «Silver Machine» σκαρφάλωσε μέχρι το νούμερο 3 των Βρετανικών τσαρτ.
Όπως έλεγε ο Dave Brock, ο ιδρυτής των Hawkwind, «Είμαστε μια μπάντα που παίζει space rock κι έτσι, πέρα από τη μουσική, βασιζόμαστε σε ιστορίες επιστημονικής φαντασίας που προσπαθούμε να τις συνδυάσουμε με την μουσική. Οπότε, είμαστε μια heavy rock μπάντα με ηλεκτρονικές προσθήκες».
Το ηχητικό πείραμα των Hawkwind άφησε για πάντα το αποτύπωμά του στο αγγλικό DNA, οπότε χρειάζεται να γραφτεί ένα ειδικό κεφάλαιο για αυτούς.
Προσπάθησαν να κλέψουν κάτι από τον ήχο τους οι New Order, μεγάλωσαν με αυτούς οι Clash και, όπως έλεγε ο μακαρίτης Nik Turner, όποτε έπαιζαν στο Λονδίνο, η συναυλία τους έμοιαζε με συνέδριο εμπόρων ναρκωτικών.
Hawkwind, o Lemmy τρίτος από δεξιά.
Ο Lemmy παραπονιόταν ότι στην αμερικάνικη περιοδεία τους, τον Μάϊο του 1975, τον παράτησαν στο Μίσιγκαν και τελικά τους πρόλαβε κάνοντας ωτοστόπ. Την επόμενη μέρα όμως τον συνέλαβε η αστυνομία στα σύνορα με τον Καναδά με την κατηγορία της κατοχής ναρκωτικών, αλλά τον άφησαν ελεύθερο. Το ίδιο βράδυ έπαιξε με τους Ηawkwind αλλά την επόμενη ημέρα τον απέλυσαν.
Ο Turner υποστήριζε ότι η συνεργασία με τον Lemmy ήταν δύσκολη, ότι στην μπάντα καθένας έπαιρνε διαφορετικά ναρκωτικά και ότι υπήρχε κάποια ανισότητα ανάμεσα στα μέλη. Για παράδειγμα, ο Turner χρησιμοποιούσε μανιτάρια και πεγιότ, και ναρκωτικά που εν γένει τον ηρεμούσαν, ενώ ο Lemmy έπαιρνε αμφεταμίνες.
Στην αυτοβιογραφία του, White Line Fever, ο Lemmy περιγράφει τις εμπειρίες του με την ηρωίνη στις αρχές της δεκαετίας του '70. «Εκείνη περίπου την εποχή έμαθα να μισώ την ηρωίνη», είπε. «Γύρω στο 1970 άρχισε να είναι πραγματικό πρόβλημα».
Αφηγείται την ιστορία ενός φίλου του που αγόρασε ηρωίνη και μετά μπήκε στην τουαλέτα για να σουτάρει. «Λίγα λεπτά αργότερα, βγήκε βουρκωμένος βαδίζοντας προς τα πίσω. Το πρόσωπό του είχε μελανιάσει και η γλώσσα του κρεμόταν έξω από το στόμα του. Κάποιος του είχε πουλήσει ποντικοφάρμακο - του είχε πάρει τα χρήματά του, του είχε χαμογελάει και του είχε πουλήσει σίγουρο θάνατο. Έτσι σκέφτηκα, “Λοιπόν, αν Αυτό είναι το είδος των ανθρώπων που κυκλοφορούν στη γύρα με ηρωίνη, σας τη χαρίζω”».
Η φίλη του, η Sue, η πρώτη κοπέλα με την οποία συγκατοίκησε ποτέ στην ζωή του, πέθανε από χρήση ηρωίνης και αυτό τον είχε γεμίσει με ένα ισόβιο μίσος απέναντι στο ναρκωτικό.
Σύμφωνα πάντως με τον Brock, ο Lemmy μονίμως καθυστερούσε στις πρόβες και όταν πήγαιναν να παίξουν στην επόμενη πόλη, πάντα κάποιος έπρεπε να τρέχει και να τον ξυπνάει ενώ όλοι οι άλλοι ήταν έτοιμοι να επιβιβαστούν στο λεωφορείο και αυτό τους άγχωνε. Έτσι λοιπόν, η σύλληψή του στα σύνορα ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι: η πλειοψηφία των Hawkwind αποφάσισε να τον διώξουν και να τον αντικαταστήσουν με τον Paul Rudolf.
Σε κάποια συνέντευξή του ο Lemmy είχε πει ότι αφού επέστρεψε στην Αγγλία «πήδηξε» τις γυναίκες όλων των μελών των Hawkwind εκτός από τη γυναίκα του Brock, η οποία αντιστάθηκε στην γοητεία του.
Πάντως, λίγο πριν την αποχώρησή του, είχε συνθέσει ένα τραγούδι για το άλμπουμ των Hawkwind Warrior On The Edge Of Time που είχε τίτλο «Motorhead», μια σαφής παραπομπή στις αμφεταμίνες: «Ανατολή, η λάθος πλευρά μιας άλλης μέρας / Κόκαλο ως εκεί που δεν πάει και έξι χιλιάδες μίλια μακριά / Δεν ξέρω πόσο καιρό είμαι ξύπνιος / μπλεγμένος σε μια απίθανη κατάσταση».
Και για να το κάνουμε πιο λιανά: αν είναι ζόρικο να μείνεις ξύπνιος για μια νύχτα, ο Lemmy είχε καταφέρει να μένει ξύπνιος μια δυο εβδομάδες: «Αυτά όμως γινόντουσαν παλιά, όταν μπορούσες να βρεις από το καλό πράγμα», είχε πει για το δεκαπενθήμερο ξενύχτι με την βοήθεια του speed. «Πάντα θα προτιμώ τις αμφεταμίνες από την κοκαΐνη. Η κοκαΐνη σε κάνει να πιστεύεις ότι θα ξεράσεις, ξενερώνεις πολύ γρήγορα και σε παίρνει κι ο ύπνος. Τι νόημα έχει αυτό;»
Ωστόσο, σε μια περίπτωση είχε παραισθήσεις για δύο εβδομάδες, όταν μια φίλη του που δούλευε σε φαρμακείο του έδωσε θειικό άλας ατροπίνης πιστεύοντας ότι ήταν το αγαπημένο του θειικό άλας αμφεταμίνης και ο Lemmy κατανάλωσε μια ποσότητα 200 φορές μεγαλύτερη από υπερβολική δόση. Άρχισε να μιλάει στην τηλεόραση μέχρι που ξύπνησε στο νοσοκομείο. εκεί οι γιατροί τον ενημέρωσαν ότι αν αργούσε μια ώρα ακόμα θα είχε πεθάνει. Για τις δύο επόμενες εβδομάδες ο Lemmy είχε παραισθήσεις. «Κάθισα να διαβάσω ένα βιβλίο αλλά μόλις γύρισα την σελίδα 42, δεν υπήρχε πλέον βιβλίο».
Καθόλου τυχαία λοιπόν, ο Lemmy αποφάσισε να ονομάσει το επόμενο εγχείρημά του Motörhead, από τον τίτλο του τελευταίου τραγουδιού που είχε γράψει για τους Hawkwind.
Το πρώτο άλμπουμ του Lemmy με τους Hawkwind ήταν το Doremi Fasol Latido του 1972, όπου αναγράφεται ως «Lemmy The Lurch». Ακολούθησε το εμβληματικό Space Ritual, ηχογραφημένο ζωντανά στο Liverpool και στο Brixton Sundown στις 22.12.72 και στις 30.12.72 και στη συνέχεια τα στούντιο άλμπουμ Hall Of The Mountain Grill του 1974 και Warrior On The Edge Of Time του 1975.
«WE ARE MOTÖRHEAD AND WE PLAY ROCK AND ROLL»
Λέγεται ότι ο συγγραφέας William Burroughs χρησιμοποίησε την έκφραση «heavy metal» στο Γυμνό Γεύμα, το μυθιστόρημά του που εκδόθηκε το 1959, αλλά η αλήθεια είναι ότι αναφέρεται για πρώτη φορά στο βιβλίο του συγγραφέα Nova Express (1964) που ολοκληρώνει την τριλογία Nova, ξεκινώντας από το The Soft Machine του 1961 –από όπου πήραν το όνομά τους, το 1966 οι Soft Machine, το γνωστό συγκρότημα του Καντέρμπουρι– και The Ticket That Exploded (1962). Στο Nova Express, λοιπόν, υπάρχει ο χαρακτήρας του Heavy Metal Kid που παρουσιάστηκε ως «Uranian Willy The Heavy Metal Kid». Γνωστός και ως Willy o Αρουραίος.
Επίσης, οι Steppenwolf χρησιμοποίησαν το στίχο «Heavy Metal Thunder» στην επιτυχία τους «Born Τo Be Wild».
H χρήση της έκφρασης όμως χρονολογείται από τον 19ο αιώνα, και αναφερόταν γενικότερα στην εξουσία. Έχει επίσης χρησιμοποιηθεί για την ταξινόμηση ορισμένων χημικών στοιχείων ή ενώσεων, όπως στη φράση «δηλητηρίαση από βαρέα μέταλλα». (Στη χημεία στα βαρέα μέταλλα συμπεριλαμβάνονται το κάδμιο, το αργίλιο, το νικέλιο, το αρσενικό, ο μόλυβδος κ.α.)
Πάντως, λίγο πριν καταλήξει στη δημιουργία των Motörhead, ο Lemmy, σχημάτισε τους Bastard με τον Larry Wallis (απεβίωσε στις 10 Σεπτεμβρίου 2019), πρώην κιθαρίστα των Pink Fairies, των Shagrat (του Steve Peregrin Took που αργότερα θα έπαιζε με τον Marc Bolan στους Tyrannosaurus Rex και του Mick Farren των ψυχεδελικών proto-πάνκηδων Deviants) και των UFO. Οι δυο τους ήταν στενοί φίλοι και μάλιστα ο Wallis ήταν πατριός του Paul, του γιού του Lemmy.
Ναι, καταλαβαίνω ότι αυτό θέλει λίγη σκέψη για να το χωνέψετε, αλλά… ας πάμε παρακάτω.
Στα τύμπανα κάθισε ο Lucas Fox που όταν αποχώρησε έπαιξε με το πανκ συγκρότημα Warsaw Pakt και αργότερα συνεργάστηκε με τον Andrew Eldritch στο άλμπουμ Gift και στο σινγκλ «Giving Ground» των Sisterhood.
Το όνομα Bastard άλλαξε σε Motörhead όταν ο μάνατζερ είπε στον Lemmy ότι η ιστορική τηλεοπτική εκπομπή Pop of the Pops δεν επρόκειτο ποτέ να φιλοξενήσει μια μπάντα με τέτοιο όνομα, που να έβγαζε ο ήλιος κέρατα…
Ενώ κόντευαν να ολοκληρώσουν τις ηχογραφήσεις του άλμπουμ On Parole (το οποίο επρόκειτο να είναι το πρώτο για τους Motörhead αλλά θα παρέμενε ακυκλοφόρητο για τρία χρόνια), ο Fox αποχώρησε και τον αντικατέστησε ο ντράμερ Phil Taylor (γνωστός και ως «Philthy Animal») τον οποίο ο Lemmy είχε γνωρίσει τυχαία λόγω κάποιας φάσης με αμφεταμίνες. Ο Taylor τον πήγε με το αυτοκίνητό του στα Rockfield Studios παίρνοντας μαζί του και ένα σετ τύμπανα επειδή είχε καυχηθεί στον Lemmy ότι ήταν ντράμερ.
Εκείνη την εποχή ο Taylor είχε βρει δουλειά βάφοντας ένα πλωτό σπίτι και επιστάτης του έτυχε να είναι ο «Fast» Eddie Clarke. Όταν ο Taylor ανέφερε ότι μόλις είχε μπει στους Motörhead, ο Clarke ενδιαφέρθηκε έχοντας διαβάσει σχετικά για το συγκρότημα και είπε στον Taylor ότι ήταν κιθαρίστας, χωρίς ωστόσο να αναφέρει ότι είχε ηχογραφήσει δύο άλμπουμ με το blues prog rock συγκρότημα Curtis Knight Zeus του Αμερικάνου μουσικού Curtis Knight, ο οποίος είχε συνεργαστεί με τον Jimi Hendrix πριν ο τελευταίος φύγει για το Λονδίνο και τα πάρει όλα σβάρνα.
Έτσι λοιπόν, όταν τον Φεβρουάριο του 1976 ο Wallis έριξε την ιδέα της προσθήκης ενός δεύτερου κιθαρίστα στους Motörhead, ο Taylor πρότεινε τον Clarke και το συγκρότημα έγινε για ένα διάστημα τετραμελές. Όμως ο Wallis είχε αρχίσει να χάνει το ενδιαφέρον του για το συγκρότημα και τον ίδιο μήνα κιόλας το εγκατέλειψε και οι Motörhead ξανάγιναν τρίο.
Ο Wallis συνέχισε να παίζει με τους Pink Fairies και τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς κυκλοφόρησε μαζί τους το σινγκλ «Between the Lines»/»Spoiling for a Fight» μέσω της Stiff Records, το οποίο πούλησε μόλις 5000 αντίτυπα. Τον Οκτώβριο του 1976, η ίδια εταιρεία θα κυκλοφορούσε το σινγκλ που θεωρείται η πρώτη punk rock κυκλοφορία – το «New Rose» των Damned.
Από εκεί και πέρα, ο Wallis έπιασε δουλειά σαν παραγωγός της εταιρείας.
Στο μεταξύ, η σύνθεση Lemmy, Clarke, Taylor θεωρείται η κλασσική line-up των Motörhead, μιας και οι τρείς τους κυκλοφόρησαν τα άλμπουμ Motörhead (1977), Overkill (1979), Ace of Spades (1980), Bomber (1979), No Sleep 'til Hammersmith (1981) και Iron Fist (1982), πέρα από τα σινγκλ τους.
Για να βάλουμε όμως όλες αυτές τις μουσικές εξελίξεις μέσα στο κοινωνικό πλαίσιο, το 1974 η Βρετανία είχε φτάσει σε σημείο να καθιερώσει την Τριήμερη Εβδομάδα, για να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα από τις απεργίες των ανθρακωρύχων και των σιδηροδρομικών.
Από την 1 Ιανουαρίου 1974, οι εμπορικοί χρήστες ηλεκτρικής ενέργειας περιορίζονταν σε τρεις καθορισμένες διαδοχικές ημέρες κατανάλωσης κάθε εβδομάδα, ενώ απαγορεύτηκε να εργάζονται περισσότερες ώρες αυτές τις ημέρες. Οι υπηρεσίες που κρίθηκαν απαραίτητες (π.χ. νοσοκομεία, σούπερ μάρκετ και τυπογραφεία εφημερίδων) εξαιρούνταν. Οι τηλεοπτικοί σταθμοί σταματούσαν τη μετάδοση στις 22:30 για να εξοικονομήσουν ηλεκτρική ενέργεια, αν και αυτός ο περιορισμός καταργήθηκε μετά την προκήρυξη γενικών εκλογών. Οι περιορισμοί της Τριήμερης Εβδομάδας άρθηκαν στις 7 Μαρτίου 1974.
Νικήτρια των εκλογών ήταν η υπερσυντηρητική Margaret Thatcher, η λεγόμενη Σιδηρά Κυρία της Βρετανίας…
Μέσα σε όλα αυτά, το 1976 έσκασε το punk rock κάνοντας τα πρώτα του βήματα σε μια κοινωνία που σπαρασσόταν από απεργίες, συγκρούσεις με την αστυνομία, φτώχεια και εξαθλίωση.
Αυτό που έκανε η μουσική των Motörhead ήταν να δώσει μια punk rock ευαισθησία στον σκληρό ήχο του rock ’n’ roll και οι πάνκηδες αγκάλιασαν και αγάπησαν το συγκρότημα όσο και οι οπαδοί του heavy metal, γεφυρώνοντας έτσι τις μουσικές διαφορές των παιδιών της εργατικής τάξης.
ΤΕΛΙΚΑ, ΟΙ MOTÖRHEAD ΗΤΑΝ PUNK Η HEAVY METAL ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ;
Παρόλο που το συγκρότημα συχνά θεωρείται πρόδρομος ή ένα από τα πρώτα μέλη του New Wave of British Heavy Metal, το οποίο αναζωογόνησε το heavy metal στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και στις αρχές της δεκαετίας του 1980, o Lemmy υποστήριζε ότι γενικά αισθανόταν περισσότερη συγγένεια με τους πανκηδες παρά με τους metalheads και όταν οι Damned ξέμειναν από μπασίστα, έπαιξε μαζί τους για κάμποσες συναυλίες.
Για πρώτη φορά ο Captain Sensible, ο Lemmy και ο Rat Scabies, ο ντράμερ των Damned, έπαιξαν μαζί σε μια συναυλία με το όνομα Les Punks το 1976. Τρία χρόνια αργότερα, οι Damned ανασυντάχτηκαν με τη σύνθεση των Les Punks για κάμποσες demo ηχογραφήσεις και ζωντανές εμφανίσεις χρησιμοποιώντας το όνομα The Doomed.
«Στην πραγματικότητα, του προσφέραμε μόνιμη δουλειά επειδή πράγματι έσωσε το συγκρότημα…» δήλωσε κάποια στιγμή στο περιοδικό Uncut o Captain Sensible. «Χωρίς τον Lemmy και την ενθάρρυνσή του δεν νομίζω ότι θα είχαμε συνεχίσει. Αλλά είχε άλλο συγκρότημα κι έτσι δεν μπορούσε. Ο Lemmy ήταν ένας σπουδαίος άντρας – ένας πραγματικός δανδής, ένας κύριος με όλη τη σημασία της λέξης. Πάντα όμως διατηρούσε το δικαίωμα να είναι τόσο αγενής όσο χρειαζόταν, εφόσον το απαιτούσε η περίσταση!»
Σε μια συνέντευξη για το περιοδικό Spin το 2009, ο Lemmy μίλησε για το punk rock χρησιμοποιώντας τους The Clash και Ramones ως παράδειγμα για να περιγράψει πώς δεν ήταν όλα στο punk ίσα στα μάτια του.
Lemmy και Ozzy
«Όπως οι πανκηδες έτσι κι εμείς βάλαμε στην άκρη όλον αυτόν τον κουραστικό Rick Wakeman της δεκαετίας του ’70, με τα ψευτοκουλτουριάρικα κίτρινα παντελόνια καμπάνα, τα καφτάνια, τα σανδάλια και όλες αυτές τις μαλακίες. Αν έβλεπες πώς μοιάζαμε θα νόμιζες ότι ήμασταν punk συγκρότημα. Θυμάμαι ότι ένα βράδυ κατέβηκα στο λονδρέζικο κλαμπ Roxy για να δω τι ήταν το punk. Στεκόμουν στο μπαρ κι αυτός ο θάμνος πίσω μου λέει: «Πουλούσα LSD στα ολονύχτια σόου του [με τους Hawkwind] στο King’s Cross». Και όταν γύρισα να κοιτάξω ήταν ο Johnny Rotten».
Αργότερα στη συζήτηση, ο Lemmy περιέγραψε γιατί πίστευε ότι οι Ramones ήταν η κορυφή του punk και οι Clash το αντίθετο. «Ποτέ δεν μου άρεσαν οι Clash», υποστήριξε. «Ακουγόντουσαν σαν παλιά μουσική, καμουφλαρισμένη με το πανκ. Ωστόσο, οι Ramones ήταν ιδιοφυΐες. Ο Joey είχε άποψη για το rock and roll και ήμασταν φίλοι, αν και δεν ήμασταν κοντά όταν πέθανε. Μισώ να βλέπω ετοιμοθάνατους ανθρώπους. Προτιμώ να τον θυμάμαι όπως ήταν».
Αν και οι metalheads όλου του κόσμου διεκδικούσαν τους Motörhead, τα πράγματα δεν ήταν τόσο απλά. Το 2011 ο Lemmy δήλωσε κατηγορηματικά: «Δεν ήμασταν heavy metal. Ήμασταν ένα rock 'n' roll συγκρότημα. Ακόμα είμαστε. Όλοι μας περιγράφουν ως heavy metal ακόμα κι όταν εγώ τους λέω το αντίθετο. Γιατί ο κόσμος δεν ακούει;» To 2014 είπε στο Der Spiegel ότι δεν του άρεσε ιδιαίτερα το metal.
Μέχρι το τέλος τους, οι Motörhead είχαν κυκλοφορήσει είκοσι τρία στούντιο και δέκα live άλμπουμ αντίστοιχα, δώδεκα συλλογές και πέντε EP. Μέχρι το 2012, είχαν πουλήσει περισσότερα από 15 εκατομμύρια άλμπουμ παγκοσμίως.
Δεν έχει νόημα να γράψω λεπτομέρειες για κάθε άλμπουμ τους, οπότε θα αναφέρω τους τίτλους αυτών που ακολούθησαν το Iron Fist: Another Perfect Day (1983) Orgasmatron (1986) Rock 'n' Roll (1987) 1916 (1991) March ör Die (1992) Bastards (1993) Sacrifice (1995) Overnight Sensation (1996) Snake Bite Love (1998) We Are Motörhead (2000) Hammered (2002) Inferno (2004) Kiss of Death (2006) Motörizer (2008) The Wörld Is Yours (2010) Aftershock (2013) Bad Magic (2015).
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, η υγεία του Lemmy άρχισε να επιδεινώνεται. Στην εμφάνισή τους στο Wacken της Γερμανίας το 2013, αναγκάστηκε να διακόψει τη συναυλία. Μέχρι εκείνη την εποχή ζούσε με διαβήτη τύπου 2, βασιζόταν σε απινιδωτή και του είχε τοποθετηθεί βηματοδότης. Κάποιες αλλαγές στον τρόπο ζωής ήταν αναγκαίες κι έτσι ο Lemmy μείωσε το κάπνισμα από δύο πακέτα τσιγάρα την ημέρα σε ένα. Μετά από 40 χρόνια που έπινε μισό γαλόνι Jack Daniels καθημερινά, άλλαξε σε βότκα-πορτοκάλι και δεν έπινε περισσότερα από πέντε ποτά καθημερινά. Εξακολουθούσε πάντως να παίρνει αμφεταμίνες κάθε μέρα.
Ενώ ελάχιστα γράφτηκαν σε όλη του την ζωή για την ψυχική του υγεία, προς το τέλος υπέφερε από κατάθλιψη. Αυτό οφειλόταν στα προβλήματα υγείας που είχε, καθώς και στους θανάτους πολλών φίλων του που συνδέονταν με τα ναρκωτικά. Το 2015, η ομιλία του άρχισε να επιδεινώνεται και φίλοι του ανησύχησαν μήπως είχε υποστεί εγκεφαλικό. Η ακτινογραφία όμως αποκάλυψε ότι έπασχε από καρκίνο. Ο Lemmy πέθανε λίγες ημέρες μετά τη διάγνωση της ασθένειάς του και μόλις τέσσερις ημέρες μετά τα 70ά του γενέθλια. Επισήμως, ως αιτία θανάτου αναφέρθηκαν ο καρκίνος του προστάτη, η καρδιακή αρρυθμία και η συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια.
Όταν ο Lemmy Kilmister αναχώρησε από τα εγκόσμια στις 28 Δεκεμβρίου 2015, ο Mickey Dee, ο ντράμερ της μπάντας, ανακοίνωσε επισήμως τη διάλυση των Motörhead και ότι δεν θα ακολουθούσαν άλλες περιοδείες ή άλμπουμ.
Γελάω ακόμα με μια σκηνή από το ντοκιμαντέρ Lemmy The Movie, όπου ο Lemmy συζητάει με τον ηθοποιό Billy Bob Thornton και ο δεύτερος του λέει ότι είχε συμφωνήσει να πάρει 100.000 (δεν θυμάμαι τώρα το ακριβές ποσό) για να παίξει σε κάποια ταινία. Ο Lemmy του απαντάει ότι εκείνος είχε πουλήσει ένα τραγούδι του στους Metallica για 100.000.
Δεν θα αναφέρω άλλες συνεργασίες του επειδή ήταν αμέτρητες.
Ούτε μας ενδιαφέρει κάτι παραπάνω σχετικά με την προσωπική του ζωή, όπως με πόσες γυναίκες είχε κοιμηθεί ή κάτι τέτοιο.
Σημασία έχει ότι επηρέασε χιλιάδες ανθρώπους με την μουσική του και ότι η κοινωνικές συνθήκες τον επηρέασαν τόσο ώστε να δημιουργηθεί ένας κύκλος αλληλεπίδρασης.
Κάποιες απόψεις του έγιναν σεβαστές από τον κοινωνικό περίγυρο, αλλά αυτό που κυρίως έκανε για εμάς, ήταν να μας πάρει από το χέρι και να μας πάει μια βόλτα με όχημα το rock’n’roll, από την δεκαετία του 1960 μέχρι το 2015. Για αυτό και τον ευχαριστούμε.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΣΧΕΤΙΚΑ:
Lemmy: Σκόρπιες στάχτες, γεμάτες σφαίρες...
«Ζωντανές» παρακαταθήκες (πρώτο μέρος): Motörhead - «No Sleep ’Till Hammersmith»
Lemmy: «Ποτέ μου δεν ήπια γάλα, ούτε θα πιώ...»
O Lemmy για την Tina Turner...
Lemmy: «Αν δεν γουστάρεις τους Supersuckers, δεν γουστάρεις το rock and roll!»
Nik Turner: «Τι επαγγέλεστε;» «Διαστημικός τσιγγάνος…»
Hawkwind “Urban Guerrilla” Η μικρή-μεγάλη ιστορία ενός απαγορευμένου τραγουδιού
ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ (ΕΝΤΕΛΩΣ ΕΛΕΥΘΕΡΑ):
ΑΚΟΥΣΤΕ:
Οι Motörhead στη παραλία του Αλίμου τον Ιούλιο του 2004 (audio)
Οι Motorhead στο Θέατρο του Λυκαβηττού το καλοκαίρι του 2007 (audio)
Μιχάλης Πούγουνας
Ο Μιχάλης Πούγουνας γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα. Σπούδασε σκηνοθεσία κιν/φου, έχει κάνει δυο ντοκιμαντερ με τιτλο Όταν η Καλλιθέα Πήγαινε Cinema (υπάρχουν στο YouTube) και βραβεύτηκε για την ταινία μικρού μήκους “Vlad ο Δαιμων” στο Διεθνες Φεστιβαλ Ταινιών της Πάτρας. Ήταν ιδρυτικό μέλος και τραγουδιστής των Flowers of Romance απο το 1981 ως το 1998 και των Nexus απο το 1999 ως το 2005. Το 2000 δημιούργησε την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρία Cyberdelia ενω απο το 2011 μεχρι σήμερα παρουσιάζει την δύωρη ραδιοφωνική εκπομπή The Blackout Radio Show with Mike Pougounas που μεταδίδεται απο ενα Αμερικάνικο ραδιοφωνικό σταθμό στα FM, τρεις Αγγλικούς ιντερνετικούς, έναν Ελληνικό κι έναν Κυπριακό. Έχει κυκλοφορήσει το βιβλίο “Rock’n’Roll rules ok?” με κείμενα σχετικά με την αλληλεπίδραση του ροκ και της κοινωνίας, καθως και τα μυθιστορήματα «To Κλειδί της Εύας» και «Μαύρο Χιόνι». Απο το 2006 είναι ο τραγουδιστής των New Zero God. Έχει κυκλοφορήσει συνολικά 13 στούντιο άλμπουμ.
Μιχάλης Πούγουνας
Ο Μιχάλης Πούγουνας γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα. Σπούδασε σκηνοθεσία κιν/φου, έχει κάνει δυο ντοκιμαντερ με τιτλο Όταν η Καλλιθέα Πήγαινε Cinema (υπάρχουν στο YouTube) και βραβεύτηκε για την ταινία μικρού μήκους “Vlad ο Δαιμων” στο Διεθνες Φεστιβαλ Ταινιών της Πάτρας. Ήταν ιδρυτικό μέλος και τραγουδιστής των Flowers of Romance απο το 1981 ως το 1998 και των Nexus απο το 1999 ως το 2005. Το 2000 δημιούργησε την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρία Cyberdelia ενω απο το 2011 μεχρι σήμερα παρουσιάζει την δύωρη ραδιοφωνική εκπομπή The Blackout Radio Show with Mike Pougounas που μεταδίδεται απο ενα Αμερικάνικο ραδιοφωνικό σταθμό στα FM, τρεις Αγγλικούς ιντερνετικούς, έναν Ελληνικό κι έναν Κυπριακό. Έχει κυκλοφορήσει το βιβλίο “Rock’n’Roll rules ok?” με κείμενα σχετικά με την αλληλεπίδραση του ροκ και της κοινωνίας, καθως και τα μυθιστορήματα «To Κλειδί της Εύας» και «Μαύρο Χιόνι». Απο το 2006 είναι ο τραγουδιστής των New Zero God. Έχει κυκλοφορήσει συνολικά 13 στούντιο άλμπουμ.
Μιχάλης Πούγουνας
Ο Μιχάλης Πούγουνας γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα. Σπούδασε σκηνοθεσία κιν/φου, έχει κάνει δυο ντοκιμαντερ με τιτλο Όταν η Καλλιθέα Πήγαινε Cinema (υπάρχουν στο YouTube) και βραβεύτηκε για την ταινία μικρού μήκους “Vlad ο Δαιμων” στο Διεθνες Φεστιβαλ Ταινιών της Πάτρας. Ήταν ιδρυτικό μέλος και τραγουδιστής των Flowers of Romance απο το 1981 ως το 1998 και των Nexus απο το 1999 ως το 2005. Το 2000 δημιούργησε την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρία Cyberdelia ενω απο το 2011 μεχρι σήμερα παρουσιάζει την δύωρη ραδιοφωνική εκπομπή The Blackout Radio Show with Mike Pougounas που μεταδίδεται απο ενα Αμερικάνικο ραδιοφωνικό σταθμό στα FM, τρεις Αγγλικούς ιντερνετικούς, έναν Ελληνικό κι έναν Κυπριακό. Έχει κυκλοφορήσει το βιβλίο “Rock’n’Roll rules ok?” με κείμενα σχετικά με την αλληλεπίδραση του ροκ και της κοινωνίας, καθως και τα μυθιστορήματα «To Κλειδί της Εύας» και «Μαύρο Χιόνι». Απο το 2006 είναι ο τραγουδιστής των New Zero God. Έχει κυκλοφορήσει συνολικά 13 στούντιο άλμπουμ.