In memoriam: Bon Scott (Ronald Belford "Bon" Scott, 9 Ιουλίου 1946 – 19 Φεβρουαρίου 1980)
- Details
- Published: Friday, 19 February 2021 09:52
- Written by Merlin's Music Box

Γράφει ο Αργύρης Αργυριάδης
Πολλά έχουν ειπωθεί το τελευταίο διάστημα εν μέσω της συνδημίας Covid 19 σχετικά με την κατάλυση της «θείας κοινωνίας» από λαϊκούς και ιερείς. Στο παρόν κείμενο θα ασχοληθούμε με τη συγκλονιστική περίπτωση της κατάλυσης των σταχτών του Joe Hill. Η ιστορία του δολοφονημένου συνδικαλιστή των Βιομηχανικών Εργατών του Κόσμου (IWW-Wobblies) έχει περιγραφεί αναλυτικά στο Μαθήματα Ιστορίας: Joe Hill, ο άνθρωπος που δεν πέθανε ποτέ, η μνήμη της δολοφονίας του όμως συνεχίζει να μας στοιχειώνει με το τραγούδι « I Dreamed I Saw Joe Hill Last Night», που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως prequel αυτού που επακολουθεί. Η όλη περίπτωση ταιριάζει καθ’ ολοκληρία στη δυναμική και αισθητική της rock and roll κουλτούρας.
Ήταν Φεβρουάριος του 1969 και ενώ ο Bob Dylan βρισκόταν στα στούντιο της Columbia στο Νάσβιλ έχοντας μόλις ολοκληρώσει τις ηχογραφήσεις για το ένατο άλμπουμ του, Nashville Skyline, δέχτηκε την επίσκεψη του Johnny Cash, ο οποίος δήλωνε μεγάλος θαυμαστής της μουσικής του Dylan.
Γράφει ο Γιάννης Καστανάρας
Tο Absolutely Live που κυκλοφόρησε το 1970, είναι το μόνο επίσημο live άλμπουμ που κυκλοφόρησαν οι Doors στη διάρκεια της ζωής του Jim Morrison. Είναι επίσης ένα παρεξηγημένο άλμπουμ. Οι ιστορικοί της rock μουσικής το θυμούνται σαν το ντοκουμέντο ενός καλλιτέχνη που βρίσκεται σε παρακμή. Στην πραγματικότητα, το Absolutely Live συλλαμβάνει μια εποχή, όταν ο Jim Morrison ανακάλυπτε ένα νέο καλλιτεχνικό οίστρο μέσω του πρωτοποριακού θεάτρου.
Γράφει ο Μιχάλης Πούγουνας
Σήμερα η ακρόαση έχει έναν ακόμα πιο παλιό δίσκο από αυτούς που άκουσα από τότε που επισκευάστηκε το stereo: Το συγκρότημα είναι οι ψυχεδελικοί Sam Gopal και το άλμπουμ τους Escalator του 1969. Τι το ιδιαίτερο έχουν οι Sam Gopal; Μα είναι το συγκρότημα στο οποίο έπαιξε ο Lemmy όταν έφυγε από τους The Rockin' Vickers!
Γράφει ο Γιώργος Τσέκας
Παραμονή της Γιορτής Τους, την Νύχτα με τα δυο φεγγάρια στέκεσαι σαν να υπάρχει και άλλος χρόνος/ούτε θυμάσαι ποτέ πέφτει ποια, βουβός μέσα στη λήθη δεν θυμάσαι ποια αρρώστια γέννησε τα δάκρυα
Γράφει ο Δημήτρης Τζάνογλος
Στις 29 Ιανουαρίου το 2021 έφυγε η θεία μου, Λευκή Τζάνογλου, λίγο καιρό πριν κλείσει τα 98 της χρόνια. Από μικρός θυμάμαι την αδυναμία που είχε στα ανίψια της. Λίγες μέρες πριν φύγει, ζήτησε να ξεκλειδώσουμε ένα ντουλάπι που κρατούσε κάποιες επιστολές που λάμβανε από τον έρωτά της στα μέσα του περασμένου αιώνα. Γράμματα που ξεκινούσαν από το 1948 και έφταναν μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1960. Με έμπνευση αυτές τις επιστολές έγραψα ένα μικρό διήγημα ως φόρο τιμής και ως αντίο στη θεία.
Γράφει ο Μιχάλης Πούγουνας
Θυμάμαι εκείνο το μεσημέρι που άκουσα το “Fireworks” στην ραδιοφωνική εκπομπή του Γιάννη Πετρίδη και έπαθα σοκ. Είχε κυκλοφορήσει σε επτάιντσο σινγκλ τον Μάϊο του 1982 σαν προάγγελος του άλμπουμ A Kiss in a Dreamhouse, χωρίς ωστόσο να συμπεριληφθεί στο δίσκο και τελικά το βρήκα και το αγόρασα στο Λονδίνο πολύ αργότερα. Φαινόταν όμως ότι το άλμπουμ που επρόκειτο να κυκλοφορήσουν οι Siouxsie & the Banshees θα ήταν κάτι εντελώς διαφορετικό, και μάλιστα σε μια εποχή που όποιος τολμούσε να εκστομίσει τη λέξη «ψυχεδέλεια» έκανε τους γύρω του να ξεκαρδίζονται στα γέλια.
Ο Bill Haley υπήρξε ένας από τους πρωτοπόρους του Rock 'n' Roll - αν και κάπως ξεχασμένος σήμερα - με πολλές επιτυχίες στη δεκαετία του '50.
Γράφει ο Θανάσης Ζελιαναίος
Όταν στις αρχές του 1977 ο Bob Marley έφτασε στην Αγγλία για μόνιμη εγκατάσταση, περισσότερο για να γλιτώσει το κεφάλι του παρά για οτιδήποτε άλλο, βρήκε την φλεγόμενη πανκ σκηνή της Αγγλίας στη μεγάλη της ακμή. Ταυτόχρονα, η κουλτούρα της πατρίδας του, με αιχμή του δόρατος την ρέγκε, είχε ήδη παρεισφρήσει στο μεγάλο νησί από πολύ πιο παλιά με τους πρώτους μετανάστες, αλλά και κάτω από τη δισκογραφική στέγη της Island, η οποία ήδη είχε γίνει ένα σημαντικό label στο χώρο της ποπ.
Μεταφράζει* ο Μιχάλης Πούγουνας
Το τελευταίο εν ζωή μέλος της μπάντας των Bee Gees μιλά για το πώς τα χάλασε με τα αδέρφια του λίγο πριν πεθάνουν, πώς η γυναίκα του τον έσωσε από τα ναρκωτικά - και γιατί ζήτησε από τον Michael Jackson να σηκωθεί να φύγει από το σπίτι του. Ο Barry Gibb χαζεύει την οθόνη του laptop μου φορώντας το μαύρο καπέλο του. Βρίσκεται στο Μαϊάμι όπου ζει από το 1974, όταν η καριέρα των Bee Gees βρισκόταν σε αδιέξοδο και ο Eric Clapton είχε προτείνει ότι μια αλλαγή σκηνικού μπορεί να τους έκανε καλό. Εγκαταστάθηκαν όλοι μαζί εκεί, μετακομίζοντας στο σπίτι που ο Clapton απαθανάτισε στο εξώφυλλο του άλμπουμ 461 Ocean Boulevard. Ο Gibb δεν έφυγε ποτέ από εκεί, παρόλο που έχει άλλο ένα σπίτι στην Αγγλία. Όπως λέει, του αρέσει το Μαϊάμι επειδή του θυμίζει την Αυστραλία, όπου είχε μεταναστεύσει με τους γονείς του όταν ήταν 11 ετών.
Γράφει ο Γιώργος Τσέκας
«Και τι είμαστε δηλαδή; Σαν τι παραπάνω μοιάζουμε αν όχι σαν θλιβερές αντιστροφές της πραγματικότητας; Τι είμαστε, ρωτάς; Ένα μάτσο αναλώσιμοι που πρέπει να παράγουμε πλούτο που θα τον καρπωθούν άλλοι, λίγοι, και που πρέπει χωρίς αναστολές να καταναλώνουμε άχρηστα αντικείμενα υποκατάστατα της ευτυχίας μας και των γύρω μας σαν προϋπόθεση ώστε να μας χαρίσουν αυτοί οι λίγοι, το μοναδικό μας δικαίωμα: να ζήσουμε και να χαιρόμαστε με τα απολύτως απαραίτητα όταν μας το επιτρέψουν οι συνθήκες και η κατάσταση της οικονομίας καθώς και οι διεθνείς συγκυρίες. Στο δώσαν από πολύ νωρίς να το καταλάβεις καλά αυτό, σαν ένα κατοικίδιο ζωάκι που κουνάει την ουρά του όταν το αποφασίσει το αφεντικό του και όταν θέλει να ξεσπάσει πάνω του τη βάζει στα σκέλια και πνίγει το κλάμα του όταν το χέρι που το χάιδευε αρχίσει ξάφνου να το χτυπάει».
Γράφει ο Γιάννης Ζελιαναίος
«Γιατί σε κάθε περίπτωση, όποιος και να 'σαι επιθυμείς τα ίδια πράγματα όπως όλος ο κόσμος, σαν όλο τον κόσμο και θα πρέπει να ασχοληθείς να τα πάρεις και να τα πάρεις μέσα απ’ τον κόσμο. Έπειτα μπορείς να τα περιφρονήσεις όλα, πράγματα και ανθρώπους. Αλλά όχι προηγουμένως, όχι προηγουμένως, προηγουμένως είσαι ένας σακάτης που φτύνεις όσους περπατούν κανονικά… Ταπείνωσα, ατίμασα το υπέροχο αίσθημα της περιφρόνησης που μ’ επισκέφτηκε. Η ζωή μου τσακίστηκε στα πόδια».