...Η συναυλία του Σαββάτου στην ιδιαίτερη μου πατρίδα σε μια μικρή επαρχιακή πόλη στο κέντρο της Ελλάδας ήταν μια καλή ευκαιρία να βρω τον Νικόλα, που παρά την καθημερινή μας επικοινωνία διέκρινα μια σταδιακή απομάκρυνση μεταξύ μας και κάθε μας συνομιλία θύμιζε συνεδρία ψυχολόγου-ασθενή με τους ρόλους να εναλλάσσονται αλλά με κοινό παρονομαστή το φάσμα της κατάθλιψης να μας σκεπάζει και τους δύο όπως μια μάνα φασκιώνει το μωρό της σαν νυχτώσει, αλλά και τον Καρίμ που είχα εντελώς αγνοήσει όλο αυτόν τον καιρό στην Αθήνα, κυρίως γιατί βαριόμουν να τον ακούω να μιλάει ακατάπαυστα για τα πάντα αλλά του τηλεφώνησα να ανέβουμε «προς τα πάνω» μαζί για να «θυμηθούμε τα παλιά» όπως μου είπε και περισσότερο εκ μέρους μου να μοιράσουμε τα έξοδα. Το όνομα του συγκροτήματος και η βαριά του κληρονομιά ήταν σαφώς πόλος έλξης από όλη την χώρα και από τις γειτονικές Σερβία και Βουλγαρία και η πόλη είχε γεμίσει μέταλλο και δέρμα από την προηγούμενη μέρα που μαύριζε τους κεντρικούς δρόμους της. Πριν το λάιβ ο Καρίμ με ενημέρωσε πως ο Νικόλας δεν θα έρθει στη συναυλία και πως έβλεπε έναν αγώνα της αγαπημένης του ομάδας από το 2013 με την Βέροια στο Youtube σε ένα εκπληκτικό κανάλι όπως το χαρακτήρισε γεμάτο θησαυρούς που ανακάλυψε το 'πράσινα όνειρα χαμένα' ή έτσι το βάφτισε ο Καρίμ, που έδειχνε παλιά ματς σπάνια που ήθελε να μελετήσει και αυτό ο Καρίμ δεν το έβλεπε σαν κάτι ανησυχητικό για τον Νικόλα και έσπευσε αμέσως να με καθησυχάσει πως ήταν θέμα καθαρά ποδοσφαιρικό και όχι δείγμα αρρωστημένης ψυχικής υγείας και εννοείται πως δεν συμφώνησα μαζί του αφού γνωρίζοντας την ψυχοσύνθεση του Καρίμ που ποτέ δεν διέκρινε πουθενά κάποιο πρόβλημα σε οτιδήποτε ή οποιονδήποτε από την παρέα και να μας συνέβαινε ούτε όταν κάναμε διακοπές στη Σύρο και βρεθήκαμε άφραγκοι γιατί μας κλέψανε οι δύο κοπέλες που γνωρίσαμε το προηγούμενο βράδυ και φύγανε πρωί πρωί με το καράβι ενώ κοιμόμασταν, ούτε όταν μας την πέσανε στη Σόφια πέντε σκίνχεντ στο μπαρ όταν άκουσαν το όνομα του φωνάζοντας τον 'Κεμπάπ' μα γυρίσαμε χωρις γρατσουνιά στο ξενοδοχείο ή όταν βρεθήκαμε να πίνουμε σαμπάνια με τον Alice Cooper 504 χλμ πιο βόρεια από το σπίτι μας στο κάμπριο του διοργανωτή της συναυλίας σαν τέσσερις παλιόφιλοι. Δεν ξέρω αν ήταν η προκλητική εξωστρέφεια του το κύριο προσόν του η αν η θεά τύχη τον λατρεύει αυτό που κατάλαβα με τα χρόνια είναι πως η μεγαλύτερη ικανότητα του ήταν να προβάλλει έντονα τα θέλω του και το εγώ του χωρίς να προσποιείται σχεδόν να τα διαδηλώνει με φωνές και κινήσεις των χεριών, που άλλους και κυρίως εμένα θα τους έφερναν σε δυσμενή θέση ενώ η συμπεριφορά αυτή εκείνου του άνοιγε διάπλατα τις πόρτες που κρυβόταν από πίσω οι επιθυμίες του. Η συναυλία ήταν όπως την είχα φανταστεί. Κακός ήχος από την μία και επιμελώς στα όρια τυπικής διεκπεραίωσης εμφάνισης από το συγκρότημα και από την άλλη ποζεριλίκια και με το ζόρι αυθυποβολή πως όλα ήταν υπέροχα από τους περισσότερους που έχουν συνηθίσει το ρόλο του κομπάρσου στο θέμα ψυχαγωγία σαν καταναλωτές δεύτερης διαλογής, που ξεγελούν τον εαυτό τους και ίσως και κάποιους αρκετούς δίπλα τους με θεατρινισμούς και υπερβολές. Άλλωστε και εγώ έχω αποδεχτεί πως ζω σε ένα κόσμο που το ψεύτικο μοιάζει φυσιολογικό. Η βραδιά προορίζονταν για τραγωδία. Η ιδέα να πάμε στο τοπικό μεταλλαδικό μπαρ ήταν μια απελπισμένη κίνηση και άλλη μια ευκαιρία να επιστρέψω σε παλιά λημέρια• στη συντροφιά του ποτού. Το κλίμα ήταν παραδόξως διαφορετικό από το μίζερο μοτίβο του «πλήττω γιατί πίνω, πίνω γιατί πλήττω» και ο Καρίμ βυθισμένος σε σκέψεις πάνω από το κινητό του όπου έγραφε ασταμάτητα, στην αρχή μου φάνηκε σαν ακατάπαυστο τσατ με συνεχόμενα μηνύματα σε γκόμενα ή στη σύζυγο του αλλά μια κλεφτή ματιά στην οθόνη του κινητού του τον πρόδωσε πως έγραφε άλλη μια από τις ιστορίες του ενώ η αυστηρότητα που με επίπληξε στο λαθραίο κοίταγμα με ένα είμαι εδώ για την μουσική και τις φτηνές μπύρες αντί του αναμενόμενου επιτηδευμένα κουλτουριάρικα αριστερά από τον Καρίμ «δεν έχω γκόμενα γιατί δεν χρειάζομαι ούτε επιβεβαίωση ούτε να ξεγελάσω μια υποτιθέμενη ανία με ψευδείς ηδονές» με έκανε να σταματήσω να σκέφτομαι πράγματα που δεν με αφορούσαν αλλά και άσχετα με την πραγματικότητα, που με την σειρά της με ξεγελούσε υπό τους ήχους του L.O.V.E. Machine των WASP. Από τη μια αποδέχομαι το ψεύτικο σαν κάτι φυσιολογικό και από την άλλη αφέθηκα στην αλήθεια της ομορφιάς σου, στο εφήμερο του κεραυνοβόλου έρωτα, στο φευγαλέο που επιβλήθηκε σε μόνιμο, αν και εξοικειωμένος με την φθορά που επιφέρει και τα σημάδια που χαράσσει πάνω μου πάλευα να σε αποφύγω μάταια προσπάθησα να κάνω πως δεν σε είδα...
Πάσχισα για λίγο να βρω έναν όμοιο μου να μιλήσω να πιαστώ αλλά η εκκωφαντική μουσική και ο καπνός κάλυψαν τα νώτα σου και δεν είδα την νύχτα που έφυγε χωρίς να σε ξαναδώ. «Σε δέκα λεπτά το πολύ θα είναι εδώ ανόητε» μου ειπε ο Καρίμ. «Ορίστε;» απάντησα.
«Επειδή έχω δουλειά αύριο μεσημέρι θα φύγω σε καμιά ώρα για Αθήνα θα το πάρω σερι οπότε το σπίτι είναι δικό σου αν θες να πάτε με την κοπέλα που καθόταν στην σκάλα και σε προλαβαίνω πως ήδη έκανα κράτηση για άλλες δύο μέρες σε περίπτωση που μείνετε εδώ νομίζω είναι και αυτή από άλλη πόλη οπότε μείνετε για το τριήμερο δεν νομίζω να έχεις να κάνεις κάτι καλύτερο» . Δεν θυμάμαι να είπε κάτι περισσότερο γιατί εκείνη την ώρα ξαναμπήκες στο μαγαζί, και όλα σταμάτησαν. Χάθηκε μέσα στον κόσμο ο φίλος μου κι εγώ στο βλέμμα σου.
Μιλάνε όλοι για την αγωνία του τερματοφύλακα πριν από το πέναλτι ακούγεται τσιτάτο υπάρχει και βιβλίο όποτε μπαλαδοφατσες μυρωδιές αλλά και διανοούμενοι και ψευτοκουλτουριάδηδες το χρησιμοποιούν, μα δεν μιλάει κανένας για αυτόν που εκτελεί το πέναλτι και τι πιθανότητες έχει για γιουχάισμα αν το χάσει, που είναι αλήθεια πολλαπλάσιες από αυτές του να σκοράρει ενώ ο γκολκίπερ έχει ήδη την συμπαράσταση του κόσμου και δη άπαντες είναι έτοιμοι να πάρουν λίγη από την δόξα του ζητωκραυγάζοντας για το κατόρθωμα του. Ο δόλιος ο εκτελεστής, εγώ δηλαδή, έτρεμε ολόκληρος μπροστά σου. Και τότε θυμήθηκα πως αν και ήξερα το αποτέλεσμα, ένας ακόμα ανώφελος έρωτας , άλλη μια περιπέτεια δίχως ωραίο τέλος τον σοφό Lemmy να βρυχάται πως The Chase Is Better Than The Catch...
Μια εγγενής αδυναμία να απαντήσω στο γιατί συνεχίζω, με ωθεί σε δεύτερες σκέψεις και με ειλικρίνεια παραδέχομαι πως μόνο αυτό ξέρω να κάνω. Να δίνω και να δίνομαι. Δεν ήταν κάτι το κεραυνοβόλο, αν και είχε τα στοιχεια της έκπληξης και του θαυμασμού, τους δέους. Στην αντιερωτική εποχή της ύλης και του φαίνεσθαι, δεν ζητήσαμε το προφίλ του ινσταγκραμ για να ξεψαχνίσουμε το παρελθόν μας, αρκεστήκαμε στο χωρίς γεια ή χειραψία
-«Ισαβέλλα»
-«Μάριος, χάρηκα».
-«Από εδώ είσαι;»
-«Από Παγκράτι, ήρθα για το λαιβ, εσύ από που μας ήρθες;» Η ερώτηση σε έκανε να σκάσεις χαμόγελο. Απάντησες με βιασύνη:
-«Χτες γυρίσαμε με τον Χρήστο, ο ψηλός που έφερε τα ποτά και είναι στη πόρτα τώρα φεύγει» μου λες και τον δείχνεις με το δάκτυλο χωρίς να τον κοιτάζεις, ούτε καν προς την μεριά του, «από διακοπές, ήμασταν στην Καραϊβική». Δεν αντιδρώ αλλά για καλό και για κακό με προλαβαίνεις πριν πω κάτι «δεν ήμαστε κάτι, όχι πια, χωρίσαμε στο ταξίδι, αλλά ολα οκ... είχαμε κλεισει για τριήμερο εδώ και απλά ήρθαμε δεν τρέχει κάτι...» συμπλυρώνεις τσαπατσούλικα και επιπόλαια. Για το υπόλοιπο της βραδιάς πλέον επιπόλαια είναι τα αγγίγματα, οι αυτοσχεδιασμοί, και ένα καινούριο εγώ, το εμείς.
Ακόμα μια ευκαιρία να ξαναδιηγηθώ την ζωή μου, να ζήσω ένα καινούριο αύριο να ακούσω μια διαφορετική αλήθεια, την αλήθεια σου. Που είναι ψεύτικη όσο το δίκοπο τσεκούρι που κρέμεται στον τοίχο του μαγαζιού. Το προδιαγεγραμμένο τέλος, αναπόφευκτο και βίαιο, θα φέρει λύτρωση, ο πόνος, ο μόνος φίλος που στέκεται δίπλα σου απομακρύνοντας το φευγαλέο, το ρηχό, το με ημερομηνία λήξης. Το αίμα που κυλά από την πληγωμένη ψυχή σου θυμίζει πως ζεις.
Πιάνω το χέρι σου και από τον σφυγμό σου καταλαβαίνω πως λες ψέμματα. Ένα τάνυσμα του χρόνου, μια φαντασίωση που προβλέπει την πραγματικότητα, σαν να εχουν όλα ήδη συμβεί μροστά στα μάτια μου πριν πούμε «σ’ άγαπώ»...τα χάδια, τα βλέμματα, το πρώτο φιλί και το δεύτερο ποτό, εκεί δηλαδή που κατα τον Γκαλεάνο οι άνθρωποι σταματάμε να είμαστε θνητοί, τα χέρια της καθημερινότητας που στραγγαλίζουν τον έρωτα, η απόσταση που ξεσκίζει την σάρκα μας, ένα όνειρο που εκπληρώθηκε, ο χωρισμός, τα κλάματα, οι φωνές, το αντίο, ο πρωήν σου που δεν ήταν ποτέ πρώην, μια μακρύτατη στιγμή μια περιπλάνηση στο μέλλον, μια παλινδρόμηση στον χρόνο.
Επιπόλαια συναισθήματα, αυτοκαταστροφικά, ένα καινούριο εγώ, το μόνος.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΣΧΕΤΙΚΑ:
Ο Λαβύρινθος του Μπόρχες και ο Χριστός στο Μουντιάλ του 1994...
Γιώργος Τσέκας
Ηeavy metal lover, bad decision taker, satan worshipper, storyteller, collector of mistakes...
Γιώργος Τσέκας
Ηeavy metal lover, bad decision taker, satan worshipper, storyteller, collector of mistakes...
Γιώργος Τσέκας
Ηeavy metal lover, bad decision taker, satan worshipper, storyteller, collector of mistakes...