Hawkwind: Διαστημικοί μαχητές του ήχου...

Γράφει ο Μιχάλης Πούγουνας

Αν κάποιος θα ήθελε να έχει καλύτερη εικόνα για τους τους Hawkwind και την κατάσταση που επικρατούσε όταν ο Lemmy μπήκε σε αυτό το συγκρότημα, θα πρέπει να ξεκινήσει από το New Wave.
Ο όρος Νέο Κύμα (New Wave) χρησιμοποιήθηκε γενικά στην Βρετανία για τις νέες καλλιτεχνικές τάσεις στη διάρκεια της δεκαετίας του 1960, μιμούμενος τον όρο nouvelle vague που είχε χρησιμοποιηθεί για ορισμένες ταινίες του γαλλικού κινηματογράφου. Ο όρος εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο τεύχος του αμερικανικού περιοδικού Analog Science Fiction and Fact τον Νοέμβριο του 1961 από τον συγγραφέα και κριτικό P. Schuyler Miller, για να περιγράψει τη νέα γενιά Βρετανών συγγραφέων του είδους.

Η πιο σημαντική πηγή επιστημονικής φαντασίας του New Wave ήταν το βρετανικό περιοδικό New Worlds, σε επιμέλεια του Michael Moorcock, ο οποίος έγινε συντάκτης του το 1964 έχοντας εκφράσει μαζί με τον J. G. Ballard την επιθυμία να αναζωογονήσουν το περιοδικό που κυκλοφορούσε από το 1938.

Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η ανθολογία του Harlan Ellison, Dangerous Visions (1967), συχνά θεωρείται ως η πιο πρώιμη εμφάνιση του είδους. Οι Ursula K. Le Guin, J. G. Ballard, Samuel R. Delany, Roger Zelazny, Joanna Russ, James Tiptree Jr. (ψευδώνυμο της Alice Bradley Sheldon), Thomas M. Disch και Brian Aldiss ήταν επίσης σημαντικοί συγγραφείς που σχετίζονται με το ύφος.
Το New Wave επηρεάστηκε και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού από τον μεταμοντερνισμό, τον σουρεαλισμό, την πολιτική της δεκαετίας του 1960 (βλ. την αντιπαράθεση γύρω από τον πόλεμο του Βιετνάμ), και από κοινωνικές τάσεις όπως η υποκουλτούρα των ναρκωτικών, η σεξουαλική απελευθέρωση και το κίνημα του περιβαλλοντισμού. Προετοίμασε επίσης το έδαφος για άλλα είδη, όπως το cyberpunk.


O J. G. Ballard (1930-2009) έγινε γνωστός στη δεκαετία του 1960 ως ένας συγγραφέας που συνδεόταν με το βρετανικό «New Wave» των συγγραφέων επιστημονικής φαντασίας και ανήκε σε μια ομάδα που περιλάμβανε τους Michael Moorcock και Brian Aldiss. Δεν τον ενδιέφεραν τα διαστημικά ταξίδια ή τα ταξίδια στον χρόνο και ποτέ δεν έγραψε κάτι που να διαδραματιζόταν στο διάστημα ή στο μέλλον. Ήθελε να γράφει επιστημονική φαντασία για το παρόν κι έτσι, όπως και άλλοι συγγραφείς του βρετανικού λογοτεχνικού κινήματος «New Wave», ανέπτυξε μια μορφή επιστημονικής φαντασίας που απέβλεπε στην προσέγγιση του θέματος από τη σκοπιά του πολιτισμού και της πνευματικής ιστορίας παρά της λογοτεχνικής ανάλυσης.
Ο στόχος ήταν να δοθεί η ευκαιρία στους αναγνώστες να προσεγγίσουν ψυχολογικά τις πιέσεις του σύγχρονου τρόπου ζωής.
[To τραγούδι «Atrocity Exhibition» των Joy Division είναι εμπνευσμένο από το ομώνυμο μυθιστόρημα του J. G. Ballard (1970)].

O Moorcock έγινε τελικά εκδότης του New Worlds, όταν ο αρχικός εκδότης το εγκατέλειψε εξαιτίας οικονομικών προβλημάτων. Η γραφή του δεν έμοιαζε με το συνηθισμένο ύφος των περισσότερων συγγραφέων επιστημονικής φαντασίας που αιχμαλώτιζαν την φύση με εξωγήινους, μηχανές από άλλους κόσμους κ.ο.κ. Οι ιστορίες του Moorcock ήταν πιο απαισιόδοξες και παρ’ όλο που είχε συναντήσει τον J. R. R. Tolkien και τον φίλο του, τον συγγραφέα C. S. Lewis, τους συμπαθούσε ως προσωπικότητες αλλά το έργο τους δεν του άρεσε από λογοτεχνικής άποψης. Αν και δεν απέρριπτε το βιβλίο, θεωρούσε ότι ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών αντικατόπτριζε μια ουτοπική αντίληψη της αγγλικής κοινωνίας και του πολιτισμού της.
Ακόμα, στο δοκίμιο που έγραψε το 1978 με τίτλο «Starship Stormtroopers» (Αναρχική Επιθεώρηση), ο Moorcock, κατέκρινε την αυταρχική τοποθέτηση στα έργα κάποιων συγγραφέων, όπως ο Robert A. Heinlein και ο H. P. Lovecraft. Τον δεύτερο, επειδή στα διηγήματά του εξέφραζε αντισημιτικές, μισογυνιστικές και ρατσιστικές απόψεις.

Michael Moorcock

Το πρώτο τεύχος του New Worlds με τον Moorcock στο τιμόνι, κυκλοφόρησε Μάιο/Ιούνιο του 1964, και το εξώφυλλο είχε φιλοτεχνήσει ο James Cawthorn, ο εικονογράφος του πρώτου μέρους της νουβέλας του Ballard, Equinox. Ο Ballard συνέβαλε επίσης σε μια βιβλιοκριτική για το Dead Fingers Talk του William Burroughs, ένα βιβλίο που συνδύαζε τμήματα από τα προηγούμενα μυθιστορήματα του Burroughs, Naked Lunch, Soft Machine και The Ticket That Exploded, σε μια προσπάθεια να δημιουργήσει ένα νέο τρόπο αφήγησης. Οι ιστορίες των Brian Aldiss, Barrington Bayley και John Brunner συμπλήρωναν το τεύχος. Στο κύριο άρθρο του, ο Moorcock περιλάμβανε ένα απόσπασμα από μια ραδιοφωνική συνέντευξη με τον William Burroughs να λέει ότι «Αν οι συγγραφείς θέλουν να περιγράψουν τις προηγμένες τεχνικές της Διαστημικής Εποχής, πρέπει να εφεύρουν εξίσου προηγμένες τεχνικές γραφής για να το κάνουν σωστά».

Υπό την καθοδήγησή του Moorcock, το περιοδικό έδωσε χώρο σε νέους συγγραφείς του New Wave για να δοκιμάσουν πιο πειραματικές μεθόδους γραφής. Ο ίδιος είχε παρατηρήσει ότι οι γνωστοί συγγραφείς της Βρετανίας ήταν περισσότερο οπισθοδρομικοί και συντηρητικοί από όσο θα ήθελε, ενώ εξίσου συντηρητικοί ήταν οι εκδότες αλλά και το αναγνωστικό κοινό.
Έτσι, όταν ανέλαβε εκείνος, το New Worlds φιλοξένησε συγγραφείς που έγραφαν για την μελλοντική κοινωνία, την πολιτική, την θρησκεία, την φιλοσοφία και την σεξουαλικότητα και τα θέματα τεχνολογικής ανάπτυξης παραμερίστηκαν για να αρχίσει μια εσωτερική αναζήτηση του ανθρώπου.
Στα πρώτα τεύχη, ο Moorcock περιλάμβανε ιστορίες που είχαν σκοπό να καταδείξουν τους συντακτικούς του στόχους. Η πιο αμφιλεγόμενη από αυτές ήταν το «I Remember, Anita...» του Langdon Jones, η οποία εμφανίστηκε στο τεύχος Σεπτεμβρίου/Οκτωβρίου 1964 και περιείχε σεξουαλικές σκηνές που οδήγησαν σε καβγάδες στη στήλη επιστολών του περιοδικού και ορισμένοι τακτικοί συνδρομητές εγκατέλειψαν το περιοδικό, αν και η συνολική κυκλοφορία αυξήθηκε.
Φυσικά τα πράγματα σε εκείνη την δεκαετία δεν ήταν όλα μέλι-γάλα. Στην Βρετανία ας πούμε υπήρχαν πάλι νεοναζί που υπό την ηγεσία του Colin Jordan με το Εθνικό Σοσιαλιστικό Κίνημα (National Socialist Movement – το 1968 μετονομάστηκε σε Βρετανικό Κίνημα και το βρήκαν μπροστά τους οι Βρετανοί πάνκηδες, μέχρι το 1983, όταν κατέρρευσε και επικράτησε το ιδίων απόψεων Εθνικό Μέτωπο). Στη Γαλλία υπήρχε ο Γαλλικός Μάης, οι Provos στην Ολλανδία, οι Μαύροι Πάνθηρες στην Αμερική….
Μέσα σε όλη αυτή την συγγραφική δραστηριότητα και τις πολιτικές αναταράξεις στον πλανήτη Γη, η αποστολή Απόλλων 11 ήταν η διαστημική πτήση που προσεδάφισε τους δύο πρώτους ανθρώπους στη Σελήνη τον Ιούλιο του 1969. Τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς, σχηματίστηκαν στο Λονδίνο οι Hawkwind…


HAWKWIND

To 1969 ξεκινά η μπάντα που έγινε πρότζεκτ, το προτζεκτ που έγινε το επίκεντρο της συγκέντρωσης μιας φυλής, μιας φυλής που έγινε ένας μεγάλος βρετανικός θεσμός και ίσως το σημαντικότερο συγκρότημα στη βρετανική μουσική πέρα από τους Beatles. Ένα συγκρότημα που είχε επηρεαστεί από κάθε «στυλ», εξ ου και η ανάγκη για ένα δικό του είδος: το space rock.
Όλα περιστρέφονται γύρω από τον Dave Brock. Κάποια μέλη έφυγαν, κάποια μέλη πέθαναν, κάποια επέστρεψαν, αλλά ο Brock παρέμεινε στο πόστο του, όπως ο καπετάνιος όταν το καράβι του βυθίζεται και όλοι το εγκαταλείπουν εκτός από αυτόν.

O Nik Turner γνώρισε τον Dave Brock στο Χάαρλεμ της Ολλανδίας το 1967 όταν, τριγυρνώντας όλη την Ευρώπη, έτυχε να δουλεύει σε ένα τοπικό τσίρκο. Είχε κάνει μαθήματα κλαρινέτου και σαξοφώνου για δύο χρόνια στις αρχές των ‘60s αλλά δεν θεωρούσε τον εαυτό του ολοκληρωμένο μουσικό. Απλά, σε κάποιες από τις περιηγήσεις του συνάντησε στο Βερολίνο μερικούς μουσικούς της free jazz που τον έπεισαν ότι η έκφραση ήταν σπουδαιότερη από την τεχνική επάρκεια και τότε αποφάσισε ότι αυτό που ήθελε να κάνει ήταν να παίζει free jazz σε ένα ροκ συγκρότημα.
Επειδή ο Turner διέθετε ένα βαν, όταν δημιουργήθηκαν οι Hawkwind αρχικά προσφέρθηκε να γίνει ο roadie της μπάντας. Ωστόσο, όταν οι υπόλοιποι ανακάλυψαν το πάθος του για το σαξόφωνο, αποφάσισαν να του δώσουν μια θέση στο συγκρότημα για να συμπληρώσει την περίεργη αίσθηση του ήχου τους.
Σε μια από τις καλοκαιρινές δουλειές που έπιασε, ο Turner είχε γνωρίσει έναν άλλο εποχικό εργάτη, τον Νοτιοαφρικανό Robert Calvert, ο οποίος είχε γεννηθεί στην Πραιτόρια αλλά η οικογένεια μετακόμισε στην Αγγλία όταν ήταν παιδί και καθώς μεγάλωνε, άρχισε να γνωρίζει την μποέμικη σκηνή του Λονδίνου γράφοντας ποίηση.
Το 1967, ο Calvert δημιούργησε τη θεατρική ομάδα Street Dada Nihilismus και στα τέλη της δεκαετίας άρχισε να γράφει στο Friends, ένα από τα κορυφαία underground περιοδικά της εποχής. Έτσι, είχε την ευκαιρία να γνωρίσει από κοντά συγγραφείς επιστημονικής φαντασίας του New Wave και συνδέθηκε στενά με τον Michael Moorcock. Μάλιστα, ποιήματα του Calvert δημοσιεύτηκαν στο New Worlds αλλά και σε άλλα περιοδικά.

 

Όταν ο Calvert γνώρισε τον Dave Brock, εντάχθηκε στους Hawkwind ως στιχουργός, ποιητής και περιστασιακός τραγουδιστής, μπαινοβγαίνοντας στη σύνθεση της μπάντας για να γράφει βιβλία ή να συνθέτει δικά του άλμπουμ – μάλιστα έγραψε μαζί με τον Lemmy, την επιτυχία των Hawkwind, «Silver Machine».
Εξαιτίας της διπολικής διαταραχής από την οποία έπασχε, ο Calvert είχε εξάρσεις που γενικά δημιουργούσαν προβλήματα στις σχέσεις του με τους άλλους μουσικούς. Παρ’ όλα αυτά, θα συνεργαζόταν με καλλιτέχνες τεράστιου βεληνεκούς όπως ο Michael Moorcock, ο Brian Eno, ο Arthur Brown, ο Steve Peregrin Took, ο Jim Capaldi, ο Steve Pond, οι Inner City Unit, o Vivian Stanshall, οι Nektar, ο John Greaves, ο Adrian Wagner και οι Amon Düül II.

Από την άλλη, ο Dave Brock δεν είχε σκοπό να ασχοληθεί επαγγελματικά με την μουσική. Το πρωί δούλευε σε μεταλλουργικές εργασίες, ενώ το βράδυ έπαιζε jazz και blues σε κλαμπάκια με φίλους του όπως ο Eric Clapton. Δημιούργησε ένα τρίο, τους Dharma Blues Band, για να συνοδεύει πλανόδιους Αμερικάνους μπλουζίστες, όπως ο Memphis Slim και ο Champion Jack Dupree. Τους Dharma Blues Band μπορεί να τους ακούσει κανείς να παίζουν το «Dealing with the Devil» του Sonny Boy Williamson και το «Roll 'Em Pete» του Pete Johnson, στη συλλογή Blues Anytime: An Anthology of British Blues. Το 1967 το συγκρότημα κυκλοφόρησε ένα άλμπουμ χωρίς τον Brock, o οποίος είχε αρχίσει να τριγυρνά στην Ευρώπη παίζοντας μουσική στον δρόμο, πριν σχηματίσει τους The Famous Cure, με τον Pete Judd στη φυσαρμόνικα (αργότερα τον αντικατέστησε ο Mick Slattery) και τον κιθαρίστα John Illingworth.
Με την εξάπλωση της ψυχεδέλειας στην βρετανική σκηνή, το συγκρότημα άρχισε να κάνει χρήση LSD, πράγμα που άλλαξε τον ήχο του μιας και άρχισαν να χρησιμοποιούν ηλεκτρικά όργανα και ηχητικά εφέ. Ο Brock με τον Slattery συνέχιζαν να παίζουν μαζί το 1969, μέχρι που γνώρισαν τον μπασίστα John A. Harrison και έβαλαν τις βάσεις για τους Hawkwind, χωρίς ωστόσο να έχουν επιλέξει ακόμα το όνομά τους.
Προσκάλεσαν τον φίλο τους Nik Turner και τον παλιό γνώριμο του Brock, Michael «Dik Mik» Davies, έβαλαν μια διαφήμιση σε κάποια μουσική εφημερίδα που τράβηξε την προσοχή του δεκαεπτάχρονου ντράμερ Terry Ollis και έκαναν την πρώτη τους εμφάνιση ως Group X, μια βραδιά τον Αύγουστο του 1969, στο All Saints Hall στο Νότινγκ Χιλ (γνωστό και ως London Free School) παίζοντας μια εικοσάλεπτη διασκευή του «Eight Miles High» των Byrds.

Μια περιγραφή του All Saints Hall, βοηθάει να σχηματίσουμε μια καλύτερη εικόνα της εποχής: To London Free School ήταν ένα πρόγραμμα κοινοτικής δράσης για την εκπαίδευση ενηλίκων, εμπνευσμένο από τα αμερικανικά δωρεάν πανεπιστήμια (και το Victorian Jewish Free School στο Spitalfields). Οι διοργανωτές έχουν περιγραφεί ως ένας «προσωρινός αναρχικός συνασπισμός» της παλιάς φρουράς της Νέας Αριστεράς και των ακτιβιστών της Καμπάνιας για τον Πυρηνικό Αφοπλισμό (CND) με τη νέα γενιά των μπίτνικ και των χίπηδων.
Στην φάση αυτή ήταν μπλεγμένοι χίπηδες όπως ο Michael X (το 1972 καταδικάστηκε για φόνο και εκτελέστηκε το 1975) ο Peter Jenner (που εκείνη την εποχή μόλις άρχιζε να μανατζάρει τους Pink Floyd), ο Joe Boyd της Elektra Records και των UFO, ο Andrew King (αργότερα μάνατζερ), ο ποιητής Michael Horovitz, ο φιλόσοφος John Michell, η τραγουδίστρια Julie Felix, ο αναρχικός ποιητής, ζωγράφος, και μουσικός Jeff Nuttall, ο μουσικός, ποιητής και θεατρικός συγγραφέας Neil Oram, η ηθοποιός Anjelica Huston, οι Pink Floyd και άλλοι.

Το Νότινγκ Χιλ είναι μια γειτονιά στα όρια της περιοχής Λάντμπροκ Γκρόουβ όπου έζησαν και έδρασαν οι Hawkwind.
Οι Group X, λοιπόν, έπαιρναν LSD πριν βγουν στη σκηνή και έπαιζαν για ώρες, χρησιμοποιώντας στραβοσκοπικό φωτισμό, κάτι πρωτοποριακό για την εποχή.
Εκείνη την πρώτη βραδιά, στον χώρο βρισκόταν ο περίφημος Βρετανός ραδιοφωνικός παραγωγός ο John Peel. Η μπάντα του άρεσε και το είπε στον Doug Smith, τον μάνατζερ των Group X, ο οποίος έσπευσε να τους βρει δισκογραφική εταιρεία.
Το όνομα Hawkwind προέκυψε αργότερα καθώς ήταν επηρεασμένοι από τα βιβλία του Moorcock, και το 1969, με αυτή την σύνθεση και ως Hawkwind Zoo, πρόλαβαν και ηχογράφησαν το πρώτο τους σινγκλ «Hurry On Sundown/Kiss Of The Velvet Whip», το οποίο επανακυκλοφόρησαν με νέα μείξη στις 26 Ιουνίου του 1970 με εταιρεία την Liberty και flipside το «Mirror of Illusion». Αργότερα, το «Hurry On Sundown» το διασκεύασαν οι Kula Shaker, οι Moon Duo, οι Psychic TV και πολλοί άλλοι.
Ακολούθησε η πρώτη αλλαγή στη σύνθεση της μπάντας (από τις 50 που θα γίνουν συνολικά), με τον Mick Slattery να αποχωρεί (πέθανε τον Μάρτιο του 2023) και τον Huw Lloyd-Langton να τον αντικαθιστά στην κιθάρα.
Για την παραγωγή του πρώτου τους, ομώνυμου άλμπουμ οι Hawkind (πλέον) κάλεσαν τον κιθαρίστα των Pretty Things, Dick Taylor, άρχισαν να παίζουν σε όποια συναυλία και φεστιβάλ μπορούσαν, ενώ γνωρίστηκαν με τους Pink Fairies, επίσης από το Λάντμπροκ Γκρόουβ του Δυτικού Λονδίνου, οι οποίοι κατάπιναν τα ίδια ψυχεδελικά ναρκωτικά και πολλές φορές ανέβαιναν όλοι μαζί στη σκηνή παίζοντας ως «Pinkwind».

 

ΛΑΝΤΜΠΡΟΚ ΓΚΡΟΟΥΒ

Το Λάντμπροκ Γκρόουβ είναι μια μεγάλη περιοχή του Δυτικού Λονδίνου που στην δεκαετία του ‘60 ήταν η πρωτεύουσα του ανεξάρτητου τύπου και το μέρος όπου ζούσαν περιθωριακές κοινότητες. Μετά τις ταραχές που ξέσπασαν στο Νότινγκ Χιλ το 1958, η περιοχή μπήκε στην μαύρη λίστα της πολεοδομίας και εγκαταλείφθηκε στην τύχη της, δίνοντας την ευκαιρία σε ανθρώπους που δεν εμπιστεύονταν την εξουσία, να μετακομίσουν σε ανακαινισμένα βικτοριανά κτήρια κατά μήκος του δρόμου.
Εκεί ήταν η έδρα του Friends, ενός 15θήμερου περιοδικού που έμοιαζε με το θρυλικό Oz και κάλυπτε από πολιτικά θέματα, μέχρι ό,τι άλλο συνέβαινε στο underground, αρκεί να καταφερόταν εναντίον του συστήματος.

Οι Hawkwind στη σκηνή μαζί με τους Pink Fairies

Οι Hawkwind χρησιμοποιούσαν καθημερινά τα γραφεία του Friends ως τόπο συνάντησης και καθώς στην περιοχή αυτή κατοικούσε και ο Michael Moorcock που βοηθούσε στο στήσιμο συναυλιών και ήδη είχε γράψει κάποιους στίχους (ο Moorcock συχνά αναφέρει το Λάντμπροκ Γκρόουβ ως έδρα των φανταστικών χαρακτήρων του, Jerry Cornelius και Colonel Pyat) και κάπως έτσι τα μέλη της μπάντας γνωρίστηκαν μαζί του.
Οι Deviants και οι Pink Fairies ήταν άλλα δυο συγκροτήματα της περιοχής και από αυτά θα προέκυπτε μια σειρά από άλλα, επηρεασμένα από τον αναρχικό τραγουδιστή και συγγραφέα Mick Farren.
Το 1976, ακόμα και ο Joe Strummer των Clash έμενε σε μια κατάληψη της περιοχής.

 

HAWKWIND KAI MOORCOCK

Προκειμένου το συγκρότημα να αυξήσει την δημοτικότητά του, φρόντιζε να παίζει παντού και δωρεάν, με αποτέλεσμα οι Hawkwind να αποκτήσουν ένα φανατικό κοινό που τους ακολουθούσε και να γίνουν πρεσβευτές της μουσικής σκηνής του Λάντμπροκ Γκρόουβ. Δεν υπολόγιζαν καθόλου τα χρήματα ενώ είχαν σχέσεις και με το Κόμμα των Λευκών Πανθήρων ( White Panther Party) του John Sinclair, μάνατζερ των MC5 από το Ντιτρόιτ.
Κάθε εμφάνισή τους προσέλκυε και ανθρώπους που πουλούσαν ή έπαιρναν ναρκωτικά, ενώ ταυτόχρονα στην χώρα κορυφωνόταν το κίνημα των ελεύθερων φεστιβάλ, τα οποία άρχιζαν με την δύση του ήλιου και συνεχίζονταν ως την ανατολή αφού δεν υπήρχε χρονικός περιορισμός, ενώ οι κατασκηνωτές έστηναν τις σκηνές τους γύρω από υπαίθριες φωτιές.
Ένα από τα φεστιβάλ στα οποία συμμετείχαν ήταν το Isle of Wight που πραγματοποιήθηκε μεταξύ 26 και 31 Αυγούστου 1970 στο Afton Down, μια περιοχή στη δυτική πλευρά της βρετανικής Νήσου Ουάιτ. Οι Hawkwind έπαιξαν στις 27 του μηνός και το συγκεκριμένο φεστιβάλ ήταν το τελευταίο από τα τρία που έγιναν για τρεις συνεχόμενες χρονιές, από το 1968 μέχρι το 1970. (Το φεστιβάλ επανήλθε το 2002 και συνεχίζεται αδιαλείπτως μέχρι σήμερα, με εξαίρεση το 2020 που ακυρώθηκε εξαιτίας του κορονοϊού)

Οι Hawkwind ήταν το συγκρότημα που έθεσε τα όρια ανάμεσα στην μουσική βιομηχανία και τους καλλιτέχνες της ανεξάρτητης σκηνής, με τον Mick Farren και τους White Panthers να προκαλούν επεισόδια έξω από τον χώρο του φεστιβάλ εκτοξεύοντας τούβλα και πέτρες στους σεκιουριτάδες για να μπει ο κόσμος δωρεάν.
Εκτός των Hawkwind στο ίδιο φεστιβάλ εμφανίστηκαν οι Jimi Hendrix Experience, οι Doors, οι Who, οι Supertramp, οι Taste, οι Chicago, οι Procol Harum, ο Miles Davis, η Joni Mitchell, οι Ten Years After, οι Emerson Lake & Palmer, ο Leonard Cohen, οι Sly and the Family Stone και άλλοι.
Απλά, οι Hawkwind βρίσκονταν στην άλλη πλευρά ενός ιδεολογικού φράχτη.
Με τα πολλά ναρκωτικά όμως προέκυψαν και άλλες αποχωρήσεις από το συγκρότημα, με πρώτο τον μπασίστα που αντικαταστάθηκε προσωρινά από τον Thomas Crimble, ο οποίος θα έπαιζε με τους Hawkwind κάθε νύχτα για οκτώ μήνες μέχρι που τη βραδιά της εμφάνισης στο Isle of Wight πήρε μια μεγάλη απόφαση: Σκέφτηκε ότι θα έπρεπε να υπήρχε κάποιος τρόπος καλύτερης διοργάνωσης των φεστιβάλ και έτσι τα παράτησε για να γίνει ένας από τους κεντρικούς διοργανωτές του πρώτου Glastonbury Festival το 1971, κάτι που συνέχισε να κάνει για σχεδόν 30 χρόνια.
Ο επόμενος που αποχώρησε από τους Hawkwind ήταν ο Huw Lloyd-Langton ο οποίος, εκείνη την βραδιά στο φεστιβάλ του Isle of Wight, μπούκωσε ένα κακό τριπάκι και υπέστη νευρικό κλονισμό. Η αλήθεια είναι ότι στο χώρο δεν υπήρχαν πολλά ποτά να πιεί χωρίς να περιέχουν LSD ή Orange Sunshine, από την παραγωγή των «ψυχεδελικών χημικών» Nicholas Sand και Tim Scully. O Langton πέθανε τον Δεκέμβριο του 2012.

Δεν υπήρχαν όμως μόνο αποχωρήσεις.
Κάποιος πρότεινε στον Moorcock να τους δει και όταν αυτός παρακολούθησε μια από τις εμφανίσεις των Hawkwind ενθουσιάστηκε επειδή «έμοιαζαν με τρελαμένους που τους κρατούσαν φυλακισμένους σε αυτό το διαστημόπλοιο για τουλάχιστον 10.000 χρόνια».
Εκείνη την βραδιά οι Hawkwind τον ανέβασαν στην σκηνή για να απαγγείλει το «Sonic Attack» που είχε στίχους όπως: «Σε περίπτωση Ηχητικής Επίθεσης στην περιοχή σας ακολουθήστε αυτές τις οδηγίες/ Αν κάνετε έρωτα είναι επιτακτική ανάγκη/όλα τα σώματα να φτάσουν σε οργασμό – ταυτόχρονα/Μη σπαταλάτε χρόνο κλείνοντας τα αυτιά σας. Μη σπαταλάτε χρόνο γυρεύοντας ένα ηχομονωμένο καταφύγιο/Προσπαθήστε να απομακρυνθείτε όσο το δυνατόν περισσότερο από την ηχητική πηγή/Μην πανικοβάλλεστε!» Εκείνη την εποχή υπήρχε γενικότερα μια αισιοδοξία στην ατμόσφαιρα που έκανε τους νέους να μην πιστεύουν ότι το πράγμα μπορεί να στράβωνε.
Το επόμενο άλμπουμ τους, το In Search of Space (γνωστό και ως «Χ In Search of Space») κυκλοφόρησε στις 8 Οκτωβρίου 1971. Το πρωτότυπο εξώφυλλο του το είχε φιλοτεχνίσει ο γραφίστας Barney Bubbles [το αληθινό του όνομα ήταν Colin Fulcher και πέθανε το 1983]. Δικές του δουλειές ήταν και τα εξώφυλλα των επόμενων άλμπουμ των Hawkwind, Doremi Fasol Latido και Space Ritual. Αργότερα, ο Bubbles εργάστηκε για τη Stiff Records και δημιούργησε εξώφυλλα για τους Damned, τον Elvis Costello, τον Ian Dury και τον Wreckless Eric, μεταξύ πολλών άλλων. Ο Bubbles έπασχε από μανιοκατάθλιψη και αυτοκτόνησε στα 41 του χρόνια.
Το In Search of Space έφτασε στο νούμερο 18 των βρετανικών. Το εξώφυλλο του Barney Bubbles και οι στίχοι του Robert Calvert θα ανέπτυσσαν ακόμα περισσότερο την σκηνική φιλοσοφία του συγκροτήματος με το Space Ritual, ενώ ο Michael Moorcock και η χορεύτρια Stacia άρχισαν κι εκείνοι να συμβάλουν δυναμικά στην όλη φάση.

Σύμφωνα με τις σημειώσεις στο In Search of Space, η Stacia (Blake) άρχισε να συνεργάζεται με το συγκρότημα όταν ο Robert Calvert τη στρατολόγησε για τις ζωντανές εμφανίσεις. Άλλες πηγές αναφέρουν ότι ήταν φίλη του Nik Turner. Το 2012, ο Turner εξήγησε στο περιοδικό Mojo: «Συνάντησα τη Stacia για πρώτη φορά όταν παίξαμε στο Isle of Wight... Με ρώτησε αν μπορούσε να χορέψει μαζί μου. Της απάντησα, «Ναι, αλλά πρέπει πρώτα να βγάλεις όλα σου τα ρούχα. Και να ζωγραφίσεις το σώμα σου». Μετά την ένταξή της, το 1971, η Stacia έγινε αμέσως αναπόσπαστο μέρος του ζωντανού σόου και ανανέωνε τακτικά την εμφάνισή της χορεύοντας τόπλες ή γυμνή, με το σώμα της διακοσμημένο με ιριδίζoντα ή φωτεινά χρώματα.

Η Stacia έμεινε στους Hawkwind από τις αρχές έως τα μέσα της δεκαετίας του 1970, ιδίως κατά την εποχή του Space Ritual. Έφυγε από το συγκρότημα το 1975 μετά από μια περιοδεία για την προώθηση του άλμπουμ Warrior on the Edge of Time. Μπορεί να μην ήταν δική της η απόφασή της να φύγει. Η αποχώρησή της, πάντως, μαζί με αυτή του Lemmy και του Robert Calvert, σήμανε το τέλος μιας εποχής.
Η Stacia Blake επέστρεψε στη σκηνή τον Ιούλιο του 2019 σε εμφανίσεις μαζί με τον Nik Turner και την χορεύτρια, Mrs Angel στο Kozfest. H αιφνιδιαστική παρουσία της ήταν η πρώτη από τον Αύγουστο του 1975, όταν εμφανίστηκε για τελευταία φορά με τους Hawkwind στο Reading Festival.


Ας γυρίσουμε όμως πίσω στο 1971, όταν κυκλοφόρησε το In Search of Space. Ο Dik Mik είχε αποχωρήσει από το συγκρότημα (πέθανε στις 2ι Νοεμβρίου 2017) και τον είχε αντικαταστήσει ο ηχολήπτης της μπάντα, Del Dettmar, αλλά επέλεξε να επιστρέψει για αυτό το άλμπουμ, δωρίζοντας στην μπάντα δύο συσκευές αναπαραγωγής ηλεκτρονικών ήχων.
Οι εκστατικοί ρυθμοί των Hawkwind, καθώς και η χρήση των ηλεκτρονικών, έφερναν το συγκρότημα πιο κοντά στον ήχο γερμανικών συγκροτημάτων τους kraut rock, όπως οι Amon Düül, οι Can και οι Neu. Εξάλλου, ο μπασίστας Dave Anderson που έπαιζε και με τους Γερμανούς Amon Düül II, ήρθε να παίξει στο άλμπουμ και έφυγε πριν από την κυκλοφορία του εξαιτίας προσωπικών εντάσεων με κάποια από τα μέλη. Στο μεταξύ, ο Ollis παραιτήθηκε, δυσαρεστημένος με την εμπορική στροφή που είχε πάρει η μπάντα.
Στο σημείο αυτό διασταυρώνονται οι δρόμοι των Hawkwind και του Ian «Lemmy» Kilmister, του αντικαταστάτη του Anderson. Ο Lemmy έπαιξε μαζί τους για πρώτη φορά σε μια κατάληψη της Powis Square τον Σεπτέμβριο του 1971. Στα τύμπανα κάθισε ο Simon King.

Σύμφωνα με τον Moorcock, οι Hawkwind προσπαθούσαν να βρουν έναν νέο τρόπο για να κάνουν μουσική εκμεταλλευόμενοι διαφορετικά τον ηλεκτρονικό ήχο.
Τον Φεβρουάριο του 1972 το συγκρότημα έπαιξε στον πάρτι των Greasy Truckers (μια ομάδα ακτιβιστών αντιεξουσιαστικών καταβολών, όπως οι Diggers του Σαν Φρανσίσκο). Η συναυλία ηχογραφήθηκε, κυκλοφόρησε σε 20.000 αντίτυπα για £1.50 έκαστο, και εξαντλήθηκε. Εκείνη την βραδιά εμφανίστηκαν τρεις μπάντες κι ένας μουσικός: οι Ουαλοί Man, οι pub rockers Brinsley Schwarz (η μπάντα του Nick Lowe, μετέπειτα παραγωγού και μουσικού της Stiff Records), ο μουσικός Magic Michael και οι Hawkwind.
Σε αυτό το πάρτι ηχογραφήθηκε το «Silver Machine» με τον Calvert στα φωνητικά, αλλά η ηχογράφηση δεν άρεσε στους Hawkwind και όταν θέλησαν να ξαναγράψουν την φωνή ο Calvert είχε υποστεί διπολική κρίση και βρισκόταν σε κλινική. Έτσι, αφού προσπάθησαν όλοι χωρίς επιτυχία, τελικά τα ηχογράφησαν εκ νέου με τον Lemmy στα φωνητικά και κυκλοφόρησαν το τραγούδι σε σινγκλ.
Φυσικά, αυτό δεν άρεσε καθόλου στον Calvert ο οποίος είχε γράψει και τους στίχους επηρεασμένος από το βιβλίο How to Construct a Time Machine, του Γάλλου συμβολιστή συγγραφέα του 19ου αιώνα, Alfred Jarry. (Σημ. Το όνομα του Αμερικάνικου συγκροτήματος Pere Ubu είναι μια αναφορά στο Ubu Roi, ένα πρωτοποριακό και κλασικό πλέον θεατρικό έργο του Jarry).

To «Silver Machine» κυκλοφόρησε στις 9 Ιουνίου του 1972 και έφτασε στο νούμερο 3 των βρετανικών τσαρτ.
Οι Hawkwind εμφανίζονταν σπανίως και αν στην τηλεόραση, αλλά η επιτυχία του σινγκλ επέβαλε να παίξουν στην εκπομπή Top of the Pops του BBC. Ωστόσο, επειδή τα μέλη δεν αισθάνονταν άνετα στην προοπτική να παίξουν playback μπροστά σε ένα κοινό που ήταν άσχετο με αυτούς, συμφώνησαν με το BBC να κινηματογραφήσει το συγκρότημα ζωντανά στο Dunstable Civic Hall στις 7 Ιουλίου 1972 και πάνω σε αυτό το κλιπ να ακούγεται η ηχογράφηση του σινγκλ τους.
«Το space rock είναι πάνω από όλα αισιόδοξο σε σύγκριση, ας πούμε, με τους Pink Floyd, η μουσική των οποίων είναι λίγο καταστροφική», έχει σχολιάσει ο Brock σε μια συνέντευξή του. Το space rock ευθυγραμμίστηκε με το λογοτεχνικό έργο –και τις ερμηνείες– του ποιητή Robert Calvert και του μυθιστοριογράφου Michael Moorcock. «Όλοι διαβάζαμε επιστημονική φαντασία και μετά την πρώτη προσελήνωση εξερευνούσαμε την ιδέα ότι όλα θα μπορούσαν να αλλάξουν», λέει ο Brock. «Παίρναμε LSD και το ταξίδι προς τα έξω ήταν, φαντάζομαι, και ένα εσωτερικό ταξίδι».
H επιτυχία του «Silver Machine» έδωσε στο συγκρότημα την οικονομική δυνατότητα να οργανώσει μια μεγάλη περιοδεία, το οπτικοακουστικό υπερθέαμα «Space Ritual», για να προωθήσει το επόμενο άλμπουμ του, το Doremi Fasol Latido. Το σόου περιλάμβανε τις χορεύτριες Stacia και Miss Renee που χόρευαν συνήθως είτε τόπλες είτε ολόγυμνες, με το βαμμένο σώμα, τον μίμο Tony Carrera, και ένα εντυπωσιακό light show.

 

HAWKWIND ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Με τον Lemmy στην σύνθεση, το συγκρότημα ευθυγραμμίστηκε επίσης με διάφορες περιθωριακές πολιτικές οργανώσεις, παίζοντας συναυλίες για να ενισχύσουν τους White Panthers αλλά και τους Stoke Newington Eight. Οι τελευταίοι ήταν μέλη της Angry Brigade (Οργισμένη Ταξιαρχία), μιας ακροαριστερής ομάδας ανταρτών πόλης που ήταν υπεύθυνη για μια σειρά βομβιστικών επιθέσεων στην Αγγλία ανάμεσα στο 1970 και το 1972. Χρησιμοποιώντας βόμβες μικρής ισχύος, είχαν χτυπήσει τράπεζες, πρεσβείες, ένα φορτηγό του BBC, και τα κατοικίες των Συντηρητικών βουλευτών. Συνολικά, η αστυνομία απέδωσε στην Angry Brigade 25 βομβιστικές επιθέσεις. Οι εκρήξεις είχαν προκαλέσει κυρίως υλικές ζημιές. Μόνο ένα άτομο τραυματίστηκε ελαφρά. Τελικά οκτώ άτομα δικάστηκαν ως μέλη της ομάδας για τοποθετήσεις βομβών ανάμεσα στον Μάιο και τον Δεκέμβριο του 1972.


Στη διάρκεια της δίκης της Angry Brigade, οι Hawkwind έδωσαν μια συναυλία συμπαράστασης για τους Stoke Newington Eight. Ακριβώς την ίδια εποχή το συγκρότημα κυκλοφόρησε το «Silver Machine» που κυκλοφόρησε από την United Artists στις 9 Ιουνίου 1972.
Ωστόσο, η σύντομη «διασταύρωσή» τους με τους Stoke Newington Eight θα είχε σημαντικές επιπτώσεις, όταν το συγκρότημα προσπάθησε να επαναλάβει την επιτυχία του «Silver Machine» με το επόμενο σινγκλ τους. Έτσι, στο αποκορύφωμα της επιτυχίας τους, το καλοκαίρι του 1973 και ένα χρόνο μετά τη δίκη των μελών των Stoke Newington Eight, το συγκρότημα επέλεξε το «Urban Guerrilla» για το επόμενο 45άρι του. Στη δεύτερη πλευρά έβαλαν το «Brainbox Pollution» και κυκλοφόρησαν το δίσκο το 1973, δύο μήνες αφότου το ζωντανά ηχογραφημένο, διπλό άλμπουμ Space Ritual είχε μπει στο Top 10. Η κυκλοφορία αυτή όμως συνέπεσε με μια σειρά βομβιστικών ενεργειών του IRA στο Λονδίνο και το BBC αρνήθηκε να μεταδώσει το τραγούδι.
Το τραγούδι, γραμμένο σε στίχους του Calvert και μουσική του Brock, ανοίγει ως εξής: «Είμαι αντάρτης πόλης/Φτιάχνω βόμβες στο υπόγειο/Είμαι απόκληρος/Ένας πιθανός δολοφόνος. Χορεύω στις οδομαχίες/Είμαι ρομαντικός επαναστάτης/Ο ήλιος μου ανατέλλει στον καρκίνο/Είμαι ένας δίχρωμος πάνθηρας». Και τελειώνει με τους στίχους: «Το νου σου λοιπόν, κύριε επιχειρηματία/Η αυτοκρατορία σου ετοιμάζεται να τα τινάξει/Ξέρεις, νομίζω πως έπρεπε να άκουγες, φίλε/Σε περίπτωση που το αγνοούσες…»

Ήταν η πρώτη φορά που οι Hawkwind αποχωρίζονταν την «ασφάλεια» των ναρκωτικών και την ομίχλη της μαγείας, για να αποκαλύψουν τις όποιες πολιτικές πεποιθήσεις τους.
Οι στίχοι του «Urban Guerilla» απείχαν πολύ από την συνηθισμένη κοσμολογία των Hawkwind και ήταν μια σαφής πολιτική δήλωση, καθώς αναδύονταν από ένα πολύ σκοτεινό κομμάτι των 70s, αφήνοντας κατά μέρος τα περί «ειρήνης και αγάπης» που διαλαλούσαν τα παιδιά των λουλουδιών.
Η μπάντα αποφάσισε απρόθυμα να αποσύρει το σινγκλ από την αγορά, φοβούμενη κατηγορίες για οπορτουνισμό, παρά το γεγονός ότι ο δίσκος έχει ήδη σκαρφαλώσει στο νούμερο 39 του βρετανικού τσαρτ.
[Το 2008, οι Mudhoney διασκεύασαν το τραγούδι σε ένα split σινγκλ που κυκλοφόρησαν με τους Mugstar και το ίδιο έκαναν την ίδια χρονιά οι Primal Scream, ηχογραφώντας το «Urban Guerilla» ως b-side του σινγκλ «Can’t Go Back»].
Πάντως, ήταν επιθυμία του Moorcock να αποδεσμευτεί από την πολιτική που επικρατούσε στην Βρετανία και την Αμερική και να εξερευνήσει τα ενδεχόμενα που υπήρχαν στον κόσμο της φαντασίας, περιγράφοντας τον εαυτό του ως αναρχικό και εκφράζοντας την απέχθειά του για τις απολυταρχικές νοοτροπίες των δεξιών και αριστερών κομμάτων.
Η νέα αντίληψη, του Moorcock, για την επιστημονική φαντασία, γίνεται ξεκάθαρη στο τραγούδι των Hawkwind «Born to Gο» μέσα από το live Space Ritual:
«Γεννηθήκαμε για να αναφλεγούμε/Ένας νέος ξεκάθαρος δρόμος μέσα στο διάστημα/Μια διέξοδος από το λαβύρινθο/Που κράτησε ενωμένη την ανθρώπινη φυλή/Γεννηθήκαμε για να φύγουμε όσο πιο μακριά μπορούμε να πετάξουμε/Γεννηθήκαμε για να πάμε να πάρουμε τα μυαλά των ανθρώπων/Δραπετεύουμε από το κέλυφος/Απελευθερωνόμαστε/Γεννάμε όνειρα και τα κάνουμε πραγματικότητα».

 

ΚΟΣΜΟΣ ΠΑΕΙ ΚΙ ΕΡΧΕΤΑΙ

Μετά την κυκλοφορία του επιτυχημένου ζωντανού άλμπουμ Space Ritual και του σινγκλ «Urban Guerrilla» το 1973, ο τραγουδιστής Robert Calvert και ο πληκτράς Dik Mik Davies αποχώρησαν και τον Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο του 1973 οι Hawkwind πραγματοποίησαν μια δεκαήμερη περιοδεία στην Αμερική. Εκείνη την εποχή ο Del Dettmar αγόρασε γη κοντά στο Κάλγκαρι του Καναδά και ανακοίνωσε στην μπάντα την πρόθεσή του να μεταναστεύσει εκεί μαζί με την έγκυο σύζυγό του.
Τον αντικατέστησε ο Simon House στα πλήκτρα και το βιολί και το 1973 οι Hawkwind ηχογράφησαν μαζί του το μελωδικότερο άλμπουμ τους που είχε τίτλο Hall of the Mountain Grill.
Προηγουμένως, ο House έπαιζε με την proto-metal μπάντα High Tide από το 1969, ηχογραφώντας δύο άλμπουμ, ενώ το 1971 ηχογράφησε το soundtrack για την ταινία Macbeth του Roman Polanski με τους Third Ear Band.


Στο Hall of the Mountain Grill ο ήχος των Hawkwind παύει να είναι προβλέψιμος και εξελίσσεται χάρη στο μέλοτρον και το βιολί του House και την απόκοσμη ατμόσφαιρα που δημιουργούν. Ο τίτλος του άλμπουμ συνδέεται με ένα καφέ στο Portobello όπου στις αρχές της δεκαετίας του 1970 σύχναζε το συγκρότημα και άλλοι καλλιτέχνες της σκηνής του Λάντμπροκ Γκρόουβ. Το καφέ λεγόταν The Mountain Grill.
Με τον Calvert απόντα, τα φωνητικά ανέλαβαν ο Brock, o Lemmy στο «Lost Johnny», μια σύνθεση δική του σε συνεργασία με τον Mick Farren, και ο Nick Turner στο «D-Rider».
Μετά από μια ευρωπαϊκή περιοδεία και άλλη μια αμερικανική 22 ημερών, οι Hawkwind συνέχισαν περιοδεύοντας από τον Δεκέμβριο μέχρι τον Φεβρουάριο την Μεγάλη Βρετανία με τους Dr. Feelgood. Τότε άρχισε η φιλία του Lemmy με τον Wilko Johnson, τον κιθαρίστα των Feelgood. Στη συνέχεια, οι Hawkwind μπήκαν στο στούντιο για να ηχογραφήσουν το πέμπτο τους άλμπουμ, σε στίχους κυρίως του Michael Moorcock.
Στο Warrior on the Edge of Time συνεχίζουν στο ύφος που είχαν εγκαινιάσει με το Hall of the Mountain Grill, αλλά ο ήχος τους γίνεται πιο επαγγελματικός, ίσως λόγω της τεχνολογικής τους επάρκειας. Γίνονται πιο prog-rock, ακόμα πιο ηλεκτρονικοί, σε κάποιες φάσεις προσεγγίζουν περισσότερο το krautrock αλλά και την electronica που θα εμφανιστεί στα 90ς, το διάστημα αντηχεί στα τραγούδια τους και η επιστημονική φαντασία στους στίχους τους.
Οι στίχοι του Warrior on the Edge of Time είναι βασισμένοι στο βιβλίο του Moorcock, The Eternal Champion. Ήταν ένα θέμα το οποίο αρχικά είχαν δοκιμάσει στην τελευταία αμερικανική περιοδεία τους και μπορεί κάποιος να το ακούσει στο άλμπουμ τους The 1999 Party που ήταν ηχογραφημένο ζωντανά στο Chicago Auditorium Theatre στις 21 Μαρτίου του 1974 και κυκλοφόρησε τον Νοέμβριο του 1997.

Σύμφωνα με τον Brock, οι σχέσεις των μελών ήταν πλέον πολύ τεταμένες, καβγάδιζαν μεταξύ τους, διαφωνούσαν και, γενικά, στα παρασκήνια γινόταν χαμός.
Ακόμα και οι απόψεις τους διίσταντο σχετικά με το άλμπουμ. Ο Moorcock έλεγε ότι του είχαν ζητήσει να γράψει στίχους για κάποιο συγκεκριμένο θέμα, επειδή δεν είχαν έτοιμους δικούς τους. Έτσι ο Moorcock χρησιμοποίησε στοιχεία από το Eternal Champion, τα οποία άλλαξε ο Brock αλλά γενικά έγινε καλή δουλειά.
Ο Lemmy υποστήριζε ότι γενικά το άλμπουμ ήταν μια μπούρδα από την αρχή μέχρι το τέλος, αλλά γενικά είχαν μείνει ικανοποιημένοι επειδή γνώρισε εμπορική επιτυχία. Για τον Brock, πάντως, το Warrior on the Edge of Time ήταν το αποκορύφωμα της μπάντας.
Δεδομένου ότι το συμβόλαιο τους με την United Artists έληγε και χρωστούσαν ένα τελευταίο σινγκλ στην δισκογραφική εταιρεία, για να κλείσουν τις υποχρεώσεις τους απέναντί της οι Hawkwind είχαν κάνει ένα διάλειμμα στη μέση της περιοδείας με τους Dr. Feelgood για να ηχογραφήσουν το «Kings of Speed» του Brock (σε στίχους του Moorcock), το «Motorhead» του Lemmy και το «Spiral Galaxy» του House. Επέλεξαν τα δύο πρώτα για τις δυο πλευρές αντίστοιχα, και το 45άρι κυκλοφόρησε στις 7 Μαρτίου 1974.
Όπως έγραψε κάποιος για αυτό το σινγκλ, «ήταν η εποχή που οι Hawkwind ήταν πιράνχα ανάμεσα σε χρυσόψαρα».

Η μπάντα παρουσίασε για πρώτη φορά το νέο υλικό σε δύο εμφανίσεις επί βρετανικού εδάφους, στο Yeovil και στο Dunstable, στις 12 και 13 Απριλίου και στα τέλη του μήνα αναχώρησαν για περιοδεία στην Βόρεια Αμερική μέχρι τον Μάιο. Εκεί έγινε ότι έγινε με τον Lemmy που διώχτηκε από το συγκρότημα που τον αντικατέστησε με τον Paul Rudolph των Pink Fairies.
To «Motorhead» ήταν το τελευταίο τραγούδι που έγραψε ο Lemmy για τους Hawkwind πριν τον απολύσουν στις 15 Μαΐου 1975. Η ιδέα για το τραγούδι είχε προκύψει ενώ βρισκόταν σε ένα ξενοδοχείο του Λος Άντζελες. Στη Βρετανική αργκό, «motorhead» σημαίνει ο εξαρτημένος από τις αμφεταμίνες.
«Τα έξι χιλιάδες μίλια παρέπεμπαν στο Λος Άντζελες και τα υπόλοιπα είναι αυτονόητα», είχε πει ο Lemmy για τους στίχους του τραγουδιού «Και ναι, είμαι ο μόνος άνθρωπος που στριμώχνει τη λέξη “παραλληλόγραμμο” σε ένα rock'n'roll τραγούδι! Είμαι πολύ περήφανος γι' αυτό».
Λίγο αργότερα, ο Lemmy βρήκε τον Wallis από τους Pink Fairies και μαζί σχημάτισαν την πρώτη σύνθεση των Mötorhead.

 

ΟΙ ΑΛΛΟΙ ΚΑΙ Ο BROCK

Την ίδια χρονιά, το 1975, o Michael Moorcock κυκλοφόρησε το θεματικό άλμπουμ New Worlds Fair ως Michael Moorcock & The Deep Fix με τη συμμετοχή μελών από τους Hawkwind. Αργότερα θα άρχιζε να γράφει στίχους και για τους Blue Öyster Cult, αν και δεν θα σταματούσε να στιχουργεί με τους Hawkwind και μερικές φορές να κάνει φωνητικά, όπως στα άλμπουμ Church of Hawkwind (1982), Choose Your Masques (1982), The Chronicle of the Black Sword (1985).
O Nik Turner αποχώρησε από το συγκρότημα για πρώτη φορά το 1977 και ταξίδεψε στη Μεγάλη Πυραμίδα της Γκίζας όπου ηχογραφούσε για τρεις ώρες φλάουτο στην Αίθουσα των Βασιλέων, κάτι που έκανε χρόνια αργότερα και ο Jaz Coleman των Killing Joke τραγουδώντας για ώρες στον ίδιο χώρο. (Οι Αιγύπτιοι θα έτριβαν τα μάτια τους με την παλαβομάρα των Εγγλέζων).
Ο Turner γύρισε στην Αγγλία και κυκλοφόρησε το άλμπουμ Xitintoday (Exit into day, δηλαδή) ως Nik Turner's Sphynx σε παραγωγή του Steve Hillage, με στίχους από την Αιγυπτιακή Βίβλο των Νεκρών. Το 1979 δημιούργησε τους Inner City Unit με τους Trev Thorns (Iron Maiden, Mother Of All Bands, Opal Butterfly) Ermano Ghisio Erba και τον Steve Peregrin Took (Shagrat, Steve Took's Horns, The Tony Visconti Orchestra, Tyrannosaurus Rex, The Pink Fairies) και μαζί τους ηχογράφησε τα άλμπουμ Pass Out (1980) και Maximum Effect (1981).
Αργότερα σχημάτισε τους Nik Turner's Fantastic Allstars και κυκλοφόρησε το άλμπουμ Kubanno Kickasso (2003), αλλά και τους Pinkwind με τον Twink των Pink Fairies.
Το 1993, οι Pressurehed και ο Helios Creed (Chrome) προσέγγισαν τον Turner για να ηχογραφήσει μια άλλη έκδοση του έργου του, Sphynx, χρησιμοποιώντας τα αυθεντικά κομμάτια φλάουτου. Αυτή η συνεργασία αναπτύχθηκε περαιτέρω με τακτικές περιοδείες στις ΗΠΑ παρουσιάζοντας ένα σετ υλικού με επίκεντρο τους Hawkwind, ενίοτε με τους Genesis P-Orridge ή τον Jello Biafra και με πρώην μέλη των Hawkwind όπως ο Simon House, ο Del Dettmar και ο Powell. Το 1994 κυκλοφόρησε το στούντιο άλμπουμ Prophets of Time και ακολούθησε το ζωντανό CD και DVD Space Ritual 1994 Live και ένα άλλο ζωντανό CD, το Past or Future? (1996). Από αυτό το σύνολο μουσικών σχημάτισε το συγκρότημα Anubian Lights, με επίκεντρο τους Len Del Rio και Tommy Greñas από τους Pressurehed, με τη συμβολή των Turner, Dettmar και House, όπως και το συγκρότημα Spiral Realms με βασικό πυρήνα τους House και Rio.
Στις 21 Οκτωβρίου 2000, στο Brixton Academy του Λονδίνου, πραγματοποιήθηκε μια εκδήλωση με τίτλο «Hawkestra», στην οποία συμμετείχαν σχεδόν όλα τα προηγούμενα μέλη των Hawkwind.
Ο Turner έπαιξε σαξόφωνο και φλάουτο σε τρία άλμπουμ των Space Mirrors και το 2013 συνεργάστηκε με τους The Soft Moon στο Hotel Vegas.
Ο Turner πέθανε στις 10 Νοεμβρίου του 2022 σε ηλικία 82 ετών.

Simon King

Όσο δεν ήταν με τους Hawkwind, ο Robert Calvert ηχογράφησε σόλο άλμπουμ, και έγραψε θεατρικά έργα, ποίηση και ένα μυθιστόρημα. Το πρώτο του σόλο άλμπουμ, Captain Lockheed and the Starfighters, κυκλοφόρησε το 1974 και είναι ένα κράμα μουσικής και θεάτρου που επικεντρώνεται στα σκάνδαλα δωροδοκίας της αεροπορικής εταιρίας Lockheed. Το 1975, ο Brian Eno έκανε παραγωγή και έπαιξε στο δεύτερο σόλο άλμπουμ του Calvert, Lucky Leif and the Longships, με θέμα την ιστορία των ΗΠΑ και των Βίκινγκς, οι οποίοι είχαν διασχίσει τον Ατλαντικό για να φτάσουν στην Αμερική πριν από τον Κολόμβο.

Εκτός από τον Michael Moorcock και τον Brian Eno, μεταξύ των συνεργατών του Calvert ήταν οι Arthur Brown, Steve Peregrin Took, Jim Capaldi, Steve Pond, Inner City Unit, Vivian Stanshall, Nektar, John Greaves, Adrian Wagner, και Amon Düül II
Παρά την ενίοτε εξασθενημένη ψυχική υγεία του, ο Calvert παρέμεινε μέχρι τέλους ένας έντονα δημιουργικός, δραστήριος και πολυτάλαντος καλλιτέχνης. Πέθανε το 1988 σε ηλικία 43 ετών από καρδιακή προσβολή.

Μετά το 1975 οι αλλαγές στην σύνθεση των Hawkwind συνεχίστηκαν με διάφορους μουσικούς να μπαινοβγαίνουν, όπως ο Tim Blake των Gong, o Ginger Baker, ο Andy Anderson των Cure, o Robert Heaton των New Model Army, o Adrian Shaw (Country Joe McDonald, Arthur Brown, the Deviants και Bevis Frond) και άλλοι πολλοί.
Το τελευταίο άλμπουμ που έχει κυκλοφορήσει το συγκρότημα μέχρι σήμερα, τo 35o επίσημο της μπάντας, είναι το The Future Never Waits του 2023με ένα τραγούδι αφιερωμένο στο συγγραφέα Aldous Huxley.

Το σημαντικότερο για την ύπαρξη των Hawkwind όλα αυτά τα χρόνια, ήταν η ικανότητά τους να γίνονται αποδεκτοί από γενιά σε γενιά. Το punk και το grunge τους άκουσαν προσεκτικά (ο John Lydon ήταν φανατικός θαυμαστής). Υπήρξαν οι γκουρού της γενιάς του trance, τόσο μουσικά όσο και φιλοσοφικά, με όλους αυτούς τους πειραματισμούς στον ηλεκτρονικό ήχο και τη χρήση ψυχοτρόπων ναρκωτικών. Το 2002, όταν τα ρέιβ πάρτι άρχιζαν να χάνουν έδαφος (όπως συνέβη και με τα ελεύθερα φεστιβάλ πριν από χρόνια), οι Hawkwind ξεκίνησαν τα ετήσια Hawkfests τους.
To 1978-79 οι Robert Calvert, Dave Brock και Simon King πραγματοποίησαν μια περιοδεία 42 εμφανίσεων ως Hawklords εξαιτίας μιας διαμάχης σχετικά με το δικαίωμα χρήσης του ονόματος «Hawkwind» και κυκλοφόρησαν το στούντιο άλμπουμ 25 Years On, αν και δεν ανήκει στην κατηγορία του space rock.
Τους Hawkwind αναφέρουν ως επιρροή τους ο Αl Jourgensen των Ministry, οι Monster Magnet, οι Henry Rollins και Dez Cadena των Black Flag, οι Ozric Tentacles και, πιο πρόσφατα, οι σπουδαίοι Αυστραλοί King Gizzard & the Lizard Wizard.

Κατά τα λεγόμενα του Lemmy, «Πριν τους Hawkwind παρίστανα τον καλό κιθαρίστα. Με τους Hawkwind έμαθα να παίζω μπάσο και έγινα πραγματικά καλός σε κάτι»...

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΣΧΕΤΙΚΑ

Hawkwind “Urban Guerrilla” Η μικρή-μεγάλη ιστορία ενός απαγορευμένου τραγουδιού

Η πόλη των μηχανών βρυχάται: Η μικρή-μεγάλη ιστορία των MC5, του John Sinclair και του κόμματος των “Λευκών Πανθήρων”

Lemmy: Σκόρπιες στάχτες, γεμάτες σφαίρες... 

Ο Lemmy στα τέλη της δεκαετίας του '60: Απόσπασμα από την αυτοβιογραφία ενός θρύλου του rock and roll...

Blue Öyster Cult: Βετεράνοι των rock’n’roll πολέμων...


image

Μιχάλης Πούγουνας

Ο Μιχάλης Πούγουνας γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα. Σπούδασε σκηνοθεσία κιν/φου, έχει κάνει δυο ντοκιμαντερ με τιτλο Όταν η Καλλιθέα Πήγαινε Cinema (υπάρχουν στο YouTube) και βραβεύτηκε για την ταινία μικρού μήκους “Vlad ο Δαιμων” στο Διεθνες Φεστιβαλ Ταινιών της Πάτρας. Ήταν ιδρυτικό μέλος και τραγουδιστής των Flowers of Romance απο το 1981 ως το 1998 και των Nexus απο το 1999 ως το 2005. Το 2000 δημιούργησε την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρία Cyberdelia ενω απο το 2011 μεχρι σήμερα παρουσιάζει την δύωρη ραδιοφωνική εκπομπή The Blackout Radio Show with Mike Pougounas που μεταδίδεται απο ενα Αμερικάνικο ραδιοφωνικό σταθμό στα FM, τρεις Αγγλικούς ιντερνετικούς, έναν Ελληνικό κι έναν Κυπριακό. Έχει κυκλοφορήσει το βιβλίο “Rock’n’Roll rules ok?” με κείμενα σχετικά με την αλληλεπίδραση του ροκ και της κοινωνίας, καθως και τα μυθιστορήματα «To Κλειδί της Εύας» και «Μαύρο Χιόνι». Απο το 2006 είναι ο τραγουδιστής των New Zero God. Έχει κυκλοφορήσει συνολικά 13 στούντιο άλμπουμ.
 
 
 
image

Μιχάλης Πούγουνας

Ο Μιχάλης Πούγουνας γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα. Σπούδασε σκηνοθεσία κιν/φου, έχει κάνει δυο ντοκιμαντερ με τιτλο Όταν η Καλλιθέα Πήγαινε Cinema (υπάρχουν στο YouTube) και βραβεύτηκε για την ταινία μικρού μήκους “Vlad ο Δαιμων” στο Διεθνες Φεστιβαλ Ταινιών της Πάτρας. Ήταν ιδρυτικό μέλος και τραγουδιστής των Flowers of Romance απο το 1981 ως το 1998 και των Nexus απο το 1999 ως το 2005. Το 2000 δημιούργησε την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρία Cyberdelia ενω απο το 2011 μεχρι σήμερα παρουσιάζει την δύωρη ραδιοφωνική εκπομπή The Blackout Radio Show with Mike Pougounas που μεταδίδεται απο ενα Αμερικάνικο ραδιοφωνικό σταθμό στα FM, τρεις Αγγλικούς ιντερνετικούς, έναν Ελληνικό κι έναν Κυπριακό. Έχει κυκλοφορήσει το βιβλίο “Rock’n’Roll rules ok?” με κείμενα σχετικά με την αλληλεπίδραση του ροκ και της κοινωνίας, καθως και τα μυθιστορήματα «To Κλειδί της Εύας» και «Μαύρο Χιόνι». Απο το 2006 είναι ο τραγουδιστής των New Zero God. Έχει κυκλοφορήσει συνολικά 13 στούντιο άλμπουμ.
 
 
 
image

Μιχάλης Πούγουνας

Ο Μιχάλης Πούγουνας γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα. Σπούδασε σκηνοθεσία κιν/φου, έχει κάνει δυο ντοκιμαντερ με τιτλο Όταν η Καλλιθέα Πήγαινε Cinema (υπάρχουν στο YouTube) και βραβεύτηκε για την ταινία μικρού μήκους “Vlad ο Δαιμων” στο Διεθνες Φεστιβαλ Ταινιών της Πάτρας. Ήταν ιδρυτικό μέλος και τραγουδιστής των Flowers of Romance απο το 1981 ως το 1998 και των Nexus απο το 1999 ως το 2005. Το 2000 δημιούργησε την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρία Cyberdelia ενω απο το 2011 μεχρι σήμερα παρουσιάζει την δύωρη ραδιοφωνική εκπομπή The Blackout Radio Show with Mike Pougounas που μεταδίδεται απο ενα Αμερικάνικο ραδιοφωνικό σταθμό στα FM, τρεις Αγγλικούς ιντερνετικούς, έναν Ελληνικό κι έναν Κυπριακό. Έχει κυκλοφορήσει το βιβλίο “Rock’n’Roll rules ok?” με κείμενα σχετικά με την αλληλεπίδραση του ροκ και της κοινωνίας, καθως και τα μυθιστορήματα «To Κλειδί της Εύας» και «Μαύρο Χιόνι». Απο το 2006 είναι ο τραγουδιστής των New Zero God. Έχει κυκλοφορήσει συνολικά 13 στούντιο άλμπουμ.
 
 
 

Γραφτείτε στο Νewsletter του Merlin

FEATURED VIDEOS

  • 1