Οι Tangerine Dream δεν ήταν οι μόνοι που ηχογράφησαν εκεί. Το Manor ήταν το τρίτο στούντιο ηχογράφησης στο Ηνωμένο Βασίλειο όπου, εκτός από το στούντιο, οι εγκαταστάσεις του μπορούσαν να φιλοξενήσουν τους καλλιτέχνες. Το πρώτο ήταν το Ascot Sound Studios που χτίστηκε ανάμεσα στο 1970 και το 1971 από τον John Lennon ως μια προσθήκη στην έπαυλή του, στο Tittenhurst Park, και μάλιστα εκεί ο John Lennon ηχογράφησε το άλμπουμ Imagine. Το δεύτερο ήταν τα Rockfield Studios στο Monmouthshire, ένα πρώην χοιροστάσιο, το οποίο διαμόρφωσαν σε στούντιο οι αδελφοί Kingsley και Charles War. Στο Rockfield, μάλιστα, ηχογραφήθηκε το πρώτο άλμπουμ των Black Sabbath κι από εκεί και πέρα πέρασε μια στρατιά μουσικών όπως οι Mötorhead, οι Queen, οι Damned, ο Iggy Pop, και πολλοί άλλοι.
Η πρώτη δουλειά που ηχογραφήθηκε στο Manor τον Νοέμβριο του 1971, ήταν το Let's Make Up and Be Friendly, το τελευταίο άλμπουμ των Βρετανών ψυχεδελικών πειραματιστών Bonzo Dog Band για λογαριασμό της United Artists. Όμως το πρώτο άλμπουμ που ηχογραφήθηκε εκεί για λογαριασμό της Virgin, ήταν το Tubular Bells, το ντεμπούτο του Mike Oldfield, μια απρόσμενα μεγάλη επιτυχία για την εταιρεία, στον δεύτερο μόλις χρόνο ύπαρξής της.
Η Virgin είχε ξεκινήσει ως ένα μικρό δισκοπωλείο στο Λονδίνο από τον Richard Branson και τον Nik Powell, με ειδίκευση στις εισαγωγές δίσκων της krautrock μουσικής. Μάλιστα, το πρωτότυπο λογότυπο της εταιρίας –μια νεαρή γυμνή γυναίκα μπροστά σε έναν καθρέφτη με μια μεγάλη σαύρα με μακριά ουρά και τη λέξη «Virgin»– ήταν σχεδιασμένο από τον γραφίστα Roger Dean, γνωστό από τις δουλειές του στα εξώφυλλα δίσκων συγκροτημάτων όπως οι Osibisa, οι Gentle Giant, οι Yes, οι Asia, οι Budgie και άλλα.
Οι Tangerine Dream είχαν ήδη κυκλοφορήσει τέσσερα άλμπουμ στη γερμανική πειραματική εταιρία Ohr και όταν ο Branson εκδήλωσε το ενδιαφέρον του για το πρωτοποριακό βερολινέζικο ηλεκτρονικό συγκρότημα, επιβιβάστηκε στο αεροπλάνο και πήγε αυτοπροσώπως στην Γερμανία για να υπογράψει συμβόλαιο μαζί τους. Στα χρόνια που είχαν περάσει από την ίδρυση των Tangerine Dream το 1969, μόνο ο Edgar Froese παρέμενε σταθερός στην σύνθεση, την οποία τώρα συμπλήρωναν ο Peter Baumann και ο Christopher Franke.
Ο Froese ήταν ο εγκέφαλος της ομάδας και είχε γεννηθεί στο Tilsit της Ανατολικής Πρωσίας (το σημερινό Sovetsk, στα σύνορα του ρωσικού θύλακα του Καλίνινγκραντ με τη Λιθουανία) στις 6 Ιουνίου 1944, ανήμερα της απόβασης των Συμμάχων στη Νορμανδία, σε μια οικογένεια τα μέλη της οποίας, συμπεριλαμβανομένου του πατέρα του, είχαν σκοτωθεί από τους Ναζί.
Μετά τον πόλεμο, προκειμένου να επιβιώσουν, η μητέρα του τον πήρε και έφυγαν για να ζήσουν στο Βερολίνο. Εκεί ο Edgar άρχισε μαθήματα πιάνου σε ηλικία δώδεκα ετών. Άρχισε να παίζει κιθάρα στα δεκαπέντε και μετά το σχολείο σπούδασε ζωγραφική και γλυπτική στην Ακαδημία Τεχνών του Βερολίνου. Μια από τις δουλειές που έκανε για να κερδίζει τα προς το ζην, ήταν να σχεδιάζει διαφημιστικές αφίσες για τα λεωφορεία του Βερολίνου.
Το 1965, ο Froese σχημάτισε το ψυχεδελικό rock συγκρότημα The Ones που σε κάποια φάση, ενώ έπαιζαν στην Ισπανία, δέχτηκαν μια πρόσκληση για να εμφανιστούν στη βίλα του Σαλβαδόρ Νταλί στο Cadaqués. Η συνάντηση με τον Νταλί άσκησε μεγάλη επιρροή στον νεαρό Froese και τον ενέπνευσε να ακολουθήσει πιο πειραματικές κατευθύνσεις στη μουσική του.
Οι Ones διαλύθηκαν το 1967, έχοντας κυκλοφορήσει μόνο ένα σινγκλ το «Lady Greengrass» (με flipside το «Love of Mine») για λογαριασμό της Star-Club Records, της εταιρείας που είχαν ιδρύσει οι Manfred Weissleder and Horst Faschner, τα αφεντικά του περίφημου Star Club στο Αμβούργο, το οποίο παλιότερα είχε φιλοξενήσει τους Beatles, αλλά και άλλους εκπατρισμένους καλλιτέχνες που «έβγαζαν δόντια» στο μεγάλο βορειοευρωπαϊκό λιμάνι.
Μέσα στην ίδια χρονιά, ο Froese δημιούργησε τους Tangerine Dream με τους Lanse Hapshash (τύμπανα), Kurt Herkenberg (μπάσο), Volker Hombach (σαξόφωνο, βιολί, φλάουτο) και Charlie Prince στα φωνητικά.
Ο Christopher Franke προσχώρησε στο συγκρότημα το 1971. Μέχρι τότε έπαιζε τύμπανα στους Agitation (αργότερα μετονομάστηκαν σε Agitation Free) και την ίδια χρονιά στο δυναμικό των Tangerine Dream εντάχθηκε ο Peter Baumann, ένας μουσικός που είχε γνωρίσει τον Franke σε μια συναυλία των Emerson, Lake & Palmer.
Οι Froese, Baumann και Franke παράτησαν τις κιθάρες και τα τύμπανα και άρχισαν να πειραματίζονται με την ηλεκτρονική μουσική κυκλοφορώντας το Zeit το 1972 και το Atem το 1973, δύο από τα πιο αντιπροσωπευτικά άλμπουμ της Σχολής του Βερολίνου.
Η Σχολή του Βερολίνου ήταν ένα στυλ ηλεκτρονικής μουσικής που εμφανίστηκε τη δεκαετία του 1970. Ήταν ένα παρακλάδι του Krautrock που ονομάστηκε έτσι επειδή οι περισσότεροι από τους πρώτους καλλιτέχνες που την παρουσίασαν είχαν την έδρα τους στο Δυτικό Βερολίνο. Διαμορφώθηκε από καλλιτέχνες όπως οι Tangerine Dream, ο Klaus Schulze και ο Manuel Gottsching. Οι καινοτόμες ηχογραφήσεις της Σχολής του Βερολίνου ήταν προπομπός της ambient μουσικής. Η ταύτιση του είδους με τη διαστημική μουσική την ξεχώρισε από την πιο κρουστική και ρυθμική Σχολή του Ντίσελντορφ, στην οποία ανήκαν οι Can, οι Cluster, οι Kraftwerk και οι Neu! Αυτές οι τελευταίες μπάντες άσκησαν μεγαλύτερη επίδραση στη synthpop και την techno, ενώ η Σχολή του Βερολίνου υπήρξε σημείο αναφοράς για την ambient, την electronica, την new-age και την trance.
Οι τρεις Γερμανοί υπέγραψαν με την Virgin και αφού πακετάρισαν τα πράγματά τους έφυγαν για την Αγγλία προκειμένου να ηχογραφήσουν το επόμενο άλμπουμ τους στο στούντιο Manor.
Στο Phaedra η κατάσταση για τους Tangerine Dream άλλαξε επειδή για πρώτη φορά είχαν στην διάθεσή τους ένα Moog συνθεσάιζερ, κάτι μάλλον δυσεύρετο εκείνη την εποχή. Επρόκειτο για ένα συνθεσάιζερ που είχε εφεύρει ο Αμερικάνος Robert Moog το 1964. Ήταν το πρώτο εμπορικό συνθεσάιζερ και καθιέρωσε την ιδέα του αναλογικού συνθεσάιζερ. Οι Rolling Stones είχαν αγοράσει ένα για να πειραματιστούν αλλά επειδή δεν έβγαζαν άκρη το πούλησαν στο Hansa Studio του Βερολίνου – εκεί που αργότερα ο David Bowie θα ηχογραφούσε τα δυο πρώτα άλμπουμ της περίφημης Τριλογίας του Βερολίνου. Οι Tangerine Dream έκαναν μια προσφορά 15.000 δολαρίων στο στούντιο και αγόρασαν το Μoog με την προκαταβολή που τους είχε δώσει η Virgin.
To Phaedra ηχογραφήθηκε στο 16κάναλο τότε Manor σε διάστημα τριών εβδομάδων και ήταν το πρώτο άλμπουμ στο οποίο χρησιμοποίησαν sequencer.
Οι επιρροές των τριών φίλων ήταν το Gesang DerJünglinge, ένα έργο του καινοτόμου Γερμανού συνθέτη Karlheinz Stockhausen, η μικροπολυφωνία του τρανσυλβανικής καταγωγής György Ligeti, και τα ορχηστρικά μέρη των άλμπουμ Ummagumma και The Dark Side Of The Moon των Pink Floyd.
Ο δίσκος δεν ηχογραφήθηκε ζωντανά στο στούντιο όπως συνήθιζαν μέχρι τότε κι έτσι είχαν την δυνατότητα να γράψουν άφθονο υλικό, να ξεσκαρτάρουν κάμποσο και να κρατήσουν άλλο, ενώ μπορούσαν να επιστρέφουν στην ηχογράφηση για τα όβερνταμπ. Από την περίοδο αυτή υπάρχουν πολλές ώρες ακυκλοφόρητου υλικού.
Σε μια συνέντευξη που παραχώρησε στον Mark Prendergast για το The Ambient Century το 2000, ο Edgar Froese σχολίασε: «Ό,τι μπορούσε να πάει στραβά από τεχνική άποψη, πήγε. Το μπομπινόφωνο χάλασε, υπήρχαν επαναλαμβανόμενες αστοχίες της κονσόλας, και τα ηχεία χάλασαν λόγω των πολύ χαμηλών συχνοτήτων στα μπάσα». Για να προσθέσει ότι το ρεύμα κοβόταν συχνά εξαιτίας μιας απεργίας των Βρετανών ανθρακωρύχων.
Το ολοκληρωμένο άλμπουμ κυκλοφόρησε στην Μεγάλη Βρετανία στις 20 Φεβρουαρίου 1974 και μέχρι τότε τίποτε παρόμοιο δεν είχε μεταδοθεί από το ραδιόφωνο, ούτε είχε εισβάλει στα υπνοδωμάτια των ακροατών.
Θυμάμαι πως όταν αγόρασα το άλμπουμ το έβαζα να παίζει, ξάπλωνα, έκλεινα τα μάτια και το άφηνα να με ταξιδεύει αλλού: σε έναν κόσμο ονειρικό αλλά συνάμα τρομακτικό.
Αν και πολλοί κριτικοί του άσκησαν δριμεία κριτική, το άλμπουμ μπήκε στο νούμερο 15 των τσαρτ της Μεγάλης Βρετανίας –ένα εκπληκτικό κατόρθωμα για έναν τόσο ριζοσπαστικό δίσκο– και έστρεψε το ενδιαφέρον του βρετανικού κοινού σε μπάντες πέρα από το κανάλι της Μάγχης, ανεβάζοντας το Autobahn των Kraftwerk στο νούμερο 4 των Αγγλικών τσαρτ.
Χάρη στο Phaedra, οι Βρετανοί ανακάλυψαν τους Faust, τους Can και τους Amon Düül II, ενώ οι Tangerine Dream έγιναν ένα από τα πιο διάσημα ονόματα της Virgin.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ / ΑΚΟΥΣΤΕ:
Tangerine Dream: Η συναυλία τον Αύγουστο του 1983 στον Λυκαβηττό (video)
The Alan Parsons Project: Περί πυραμίδων...
Conny Plank: Ο θόρυβος και οι δυνατότητές του...
Κraftwerk: Άνθρωποι, μηχανές και μουσική
KRAFTWERKFEATURE: Τη μέρα που ο Lester συνάντησε τους Kraftwerk...
Klaus Schulze: Ένα πολύ σημαντικό κεφάλαιο στην ιστορία του krautrock
Krautrock: rock, πολιτική και πρωτοπορία.
Daevid Allen & Gong: Σύντομη αναδρομή σε μια διαστημική καριέρα...
Emerson Lake & Palmer: Μια αφίσα και μια τυχαία ανάμνηση...
«Wish You Were Here»: Μήπως αυτό το άλμπουμ ήταν τελικά η αρχή του τέλους για τους Pink Floyd;
Ο μύθος και το μεγαλείο του διαχρονικού σάουντρακ "Blade Runner" του Βαγγέλη Παπαθανασίου...
Μιχάλης Πούγουνας
Ο Μιχάλης Πούγουνας γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα. Σπούδασε σκηνοθεσία κιν/φου, έχει κάνει δυο ντοκιμαντερ με τιτλο Όταν η Καλλιθέα Πήγαινε Cinema (υπάρχουν στο YouTube) και βραβεύτηκε για την ταινία μικρού μήκους “Vlad ο Δαιμων” στο Διεθνες Φεστιβαλ Ταινιών της Πάτρας. Ήταν ιδρυτικό μέλος και τραγουδιστής των Flowers of Romance απο το 1981 ως το 1998 και των Nexus απο το 1999 ως το 2005. Το 2000 δημιούργησε την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρία Cyberdelia ενω απο το 2011 μεχρι σήμερα παρουσιάζει την δύωρη ραδιοφωνική εκπομπή The Blackout Radio Show with Mike Pougounas που μεταδίδεται απο ενα Αμερικάνικο ραδιοφωνικό σταθμό στα FM, τρεις Αγγλικούς ιντερνετικούς, έναν Ελληνικό κι έναν Κυπριακό. Έχει κυκλοφορήσει το βιβλίο “Rock’n’Roll rules ok?” με κείμενα σχετικά με την αλληλεπίδραση του ροκ και της κοινωνίας, καθως και τα μυθιστορήματα «To Κλειδί της Εύας» και «Μαύρο Χιόνι». Απο το 2006 είναι ο τραγουδιστής των New Zero God. Έχει κυκλοφορήσει συνολικά 13 στούντιο άλμπουμ.
Μιχάλης Πούγουνας
Ο Μιχάλης Πούγουνας γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα. Σπούδασε σκηνοθεσία κιν/φου, έχει κάνει δυο ντοκιμαντερ με τιτλο Όταν η Καλλιθέα Πήγαινε Cinema (υπάρχουν στο YouTube) και βραβεύτηκε για την ταινία μικρού μήκους “Vlad ο Δαιμων” στο Διεθνες Φεστιβαλ Ταινιών της Πάτρας. Ήταν ιδρυτικό μέλος και τραγουδιστής των Flowers of Romance απο το 1981 ως το 1998 και των Nexus απο το 1999 ως το 2005. Το 2000 δημιούργησε την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρία Cyberdelia ενω απο το 2011 μεχρι σήμερα παρουσιάζει την δύωρη ραδιοφωνική εκπομπή The Blackout Radio Show with Mike Pougounas που μεταδίδεται απο ενα Αμερικάνικο ραδιοφωνικό σταθμό στα FM, τρεις Αγγλικούς ιντερνετικούς, έναν Ελληνικό κι έναν Κυπριακό. Έχει κυκλοφορήσει το βιβλίο “Rock’n’Roll rules ok?” με κείμενα σχετικά με την αλληλεπίδραση του ροκ και της κοινωνίας, καθως και τα μυθιστορήματα «To Κλειδί της Εύας» και «Μαύρο Χιόνι». Απο το 2006 είναι ο τραγουδιστής των New Zero God. Έχει κυκλοφορήσει συνολικά 13 στούντιο άλμπουμ.
Μιχάλης Πούγουνας
Ο Μιχάλης Πούγουνας γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα. Σπούδασε σκηνοθεσία κιν/φου, έχει κάνει δυο ντοκιμαντερ με τιτλο Όταν η Καλλιθέα Πήγαινε Cinema (υπάρχουν στο YouTube) και βραβεύτηκε για την ταινία μικρού μήκους “Vlad ο Δαιμων” στο Διεθνες Φεστιβαλ Ταινιών της Πάτρας. Ήταν ιδρυτικό μέλος και τραγουδιστής των Flowers of Romance απο το 1981 ως το 1998 και των Nexus απο το 1999 ως το 2005. Το 2000 δημιούργησε την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρία Cyberdelia ενω απο το 2011 μεχρι σήμερα παρουσιάζει την δύωρη ραδιοφωνική εκπομπή The Blackout Radio Show with Mike Pougounas που μεταδίδεται απο ενα Αμερικάνικο ραδιοφωνικό σταθμό στα FM, τρεις Αγγλικούς ιντερνετικούς, έναν Ελληνικό κι έναν Κυπριακό. Έχει κυκλοφορήσει το βιβλίο “Rock’n’Roll rules ok?” με κείμενα σχετικά με την αλληλεπίδραση του ροκ και της κοινωνίας, καθως και τα μυθιστορήματα «To Κλειδί της Εύας» και «Μαύρο Χιόνι». Απο το 2006 είναι ο τραγουδιστής των New Zero God. Έχει κυκλοφορήσει συνολικά 13 στούντιο άλμπουμ.